Αλήθεια, σκέφτηκε καθόλου την πολιτική ζημιά που έκανε στον Καραμανλή ο πρόεδρος του ΣΕΒ Οδ. Κυριακόπουλος, όταν βγήκε και δήλωσε πως για πρώτη φορά άκουσε πρωθυπουργό να είναι σοβαρός και να μην κάνει παροχολογία στη ΔΕΘ; Σίγουρα το σκέφτηκε, δεν είναι πολιτικά άπειρος ο Κυριακόπουλος. Αν η συγκεκριμένη δήλωση συσχετιστεί με τις τόσες επιθέσεις που έχει κάνει στην κυβέρνηση (αποκορύφωμα ο πόλεμός του για τον βασικό μέτοχο), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο πρόεδρος του ΣΕΒ έκανε μια εξίσου πολιτική παρέμβαση, εν γνώσει του ότι κάνει ζημιά στον Καραμανλή. Εκείνο που τον ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να στείλει ένα εκφοβιστικό μήνυμα στην εργαζόμενη κοινωνία: αυτή είναι δική μας κυβέρνηση που δεν φοβάται το πολιτικό κόστος.
Είναι πλέον γνωστό τι είπε ο Καραμανλής στη ΔΕΘ. Προανήγγειλε το κλείσιμο της Ολυμπιακής και την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων για τους νεοπροσλαμβανόμενους στις ΔΕΚΟ (το σχετικό νομοσχέδιο αναμένεται μέσα στον Οκτώβρη), απέκλεισε τη χορήγηση επιδόματος θέρμανσης ακόμα και στα πιο φτωχά τμήματα του πληθυσμού (μια παροχή στην οποία τόσα στήριζε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της ΝΔ), επιβεβαίωσε για πρώτη φορά επίσημα ότι οδεύουμε προς κατάργηση όλων των αγροτικών επιδοτήσεων. Η κωδική ονομασία της σκληρής λιτότητας είναι πλέον «ανηφόρα». Ε, τη «στενωπό» και το «τούνελ» τα έχουν χρησιμοποιήσει οι Πασόκοι πρωθυπουργοί, έπρεπε να βρει κι ο Καραμανλής κάτι δικό του, έστω κι αν η «ανηφόρα» είναι λίγο… λαϊκούρα.
Σύμφωνα με τον Καραμανλή, λοιπόν, ανεβαίνουμε με σταθερό ρυθμό την ανηφόρα αλλά βρισκόμαστε μόλις στη μέση. Ε, σε καναδυό χρονάκια θα φτάσουμε στην κορυφή, θα πάρουμε μια μικρή ανάσα (προεκλογικό έτος γαρ) κι ύστερα, σαν τον Σίσυφο, θα δούμε το βράχο να κυλάει στον πάτο και θα ξανακληθούμε να τον ανεβάσουμε στην ανηφόρα. Σε δουλειά να βρισκόμαστε, όσοι έχουμε δουλειά, γιατί όλο και περισσότεροι δεν έχουν ούτε το… προνόμιο να μπορούν να πουλήσουν το τομάρι τους σε κάποιο αφεντικό, σε πείσμα των κυβερνητικών στατιστικών που δείχνουν… μείωση της ανεργίας. Το λέει με γεμάτο το στόμα ο Αλογοσκούφης, χωρίς να ντρέπεται το μισό και πλέον εκατομμύριο των ανέργων και τις εκατοντάδες που απολύονται κάθε μήνα από τα εργοστάσια που κλείνουν ή με την απειλή ότι θα κλείσουν.
Ο Καραμανλής με τους συμβούλους του πήραν την απόφαση να εμφανιστεί ως ο ισχυρός πρωθυπουργός, που δεν χαϊδεύει αυτιά, δεν υπόσχεται τίποτα, ξεχνάει ακόμα και τα υπεσχημένα και ως άλλος Ουϊνστον Τσόρτσιλ υπόσχεται στο λαό αίμα και δάκρυα. Για να ενισχυθεί η εικόνα του «ισχυρού πρωθυπουργού» έγινε ρόμπα ακόμα και ο Αλογοσκούφης. Ο Ρουσόπουλος έβγαλε στους δημοσιογράφους τον υποτιθέμενο διάλογο Καραμανλή – Αλογοσκούφη το πρωί της Κυριακής, όπου υποτίθεται ότι ο υπουργός ήταν διστακτικός, ασαφής και υποθετικός και ο ισχυρός πρωθυπουργός με μια κοφτή φράση έλυσε το γόρδιο δεσμό: «Κατάλαβα, δεν θα το δώσουμε». Δηλαδή, οι υπουργοί είναι λίγο μαλακούληδες και αναποφάσιστοι και τις κρίσιμες αποφάσεις ο πρωθυπουργός τις παίρνει μόνος του, μέσα σε δευτερόλεπτα. Τόσο καλά ενημερωμένος είναι για όλα τα θέματα!
Οι προσεκτικοί πολιτικοί παρατηρητές εντόπισαν τεράστιες διαφορές ανάμεσα στη φετινή εμφάνιση του Καραμανλή στη ΔΕΘ και στην περσινή, που ήταν και πάλι πρωθυπουργός. Πέρυσι οι κωδικές λέξεις ήταν «ήπια προσαρμογή», ενώ φέτος αυτές εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από την «ανηφόρα». Δείγμα του πόσο στριμωγμένη είναι η κυβέρνηση. Πέρυσι η εκλογική της νίκη ήταν ακόμα νωπή και το κλίμα των προσδοκιών έπρεπε να αποφορτιστεί σιγά-σιγά. Φέτος τα πράγματα είναι πιο καθαρά και έπρεπε να κοπεί η φόρα όσων εξακολουθούσαν ακόμα να τρέφουν προσδοκίες.
Δεν φοβάται, άραγε, το πολιτικό κόστος ο Καραμανλής; Γιατί τόσο θεαματική στροφή ακόμα και στο επικοινωνιακό επίπεδο; Γιατί πήρε πάνω του όλες τις αντιλαϊκές εξαγγελίες και δεν περιορίστηκε στις γενικολογίες, αφήνοντας τους υπουργούς να πάρουν αργότερα την ευθύνη για κάθε μέτρο, κρατώντας για τον εαυτό του τη δυνατότητα διορθωτικών παρεμβάσεων; Τα ερωτήματα είναι υπαρκτά και βάσιμα και αξίζει τον κόπο να διερευνήσουμε τις απαντήσεις.
Καταρχάς, η εποχή που οι κυβερνήσεις λειτουργούσαν με γνώμονα το πολιτικό κόστος και προσάρμοζαν ανάλογα τη διαχείριση έχει παρέλθει. Οι κυβερνήσεις πλέον είναι λιγότερο πολιτικές και περισσότερο διεκπεραιωτικές. Αλλωστε, αν κάνουν καμιά κουτσουκέλα, «έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά». Η Κομισιόν παρακολουθεί σαν κέρβερος τη δημοσιονομική πολιτική και την πολιτική που άπτεται θεμάτων ανταγωνισμού και ενεργεί ως υπερκυβέρνηση, επαναφέροντας στην τάξη τους τυχόν πολιτικώς ατακτούντες. Τα όρια της σχετικής αυτονομίας κυβερνήσεων και κομμάτων εξουσίας από τη «γενική θέληση» του κεφάλαιου έχουν περιοριστεί σε σημείο που σε κρισιακές περιόδους να εξαφανίζονται. Και να ήθελε, λοιπόν, ο Καραμανλής να φορτώσει και κάποια βάρη στο κεφάλαιο, για να μειώσει το πολιτικό κόστος, δεν μπορούσε να το κάνει.
Δεύτερο, ο Καραμανλής αισθάνεται αρκετά ισχυρός πολιτικά. Αισθάνεται ότι δεν έχει αντίπαλο κι αυτό τον αποθρασύνει. Οι «μιντιάρχες» τον στηρίζουν, ακόμα κι όταν εκδίδουν φιλοπασοκικά μέσα (ξέρουν αυτοί τον τρόπο). Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καμιά διάθεση να σπάσει την «ιερή συμμαχία» του νεοφιλελευθερισμού, για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Ακολουθεί την τακτική του «ώριμου φρούτου», αντιγράφοντας αυτό που έκανε η ΝΔ όσα χρόνια ήταν στην αντιπολίτευση (τυχαίο είναι νομίζετε ότι ο εμπνευστής του «σκληρού ροκ» και της «δεξιάς παρένθεσης» Κ. Λαλιώτης περιμένει ως Κιγκινάτος μια πρόσκληση σωτηρίας που δεν έρχεται;). Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι τόσο βαθιά διεφθαρμένη και αστικοποιημένη που δεν πρόκειται να θυσιάσει τα προνόμιά της στο βωμό της αναβίωσης ενός «λάιτ» έστω ρεφορμιστικού διεκδικητισμού. Οσο για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, στην αυθεντική του έκφραση, ως κίνημα μαζών και όχι κορυφών, ακόμα δεν έχει δείξει ότι αφυπνίζεται, ότι «ξεκουνιέται», ότι έχει διάθεση να αντισταθεί.
Γιατί, λοιπόν, να μην αποθρασύνεται ο Καραμανλής; Πώς μπορεί να «μαζευτεί»; Μόνο αν αλλάξει ο τελευταίος από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο.