Ηρθε η ώρα ν’ αποδείξει, για πρώτη φορά, το «χαρακτήρα» του το τρομοδικείο που δικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς –χωρίς ακόμη να μπούμε στο «κυρίως πιάτο» της δίκης– παρουσιάστηκαν τα «ορντέβρ». Αιτήματα και ενστάσεις που τίθενται σε όλες τις πολιτικές δίκες που αφορούν υποθέσεις οργανώσεων ένοπλης επαναστατικής βίας και τα οποία δεν αφορούν μόνο τη συγκεκριμένη δίκη, αλλά το γενικότερο πλαίσιο δικαστικής καταστολής, που έχει διαμορφωθεί ιδιαίτερα μετά την εξαπόλυση του αμερικανοκίνητου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Με τις απαντήσεις που θα δώσει και το παρόν τρομοδικείο θ’ αποδείξει αν είναι διατεθειμένο να βγει, έστω και λίγο, έξω από το διαμορφωμένο εφιαλτικό πλαίσιο της αποθέωσης της κρατικής καταστολής και να επιστρέψει σε κάποιες αρχές του (αστικού σε κάθε περίπτωση) δικαίου. Ας δούμε, όμως, το ρεπορτάζ.
Ο συνήγορος των Μ. Νικολόπουλου και Π. Αργυρού, Φρ. Ραγκούσης, πήρε πρώτος το λόγο και υπέβαλε δύο αιτήματα και τρεις ενστάσεις, που θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε όσο γίνεται πιο απλά, χωρίς να καταφεύγουμε σε εξειδικευμένη νομική ανάλυση, για να αναδειχτεί η πολιτική διάσταση των ζητημάτων, που κρύβεται πίσω από τις νομικές αναφορές.
Το πρώτο αίτημα αφορά την κράτηση των στοιχείων ταυτότητας (και των δελτίων ταυτότητας) όλων όσων προσέρχονται στη δίκη, που πλήττει ευθέως την αρχή της δημοσιότητας της δίκης. Γιατί να γίνονται αυτές οι δίκες στις φυλακές; Και γιατί να δημιουργούνται λίστες με τα στοιχεία ταυτότητας όσων προσέρχονται να τις παρακολουθήσουν; Οσοι ανήκουν στον ίδιο ιδεολογικό χώρο με τους κατηγορούμενους ή σε συγγενείς χώρους αποθαρρύνονται από το να προσέλθουν στη δίκη, γιατί ξέρουν ότι η Ασφάλεια ή η ΚΥΠ θα χρησιμοποιήσουν αυτές τις λίστες ως δεξαμενή για την άντληση υπόπτων και την κατασκευή μελλοντικών κατηγορούμενων, τόνισε ο Φρ. Ραγκούσης. Η άδεια δικαστική αίθουσα, με τους λίγους συγγενείς των κατηγορούμενων, απετέλεσε την πρακτική επιβεβαίωση των όσων με νομική επιχειρηματολογία επεσήμανε ο συνήγορος.
Το δεύτερο αίτημα αφορά τη μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση των πρακτικών, δυνατότητα που προβλέπεται από το νόμο. Το σύστημα υπάρχει, χρησιμοποιείται ήδη στα Πολυμελή, σε δίκες ήσσονος σημασίας από τις μεγάλες πολιτικές δίκες, σύμβαση με ανάδοχο υπάρχει, το κόστος είναι από ασήμαντο έως μηδαμινό, γιατί λοιπόν να μην εφαρμοστεί και στην παρούσα δίκη, στην οποία η ακρίβεια των πρακτικών έχει ιδιαίτερη σημασία;
Η πρώτη ένσταση αφορά την κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Πρόκειται για το γνωστό νόμο (με τις τροποποιήσεις του), που ψηφίστηκε εσπευσμένα λίγο πριν αρχίσει η πρώτη δίκη για τη 17Ν, προκειμένου να ελέγχονται όσο γίνεται περισσότερο οι συνθέσεις των τρομοδικείων, μέσω της προεπιλογής ορισμένου αριθμού δικαστών και εισαγγελέων, μεταξύ των οποίων (και όχι του συνόλου των δικαστών και εισαγγελέων του Εφετείου) γίνεται η κλήρωση. Μιλώντας νομικά, ο νόμος αυτός στερεί τους κατηγορούμενους απ’ αυτό που ονομάζεται «φυσικός δικαστής». Μιλώντας πολιτικά, έχουμε ειδικά δικαστήρια ακόμη και στο επίπεδο του καθορισμού της σύνθεσής τους.
Η δεύτερη ένσταση είναι ένσταση απόλυτης ακυρότητας, λόγω αοριστίας του κατηγορητήριου. Σύμφωνα με τις αρχές της «δίκαιας δίκης», όπως προβλέπονται στην ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει ακριβώς για τι κατηγορείται, ώστε να μπορεί να ετοιμάσει την υπεράσπισή του. Για να είναι πλήρες και σαφές το κατηγορητήριο θα πρέπει να αναφέρει ποια αδικήματα απ’ αυτά που αναφέρει το περιβόητο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα (πρόκειται για την τελευταία βερσιόν της τρομο-νομοθεσίας, που έχει θεσπίσει πλέον την έννοια της «τρομοκρατίας», αν αντιθέσει προς προηγούμενες βερσιόν που μιλούσαν για «οργανωμένο έγκλημα») διέπραξαν ή επεδίωκαν να διαπράξουν οι κατηγορούμενοι. Το 187Α μιλάει αόριστα για κίνδυνο του πολιτεύματος και των διεθνών σχέσεων της χώρας, χωρίς να εξειδικεύει το αντικειμενικό και το υποκειμενικό κριτήριο, με αποτέλεσμα και τα βουλεύματα να είναι εξίσου αόριστα.
Η τρίτη ένσταση αφορά την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων), διότι τα αδικήματα είναι πολιτικά και σύμφωνα με το Σύνταγμα έπρεπε να δικαστούν από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ). Ο συνήγορος αναφέρθηκε στη στενή αντικειμενική θεωρία, η οποία κυριαρχεί στις αποφάσεις των δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία πολιτικό έγκλημα είναι μόνο η εσχάτη προδοσία και οι προπαρασκευαστικές της πράξεις. Ο Φρ. Ραγκούσης σημείωσε επίσης την αντίφαση που υπάρχει πλέον ανάμεσα στον ίδιο το νόμο και τη νομολογία των δικαστηρίων. Η έννοια της «τρομοκρατίας», έτσι όπως περιγράφεται από το 187Α του Ποινικού Κώδικα (πλήγμα στο πολίτευμα και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας) αποτελεί τον ορισμό του πολιτικού αδικήματος. Τα δικαστήρια, όμως, εξακολουθούν ν’ αποφασίζουν πως τα αδικήματα οργανώσεων όπως η ΣΠΦ δεν είναι πολιτικά, μολονότι τα μέλη της οργάνωσης κατηγορούνται ότι έπληξαν το πολίτευμα, τους θεσμούς, τις διεθνείς σχέσεις.
Οι (διορισμένοι) συνήγοροι των υπόλοιπων μελών της ΣΠΦ συντάχθηκαν με τα αιτήματα και τις ενστάσεις που υπέβαλε ο συνάδελφός τους. Επιχειρηματολόγησαν δύο απ’ αυτούς. Ο Χρήστος Μαρούδας, εκπροσωπώντας και τη συνάδελφό του Αφροδίτη Νατιώτη, δήλωσε ότι καλύφθηκε από τον Φρ. Ραγκούση και πως θα δώσει γραπτώς τις προτάσεις του. Σημείωσε ότι πρόκειται για μια ιστορική πολιτική δίκη, όπως τη χαρακτήρισαν τα περήφανα μέλη της ΣΠΦ, τα οποία έχουν την αξίωση να καταγραφεί με ακρίβεια ό,τι πουν και ό,τι ειπωθεί σε βάρος τους ή υπέρ τους. Σε ό,τι αφορά την κράτηση των ταυτοτήτων στην είσοδο, μίλησε για κατάφορη παραβίαση των προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Πού θα χρησιμοποιηθούν αυτές οι λίστες; αναρωτήθηκε, για να τονίσει στη συνέχεια ότι αυτή η πρακτική παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ο συνήγορος επιχειρηματολόγησε, επίσης, υπέρ των τριών ενστάσεων, ενώ κατέθεσε και δύο αυτοτελείς ισχυρισμούς. Συγκρατήσαμε μόνο τον ένα, που αφορά το αδίκημα της έκρηξης, που κατά την υπεράσπιση πρέπει να χαρακτηριστεί όχι ως εκρήξεις κατά συρροή, αλλά ως έκρηξη κατ’ εξακολούθηση.
Η Ιωάννα Στεντούμη έκανε μια ενδιαφέρουσε τοποθέτηση στο ζήτημα του πολιτικού αδικήματος. Αναφέρθηκε στην απόφαση για τη μη έκδοση του Ραλφ Πόλε, στη δίωξη των δικαστών που την εξέδωσαν και στην αναίρεσή της από τον Αρειο Πάγο στη συνέχεια. Αφού πέρασε από την παρουσίαση συντηρητικών απόψεων του Γ.Α. Μαγκάκη, κατέληξε στη σημερινή συγκυρία, με αναφορές στα Μνημόνια και τη βάρβαρη πολιτική, στις νεοναζιστικές απόψεις και σ’ όλο το υπόλοιπο σκηνικό, για να θέσει το ερώτημα: έχουμε αστική δημοκρατία ή καθεστώς αυθαιρεσίας; Και πώς μπορεί ο αναρχικός επαναστάτης να παρέμβει σ’ αυτή τη συγκυρία; Αφού επεσήμανε και αυτή την αντίφαση ανάμεσα στον ορισμό της «τρομοκρατίας», που είναι απολύτως πολιτικός, και στη νομολογία των δικαστηρίων, που κρίνουν τα δικαζόμενα αδικήματα ως μη πολιτικά, η συνήγορος έκανε και μια άλλη σημαντική επισήμανση. Αναφέρθηκε στα τρία βουλεύματα αυτής της δίκης, τα οποία αποδίδουν συνεχώς κατηγορίες με την επίκληση της εκ μέρους των κατηγορούμενων ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη συμμετοχή τους στη ΣΠΦ. Πώς γίνεται, λοιπόν, τα αδικήματα να μην χαρακτηριστούν πολιτικά; Αποκλείοντας τους ενόρκους αποκλείουμε το λαϊκό παράγοντα. Γιατί φοβόμαστε ν’ ακούσουμε τις απόψεις της κοινωνίας; κατέληξε η Ι. Στεντούμη.
Ιδιαίτερα σκληρή ήταν στην τοποθέτησή της η Αννυ Παπαρρούσου, η οποία χαρακτήρισε εύλογα και τα δύο αιτήματα, δηλώνοντας ότι δεν τα υποβάλει, αλλά τα στηρίζει. Χαρακτήρισε τον δικαστικό μηχανισμό αυτοποιητικό, δηλαδή μηχανισμό που επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Χρειάζεται η αστυνομία λίστες με τα στοιχεία ταυτότητας όσων παρακολουθούν τις δίκες; Συναινούν τα δικαστήρια. Πρέπει ν’ αποτραπεί η δυνατότητα ν’ ανατρέχει κανείς στο τι ακριβώς έχει διαμειφθεί σ’ αυτές τις δίκες; Αρνούνται την τήρηση απομαγνητοφωνημένων πρακτικών τα δικαστήρια. Κι αυτό επαναλαμβάνεται συνέχεια. Ολες οι απόλυτες ακυρότητες που αναφέρθηκαν από τους συναδέλφους μου είναι αναμφισβήτητες, συνέχισε η συνήγορος. Το 187Α είναι μια κακομεταφρασμένη μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο απόψεων που διαμορφώθηκαν στο εξωτερικό, από άλλα κέντρα. Είναι πολύ πιο ασαφές από το παλιότερα 187Α κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται στην ουσία για ένα νόμο αντίστοιχο του 509, που φτιάχτηκε για να υπηρετήσει τη δίωξη του εσωτερικού εχθρού. Αφού αναφέρθηκε εν εκτάσει στην ιστορία των τρομονόμων, μέχρι να φτάσουμε στο σημερινό 187Α, η Αν. Παπαρρούσου χαρακτήρισε την εν λόγω διάταξη και αντισυνταγματική και ανακοίνωσε ότι υποβάλει και ένσταση αντισυνταγματικότητας, την οποία θα διατυπώσει και γραπτώς. Τέλος, σε σχέση με τον εντολέα της Αλ. Μητρούσια, η συνήγορος υπέβαλε και ένσταση εκκρεμοδικίας και δεδικασμένου, διότι έχει καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για συμμετοχή στη ΣΠΦ και ξαναδικάζεται στην παρούσα δίκη για το ίδιο αδίκημα! Ο Μητρούσιας αρνείται, βέβαια, την κατηγορία, πέραν τούτου όμως είναι πραγματικά πρόκληση να τον δικάζουν δεύτερη φορά για το ίδιο πράγμα. Σε σχέση μ’ αυτή την τελευταία ένσταση η Αν. Παπαρρούσου αναφέρθηκε εν εκτάσει στην υπάρχουσα νομολογία.
Ο Σπ. Φυτράκης έκλεισε τη συνεδρίαση με μια οξεία (επί της ουσίας) τοποθέτηση για το πολιτικό αδίκημα. Ο δικαστικός μηχανισμός, είπε, έχει επιλέξει και εφαρμόζει το κατασταλτικό μοντέλο και όχι το φιλελεύθερο μοντέλο που εφαρμοζόταν σε κάποιο βαθμό παλιότερα. Αναφέρθηκε σε μεγάλες πολιτικές δίκες που έγιναν σε Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και κατέληξαν σε αθωωτικές αποφάσεις. Ο πελάτης μου, ο Χατζημιχελάκης, είπε ο συνήγορος, έγραψε κάτι στο Ιντερνετ ενόσω ήταν φυλακισμένος. Και επειδή έγραψε, ήρθε ο μηχανισμός και του έβαλε ηθική αυτουργία σε πράξεις που έγιναν όσο ήταν στη φυλακή και του ‘δωσε και μπόνους, αναβαθμίζοντάς τον σε διευθυντή. Αυτό είναι το μοντέρνο κατασταλτικό μοντέλο, που εφαρμόζεται μόνο σε οργανώσεις πολιτικής βίας. Σύμφωνα μ’ αυτό το μοντέλο, πολιτικό αδίκημα διαπράττει μόνο ο στρατιωτικός που παίρνει τα τανκς του κράτους και επιβάλλει δικτατορία για να κάνει πιο σκληρό το αστικό σύστημα. Οχι ο νεαρός φοιτητής του Πολυτεχνείου, που «παίρνει τα βουνά» για ν’ ανατρέψει το σύστημα υπέρ της ελευθερίας. Ο Σπ. Φυτράκης έκλεισε διαβάζοντας ένα αγαπημένο του απόσπασμα από βιβλίο του Κ. Τσουκαλά, της δεκαετίας του ’20, με τίτλο «Μεικτά Ορκωτά Δικαστήριο», το οποίο ταυτόχρονα σχολίαζε φράση προς φράση. Ο Τσουκαλάς απένειμε εύσημα στον πολιτικό αδικηματία, ο οποίος προπορεύεται της εποχής του και βιάζεται να πετύχει τους ευγενείς σκοπούς του. Μια χαρά σας τα λέει ο Τσουκαλάς, κατέληξε ο συνήγορος. Και σήμερα είναι μια επίκαιρη περίοδος (ο Τσουκαλάς στηλίτευε το δίκαιο των καθεστώτων της απόλυτης μοναρχίας) γι’ αυτούς τους κατηγορούμενους που αγωνίζονται για την απελευθέρωση της κοινωνίας. Αν δεν δεχτούμε γι’ αυτούς το πολιτικό αδίκημα, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει δεκτό για κανέναν άλλο.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τετάρτη 28 Νοέμβρη, με αγορεύσεις των υπόλοιπων συνηγόρων. Στο τέλος της διαδικασίας οι Γ. Καραγιαννίδης και Κ. Σακκάς ζήτησαν να μη γίνονται συνεδριάσεις Τετάρτη, γιατί χάνουν το επισκεπτήριο (είναι 8 με 12 το πρωί). Η πρόεδρος πήγε να το ξεπεράσει, παρά τις διαμαρτυρίες των πολιτικών κρατούμενων, ενώ ο εισαγγελέας είπε πως το επισκεπτήριο είναι ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα και θεωρεί πως το δικαστήριο θα το πάρει υπόψη του στην επόμενη συνεδρίαση. Διαμαρτυρόμενος έντονα ο Γ. Καραγιαννίδης είπε στην πρόεδρο πως δεν είναι δυνατόν να μιλάει μόνο για τη διεκπεραίωση της δίκης εντός του 18μηνου, γιατί έτσι παραβιάζεται αυτό που οι δικηγόροι ονομάζουν τεκμήριο αθωότητας, το οποίο έχει τσαλαπατηθεί τελείως. Ενα από τα δύο παριστάμενα μέλη της ΣΠΦ (δεν είδαμε ποιος, γιατί είχαν σηκωθεί οι φρουροί και έκρυβαν τους κατηγορούμενους) ζήτησε ειδικά η επόμενη συνεδρίαση, που ορίστηκε για την Τετάρτη, να ξεκινήσει στις 11, για να μη χάσουν το επισκεπτήριο, αλλά η πρόεδρος υπήρξε ανένδοτη και σ’ αυτή την απολύτως λογική πρόταση.