Η συνεδρίαση κύλησε με την αγόρευση της Μαρίνας Δαλιάνη, συνηγόρου υπεράσπισης του Χρήστου Τσιγαρίδα. Μικρή το δέμας, μικρή στην ηλικία, πλην όμως χειμαρρώδης, κατηρτισμένη νομικά, συγκροτημένη πολιτικοκοινωνικά, η Μ. Δαλιάνη κατέθεσε έναν υπερασπιστικό λόγο αντάξιο του ανθρώπου τον οποίο υπερασπίζεται. Η μακροσκελής εισήγησή της δεν μπορεί, βέβαια, να δημοσιευτεί ολόκληρη. Περιοριζόμαστε έτσι σε αποσπάσματα, τα οποία έχουμε τη δυνατότητα να παραθέσουμε αυτούσια, γιατί η Μ. Δαλιάνη είχε την καλοσύνη να μας δώσει τις σημειώσεις της.
«Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο που καλούμαι να υπερασπισθώ τον Χ. Τσιγαρίδα . Τα ειδικά χαρακτηριστικά αυτής της δίκης και η αναπόφευκτη εμπλοκή της με την προηγούμενη, αλλά και μόνο το πραγματικό γεγονός ότι ο κατηγορούμενος – και οι άλλοι 4 – δικάζεται κατ’ ουσίαν επί ενάμισι χρόνο, σχεδόν αδιαλλείπτως, καθιστούν το έργο της υπεράσπισης ιδιαίτερα βαρύ και δυσχερές. Μετά από μια τόσο μακρά διαδικασία είναι αδύνατη η προσέγγιση ή αντίκρουση του κατηγορητηρίου χωρίς μια προηγούμενη προσπάθεια προσέγγισης των διαφορετικών παραμέτρων που προσδιορίζουν αυτή τη δίκη και την καθιστούν μια ειδική δίκη, με σκοπό να βρεθεί – αν βρεθεί – ένας κοινός τόπος συζήτησης μεταξύ κρινόντων και κρινομένων, ούτως ώστε να συμβάλλουμε από την πλευρά μας στην προσπάθεια ουσιαστικής προσέγγισης της κατηγορίας και αναζήτησης της αλήθειας.
Η δίκη αυτή είναι η τρίτη, ονομαζόμενη δίκη τρομοκρατίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και η επονομαζόμενη από τις αρχές ως δεύτερη δίκη ΕΛΑ. Τα σημεία αναφοράς που βοηθούν στο προσδιορισμό του στίγματος της δίκης είναι η θεσμική και πολιτική συγκυρία στην οποία διεξάγεται και η φύση των κρινομένων πράξεων: από την επισκόπηση αυτών των σημείων αναδεικνύεται το βαθύ πολιτικό υπόβαθρο αλλά και οι στοχεύσεις της δίκης και εξηγείται η πολυπλοκότητά της.
Παράλληλα η δίκη αυτή, είναι μια ποινική δίκη. Το δικαστήριο καλείται να δικάσει 6 ανθρώπους στους οποίους αποδίδεται ένα βαρύτατο κατηγορητήριο. Το κατηγορητήριο αυτό δεν είναι αυτόνομο. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κατ’ αρχήν ενιαίας δικογραφίας που σχηματίστηκε για την υπόθεση ΕΛΑ, το οποίο όψιμα αποσπάστηκε από την πρώτη δίκη για να θεμελιώσει μια καινούρια. Αυτό σημαίνει καταρχήν ότι οι 4 από τους 6 κατηγορουμένους κουβαλούν μια πρωτόδικη καταδίκη για μια όλως συναφή υπόθεση. Η προφανής συνάφεια μεταξύ των δύο υποθέσεων και η εν τοις πράγμασι διαπλοκή των δύο δικών αφενός καθιστά αναπόφευκτη την αναφορά στην προηγούμενη δίκη, που αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας, αφού η απόφαση αναγνώστηκε ενώπιον του δικαστηρίου σας, αφετέρου δε κλονίζει ή υπονομεύει την πεποίθηση του κατηγορουμένου ότι τεκμαίρεται αθώος.
Η εξαρχής υπονομευμένη θέση του κατηγορουμένου και η ασαφής θεμελίωση αυτής της δίκης, από την άποψη των νομικών λύσεων ή κατασκευών και του χρόνου που αυτές επελέγησαν προκειμένου να στηρίξουν αυτή τη νέα δίωξη, αναδεικνύουν από μια άλλη πλευρά την πολιτική φύση και στόχευση της διαδικασίας – από την προδικασία μέχρι σήμερα – και εξηγούν την πολεμική μεταξύ των παραγόντων που αναπτύχθηκε στην αίθουσα.
Η έννοια – οδηγός για να προσδιορίσουμε το πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον της δίκης είναι η τρομοκρατία και η πολιτική προτεραιότητα της καταστολής της στην μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχή. Μετά την ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων του ψυχρού πολέμου ή μετά το τέλος του σύντομου 20ου αιώνα (Χομπσμπάουμ), η τρομοκρατία ανάγεται από την πλανητική πλέον μονοκρατορία των ΗΠΑ σε νέα μορφή εχθρού με τα πιο ειδεχθή χαρακτηριστικά. Η 11Η Σεπτεμβρίου 2001, με ό,τι σηματοδοτεί, είναι το έναυσμα για την έναρξη του παγκοσμίου διακηρυγμένου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, με τον επικίνδυνα γενικό τίτλο «πόλεμος του καλού εναντίον του κακού».
Σε θεσμικό επίπεδο η πολιτική αυτή επιλογή εκφράζεται με την υιοθέτηση μιας σειράς αντιτρομοκρατικών νομοθετημάτων, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο με δύο βασικές στοχεύσεις.
1. Κοινός τόπος είναι η δημιουργία ενός ιδιαίτερου ποινικού δικτύου με πολεμικό χαρακτήρα, ενός θεσμικού πλαισίου έκτακτης ανάγκης, που προχωρά στην υιοθέτηση δικαιικών ρυθμίσεων, ουσιαστικών και δικονομικών, που απονομιμοποιούν τους εγγυητικούς μηχανισμούς του ποινικού δικαίου και επαναφέρουν τη σχέση έντασης ανάμεσα στην διαφύλαξη της ασφάλειας και την προστασία της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο καθηγητής Κ. Μπέης έγραφε: «Υστερα από μια πρωτόγνωρη άνθιση του δικαιικού πολιτισμού μας, 50 χρόνων στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, μόλις 30 χρόνων στην καθ΄ ημάς Βαλκανική, βιώνουμε ήδη ραγδαία κατρακύλα… Οτι ακόμα είμαστε στην αρχή αυτής της κατάρρευσης, ότι μας περιμένουν ακόμα χειρότεροι περιορισμοί και ανασφάλειες αναφορικά με τις ατομικές ελευθερίες και τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης. Το αστυνομικό κράτος επανέρχεται με βήμα ταχύ. Δεν είναι υπερβολική η μελαγχολική παραδοχή ότι η Ευρώπη γυρίζει πίσω στο Μεσαίωνα της ποινικής πρόληψης και καταστολής, επειδή ούτως έδοξε τω Βασιλεί της παγκόσμιας αυτοκρατορίας και κανένας ούτε εδώ, στον ταλαίπωρο τόπο μας, μήτε στον κορμό της ιστορικής Ευρώπης δε μπορεί να αναχαιτίσει αυτή τη ραγδαία οπισθοδρόμηση».
2. Η ιδεολογική καταστολή της τρομοκρατίας. Στο εννοιολογικό της πεδίο εντάσσεται κάθε βίαιη αμφισβήτηση της μοναδικότητας της συνταγματικά κατοχυρωμένης πολιτικής τάξης του σύγχρονου αστικού κράτους. Κάθε τέτοια δράση εξοβελίζεται αυτόματα από τον συνταγματικά κατοχυρωμένο χώρο – τουλάχιστον στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις – χώρο της πολιτικής παραβατικότητας και θεωρείται βαριά εγκληματικότητα. Η πολιτική αντιβία σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου θεωρείται φαινόμενο εκτρωματικό. Η πολιτική ανυπακοή που ξεπερνά τα δικαιολογημένα για το σύστημα όρια εξωθείται βίαια από τον χώρο της πολιτικής με την υιοθέτηση των πλέον στενών και στεγανών περι πολιτικού εγκλήματος θεωριών. Το πολιτικό έγκλημα εκφυλίζεται σε έννοια κενή περιεχομένου με την υιοθέτηση του εννοιολογικά τυπολατρικού και εκτός περιεχομένου διαφορισμού μεταξύ πολιτεύματος και δημόσιας τάξης.
Η τρομοκρατία εμφανίζεται ως μια έννοια καταφύγιο, η οποία ορίζει κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο κατά του αυτοκρατορικού συστήματος, ανατρεπτικό της συνοχής του, είναι συνώνυμη του εχθρού του συστήματος (περιλαμβάνονται από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, μορφή οριζόντιας κοινωνικής τρομοκρατίας, μέχρι τα δυτικά κινήματα πολιτικής κριτικής στη φιλελεύθερη διαχείριση και την παγκοσμιοποίηση των αγορών).
…Αυτό το ασφυκτικό πολιτικό και θεσμικό κλίμα αντιτρομοκρατίας αντακλάται έντονα στην ελληνική πραγματικότητα. Η Ελλάδα έπρεπε να δώσει δείγματα γραφής της συμμετοχής της στον γενικευμένο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Στόχος της συντεταγμένης πολιτείας είναι η πραγματική και συμβολική εξάρθρωση κάθε εσωτερικού εχθρού. Αυτή η γενική στοχοθεσία αποτυπώνεται καταρχήν στις διατάξεις του ν. 2928/2001, οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του έχουν επικριθεί από την επιστήμη.
[Στη συνέχεια η Μ. Δαλιάνη προχώρησε σε μια γενική νομική κριτική του τρομονόμου, καθώς και των ad hoc νομοθετημάτων για τη διεξαγωγή των τρομο-δικών, για να περάσει στη συνέχεια σε μια γενική επισκόπηση της εφαρμογής αυτών των νομοθετημάτων στις δίκες που έγιναν μέχρι τώρα. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με μια σειρά σημαντικά ζητήματα που απασχόλησαν τις δίκες για τον ΕΛΑ, που ήταν κατά σειρά τα εξής: α) Από πού αποδεικνύεται ότι ο ΕΛΑ σταμάτησε τη δράση του το 1995. β) Η μεθόδευση αυτής της δεύτερης δίκης, λίγο πριν τελειώσει η πρώτη].
Η υλοποίηση της πολιτικής στόχευσης της εξάρθρωσης του αντιπάλου, που είναι περισσότερο ένα σύμβολο παρά ένας πραγματικός εχθρός, δεν μπορεί να γίνει χωρίς κόστος για την νομιμότητα, τους εγγυητικούς θεσμούς του ποινικοδικαιικού μας συστήματος και τις αρχές του κράτους δικαίου. Η δικογραφία είχε εγγενή προβλήματα που διεφάνησαν τόσο στην προηγούμενη όσο και σε αυτήν τη δίκη. Αφορούσε μια οργάνωση τελειωμένη και δεν προσέφερε κανένα στοιχείο που να συνδέει οποιοδήποτε πρόσωπο με αξιόποινες πράξεις.
Στην πραγματικότητα η καταρχήν αδυναμία εξάρθρωσης μιας διαλυθείσας οργάνωσης οδήγησε στην επιλογή μιας διπλής, συμβολικής εξάρθρωσης:
– με την οιονεί ανασύσταση της οργάνωσης, ως εν υπνώσει οργάνωσης, όρος που απέχει από την πραξεοκεντρική κατεύθυνση του ποινικού μας δικαίου, για να υπαχθεί στην νεοπαγείσα αντιτρομοκρατική νομοθεσία,
– με την μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού σειράς πράξεων προκειμένου να παρακαμφθεί το ζήτημα της παραγραφής.
– με την τηλεγραφική περιγραφή της κατηγορίας στο παραπεμπτικό βούλευμα και την παράλειψη έστω και ενός πραγματικού περιστατικού που να αποδίδει στους κατηγορούμενους συμπεριφορά πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση αξιοποίνων πράξεων. Αντ’ αυτού εκτενείς πολιτικές αναλύσεις. Μοναδικό αποδεικτικό μέσο: μια μάρτυρας του στέμματος, που εν μέσω χιλιάδων ανασκευών και αντιφάσεων ομολογεί την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και από αριθμητικό λάθος εξαιρείται από τον κύκλο των κατηγορουμένων.
– με την ομοιόμορφη τυποποίηση των κατηγοριών συλλήβδην σε όλους τους κατηγορουμένους, και την άρνηση κάθε εξατομίκευσης, που κατά τον Μανωλεδάκη «μυρίζει ολοκληρωτισμό».
Η προηγούμενη δίκη ολοκληρώθηκε με την απόφαση περί παραγραφής του αδικήματος της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και την καταδίκη των 4 εκ των 5 κατηγορουμένων για μια σειρά αξιοποίνων πράξεων με την υιοθέτηση ενός σχήματος αντικειμενικής – συλλογικής ευθύνης, ενός τεκμηρίου συμμετοχής στις πράξεις με την μορφή της απλής συνέργειας, συναγομένου εκ του γεγονότος της συμμετοχής στην οργάνωση για το οποίο το δικάστηριο δεν απεφάνθη, αφού έκρινε ότι έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η απόφαση εγγράφεται στην κοινωνική συνείδηση ως μια μη κανονική απόφαση ως αποτέλεσμα μιας μη κανονικής διαδικασίας.
– Η ένδεια αποδεικτικών στοιχείων και η αδυναμία σύνδεσης των προσώπων με τις πράξεις οδηγεί το δικαστήριο στην υιοθέτηση λύσεων που βρίσκονται πολύ μακριά από το πραξεοκεντρικό σύστημα του ισχύοντος ποινικού δικαίου και την αρχή της εξατομικευμένης ευθύνης: παρατηρείται έτσι μια μετάβαση των ζητουμένων απο την πράξη στο φρόνημα και από τα πρόσωπα στις οργανώσεις – η τάση αυτή αντανακλάται στην καταδικαστική απόφαση. Η προηγούμενη καταδίκη επισφραγίστηκε με την δήλωση του δικάζοντος δικαστηρίου δια στόματος προέδρου «κάναμε μια δίκη με ελλιπή στοιχεία, δεν ικανοποιήσαμε εύλογα αιτήματα των κατηγορουμένων γιατί δεν είχαμε χρόνο λόγω ολυμπιακών αγώνων» και δια στόματος εισαγγελικής έδρας «δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέουν τους κατηγορουμένους με τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις».
Μοιραία επανέρχεται στην επικαιρότητα ο ορισμός του γερμανού νομικού Χανόφερ: «Στην πολιτική ποινική δίκη στόχος δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας αλλά η εξόντωση των αντιπάλων και η ενσωμάτωση των φίλων».
…Μπορεί κανείς να φτασει στο σημείο να πεί ότι όταν το σύστημα δικάζει τον πολιτικό του αντίπαλο, πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι ένα σύμβολο χωρίς πρόσωπο και δράση, το ποινικό σύστημα εύκολα απονομιμοποιείται, με την σύμφωνη γνώμη, την πρωτοβούλια ή την ανοχή της συντεταγμένης πολιτείας. Αυτό που τελικά απειλήθηκε, πέρα από τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους, ήταν η λογική και η αξιοπιστία του συστήματος.
Αν τα δομικά προβλήματα της δικογραφίας σε συνδυασμό με την επιμονή στην άνευ ετέρου εκκαθάριση της υπόθεσης στη δεδομένη συγκυρία οδήγησαν σε μια εκτροπή από τα ισχύοντα στο ποινικοδικαιικό μας σύστημα ήδη από την πρώτη δίκη, που μοιραία επεκτείνεται και στην παρούσα, η δεύτερη ήδη από τη θεμελίωσή της με το παραπεμπτικό βούλευμα δημιουργεί περαιτέρω προβληματισμούς και καταγράφει νέες εκτροπές. Η στόχευση της άνευ ετέρου συμβολικής εκκαθάρισης και της τελευταίας των εκκρεμών υποθέσεων συγκρούεται πλέον με την στοιχειώδη λογική και αξιοπιστία του συστήματος.
Σε ουσιαστικό επίπεδο καταγράφει μια νέα τάση σκλήρυνσης της νομολογίας: η οριακή νομική κατασκευή περί εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας που περιορισμένα χρησιμοποιήθηκε – και για πρώτη φορά από την θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθρου 270 από την περίοδο της Χούντας – στην προηγούμενη δίκη, προκειμένου να εμπλουτισθεί το κατηγορητήριο με πράξεις παραγεγραμμένες, κατά κοινή παραδοχή της επιστήμης και νομολογίας, γίνεται τώρα η βάση μιας νέας ποινικής διαδικασίας.
[Ακολούθως η Μ. Δαλιάνη έθεσε μια σειρά ακόμη σοβαρά νομικά ζητήματα, που τέθηκαν στην αρχή αυτής της δίκης:
α) Η αναρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου.
β) Η έλλειψη συνάφειας ανάμεσα στα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο Γ. Σερίφης και σ’ αυτά για τα οποία κατηγορούνται οι υπόλοιποι.
γ) Η από το παράθυρο επαναφορά του αδικήματος της «συμμετοχής» με την αναφορά του βουλεύματος «ως μέλη ετέλεσαν». Για να περάσει μετά σε μια καυστική κριτική του σκεπτικού της εισαγγελικής πρότασης].
Η εισαγγελική πρόταση κατ’ ουσίαν επανέλαβε την προηγούμενη απόφαση: οι άναρχες, υπό συνεχείς ανασκευές και ανεπίδεκτες δικανικής εκτίμησης διηγήσεις της Σοφίας Κυριακίδου κρίθηκαν επαρκείς, παρόλο που δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε κατ’ ελάχιστον. Χαρακτηριστό είναι ότι η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση Κυριακίδου – Τόγκα, όπου η μια ανασκεύασε την κατάθεση της άλλης, δεν έτυχε ούτε της ελάχιστης αναφοράς από τον εισαγγελέα. Επί της ουσίας δε και δεδομένου ότι και σε αυτήν την υπόθεση είναι προφανής, ενόψει του αποδεικτικού υλικού, η αδυναμία σύνδεσης των κατηγορουμένων με τις πράξεις με αμιγώς ποινικοδικαιικούς όρους, η άτυπη επαναφορά του ζητήματος της συμμετοχής στην οργάνωση στην παρούσα διαδικασία ενδυναμώνει τον κίνδυνο να επαναληφθεί το φαινόμενο της προηγούμενης δίκης, όπου προκειμένου να επιτευχθεί η καταδίκη των κατηγορουμένων επιστρατεύτηκε η κατακριθείσα από την επιστήμη οριακή κατασκευή της ψυχικής συνδρομής με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης και την υιοθέτηση ενός ιδιότυπου τεκμηρίου ενοχής, με την καταφυγή στον φαύλο κύκλο «από τη συμμετοχή στην οργάνωση συνάγεται συμμετοχή στις επιμέρους πράξεις και αντίστροφα».
Είναι αδύνατον να εξηγήσει κανείς είτε με όρους αμιγώς ποινικοδικαιικούς είτε με όρους πολιτικούς γιατί έγινε αυτή η παραπομπή… Και αυτό γιατί η δομή της ακροαματικής διαδικασίας οδηγεί μοιραία στη σκέψη ότι ενδελεχώς και εξονυχιστικά εξετάστηκε ένα ζήτημα που δεν μπορούσε εξαρχής να αποτελέσει με ποινικοδικαιικούς όρους αντικείμενο αυτής της δίκης. Η επιχείριση διόρθωσης ή εξισορρόπησης των ελλειμάτων της προηγούμενης δίκης με την επανεξέταση κριθέντων ζητημάτων δημιουργεί ερωτήματα σε σχέση με την νομιμοποίηση της δίκης στα πλαίσια του ισχύοντος ποινικοδικαιικού συστήματος. Είναι προφανής η ανασφάλεια δικαίου στην οποία οδηγούμαστε, αν εμείς ή οι κατηγορούμενοι αποδεχθούμε τέτοιες παρεκλίσσεις στην θεμελιώδη αρχή neb is in idem, με την ελπίδα ότι με το να δικάζεται ο ίδιος κατηγορούμενος επανειλημμένως για τις ίδιες πράξεις κάποια στιγμή θα επιτευχθεί, εκτός από τη φυσική του εξόντωση και την απονομιμοποίηση του κράτους δικαίου, και η διάγνωση της ουσιαστικής αλήθειας και η αποκατάσταση της τυχόν γενομένης αδικίας εις βάρος του.
Σε αυτό το πλαίσιο, η θέση του κατηγορουμένου γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Το κλίμα γίνεται πλέον ασφυκτικό. Αν στην προηγούμενη δίκη είχε να αντιμετωπίσει μια κατηγορία κινούμενη άμμο, εδώ τα πράγματα γίνονται τελείως ασαφή. Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να προσδιορίσει τι να αντικρούσει. Αυτό για το οποίο κατηγορείται ή αυτό για το οποίο δεν κατηγορείται, εισέρχεται όμως στη διαδικασία και τείνει να αποτελέσει το κύριο αντικείμενό της: ο κατηγορούμενος καλείται – κατ’ ανατροπή του βάρους απόδειξης – όχι μόνο να αποδείξει ότι δεν έκανε αξιόποινες πράξεις, αλλά ότι επί 20 χρόνια δεν έκανε απολύτως τίποτα, δεν είπε και δεν σκέφτηκε τίποτα, δεν πήγε πουθενά. Ολα τα επιχειρήματα αναστρέφονται και γίνονται επιβαρυντικά. Το ότι εργάζεται είναι κάλυψη για τις ανάγκες της οργάνωσης, το ότι δεν εργάζεται αναδεικνύει την τρομοκρατική του φύση κλπ. Καλείται να αποδείξει γιατί κατείχε 4 κατσαβίδια ή γιατί δεν είχε ομαλή οικογενειακή ζωή.
Το ίδιο βαρύ είναι και το έργο της υπεράσπισης. Το δίλημμα του συνηγόρου έγγειται πλέον στο αν πρέπει να περιορισθεί στην κατηγορία ή να επεκταθεί στα εξετασθέντα ζητήματα υιοθετώντας μια ενεργητική στάση σε μια διαδικασία που από τα δομικά χαρακτηριστικά της δύσκολα δημιουργεί την εντύπωση ότι μπορεί να είναι – με ποινικοδικαιικούς όρους – δίκαιη, εύλογα δε θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι διεξάγεται πέρα από κάθε έννοια δικαίου.
Βαρύ είναι και το έργο του δικαστηρίου. Καλείται να επανακαθορίσει όρια και ισορροπίες που εκφεύγουν του ποινικοδικαιικού χώρου, να επιβεβαιώσει ακόμη και την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ανεξαρτησία του. Ακόμη και σε αυτό το ασφυκτικό κλίμα, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να μην διεκπεραιώσει απλώς αυτήν την υποθεση και να επιβεβαιώσει – και όπως επεσήμανε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του – να αχθεί σε μια δίκαιη κρίση, παρακάμπτοντας κάθε προσπάθεια ευτελισμού της δικαιοσύνης και απαξίωσής της.
[Στο επόμενο κεφάλαιο της αγόρευσής της η Μ. Δαλιάνη ασχολήθηκε εξονυχιστικά με τη νομική έννοια της εγκατάστασης κοινής ωφέλειας, πιάνοντας το θέμα από διάφορες πλευρές και αποδεικνύοντας εντέλει ότι αυτή η δίκη δεν έπρεπε να γίνει, διότι τα αδικήματα είναι παραγεγραμμένα. Δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τον τρόπο με τον οποίο στήθηκε αυτή η δίκη «ίδιον απολυταρχικών πολιτευμάτων»].
Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο γίνεται μια ερμηνεία πρωτοφανής του ήδη επικριθέντος για την αυστηρότητά του χουντικού νομοθετικού διατάγματος, αλλά πάνω σε αυτήν στήνεται – με ιδιαίτερη επιμονή και κόντρα ακόμη και στην άποψη της ανακριτικής αρχής και του εισαγγελέα που χειρίστηκε την υπόθεση – μια ολόκληρη δίκη. Η βίαιη αναβίωση πράξεων προδήλως παραγεγραμμένων, που ως άμεσο αποτέλεσμα έχει τη δημιουργία μιας δίκης και ως έμμεσο την αναγωγή της δημόσιας τάξης, αυτοτελώς, σε πρωταρχικής σημασίας έννομο αγαθό, ίδιον απολυταρχικών πολιτευμάτων, δημιουργεί ερωτήματα και προβληματισμούς για την τρέχουσα πολιτική συγκυρία και την ποιότητα της σύγχρονης δημοκρατίας.
[Δεν περιορίστηκε, όμως, μόνο στη γενική νομική και πολιτική κριτική της μεθόδευσης, αλλά πήρε μία προς μία τις 10 ενέργειες του ΕΛΑ και απέδειξε, με βάση τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα είναι παραγεγραμμένα, ακόμα και με βάση τον ορισμό που δέχτηκε το δικαστήριο, για να προχωρήσει αμέσως μετά στην ανάλυση της έννοιας της απλής συνέργειας, γενικά, και της ψυχικής συνδρομής ειδικότερα, βάσει της οποίας οι εισαγγελείς ζήτησαν την καταδίκη των κατηγορούμενων. Το συμπέρασμά της ήταν πως, ακόμη και αν κριθεί ότι οι δικαζόμενες πράξεις δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, δεν έχει προκύψει τίποτα για συμμετοχή των κατηγορούμενων σ’ αυτές. Ειδικά για τον Χρ. Τσιγαρίδα επεσήμανε την παραδοχή των εισαγγελέων ότι δεν υπάρχουν και παρά ταύτα την πρόταση μεταβολής της κατηγορίας προς την πιο ακραία μορφή συμμετοχής, την ψυχική συνδρομή, χαρακτηρίζοντας αυτή την πρόταση «ένα νομικό τερατούργημα»].
Δεδομένου ότι η ακροαματική διαδικασία δεν εισέφερε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο για τον Χρ. Τσιγαρίδα, η σύνδεσή του με τις πράξεις επιχειρείται μέσω του γεγονότος και μόνο ότι συμμετείχε στην οργάνωση. Ετσι δημιουργήθηκε ένα τεκμήριο ενοχής, μια μορφή αντικειμενικής συλλογικής ευθύνης, ένας οιονεί αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχής στην οργάνωση και στις πράξεις που άλλοι τελούσαν και που αποδόθηκε ως ψυχική συνδρομή. Ποιά συμπεριφορά αποδίδεται στον Τσιγαρίδα ως απλή συνέργεια: ο τακτικός εισαγγελέας τίποτα, ο αναπληρωτής του απέδωσε, με βάση την προσωπική του συγκρότηση τον ρόλο του «δογματικού καθοδηγητή», που λογικά θα ενίσχυε την απόφαση άλλων μελών να τελέσουν τις υπο κρίση πράξεις…
Κανένας μάρτυρας δεν απέδωσε στον Χρ. Τσιγαρίδα οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής στις επίδικες αξιόποινες πράξεις. Η θέση του Τσιγαρίδα απέναντι σε αυτό το ασαφές καταρχήν κατηγορητήριο προσδιορίζεται από μια και μόνη δομική κατάφαση: ήταν μέλος του ΕΛΑ για ένα χρονικό διάστημα, ανέλαβε την ευθύνη για αυτήν την πολιτική επιλογή και προσδιόρισε το περιεχόμενο της συμμετοχής του. Περαιτέρω αρνείται την κατηγορία.
[Η συνήγορος απέδειξε στη συνέχεια ότι από την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί περαιτέρω ποινική ευθύνη, εκτός απ’ αυτή του αδικήματος της «συμμετοχής»].
Τί σημαίνει «πολιτική ευθύνη συμμετοχής»; Για να γίνει κατανοητή η θέση περί πολιτικής ευθύνης πρέπει να γίνει αναφορά στην φύση της οργάνωσης. Οργάνωση πολιτική με πολύπλευρη δραστηριότητα. Ο Τσιγαρίδας δεν ομολογεί. Ομολογία είναι η αβίαστη παραδοχή των περιστατικών που συνιστούν την πραγματική βάση της κατηγορίας. (βλ. Ανδρουλάκης, Καρράς). Περιγράφει την πολιτική του διαδρομή, που δεν είναι μια πολιτική διαδρομή εκτρωματική. Η θέση «υπήρξα μέλος της οργάνωσης και γι’ αυτό το γεγονός έχω πολιτική ευθύνη» είναι η θέση ενός συνειδητού πολίτη που εξηγεί την πολιτική επιλογή της ζωής του. Με την έννοια αυτή είναι ανιστόρητη η άποψη ότι είναι μια πολιτική ευθύνη χωρίς ποινική διάσταση, είναι κενή περιεχομένου.
Η θέση του κατηγορουμένου είναι πολιτική, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από το πλαίσιο της φύσης της οργάνωσης, των στόχων και των μέσων που χρησιμοποίησε για την επίτευξη αυτών, κυρίως όμως στο πλαίσιο της ευρύτητας των δραστηριοτήτων – πέρα από τα πλαίσια της επαναστατική βίας – που ανέπτυσε η οργάνωση. Είναι λοιπόν απαραίτητη η αναφορά καταρχήν στην οργάνωση ΕΛΑ, στη φύση, τις επιδιώξεις και τα μέσα δράσης της, όχι μόνο για την ανάδειξη της πολιτικής φύσης της δίκης αλλά κυρίως για να καταδειχθεί αν οι ρόλοι που αποδίδονται στον κατηγορούμενο υπήρξαν στην οργάνωση. Πολύ περισσότερο η αναφορά αυτή καθίσταται αναγκαία ενόψει της προσωπικής θέσης του Χρ. Τσιγαρίδα, όπως εκφράστηκε από την προδικασία μέχρι σήμερα.
[Στο σημείο αυτό η Μ. Δαλιάνη επανήλθε στο ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος, που είχε τεθεί ήδη από την έναρξη της διαδικασίας. Εδώ η αγόρευσή της χρωματίστηκε έντονα πολιτικά].
Η πολιτική βία σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου δεν είναι φαινόμενο εκτρωματικό. Εχει διατυπωθεί η άποψη ότι σε μια δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό έγκλημα. Η άποψη αυτή, καταρχήν αφοριστική και αυτάρεσκη, υποδηλώνει ότι η δημοκρατία και μάλιστα η αστική δημοκρατία δυτικού τύπου είναι το τέλος της ιστορίας και της πολιτικής και ότι κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού της με μη ειρηνικά μέσα είναι αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου. Ούτε η δημοκρατία, ούτε κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί πάγιο, οριστικό και τελειωμένο. Η άποψη ότι η αστική δημοκρατία ενέχει την απόλυτη διαχρονικότητα και ότι εκεί σταματάει η πολιτική είναι μια αλαζονική θεώρηση της Ιστορίας.
Ο ίδιος ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνωρίζει την δυνατότητα ύπαρξης του πολιτικού αντιπάλου και του επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση, είτε γιατί το σύστημα είναι τόσο ώριμο ώστε να αποδέχεται την αυτοαναίρεση του, είτε γιατί αντιλαμβάνεται την δυνατότητα αυτοαναίρεσής του και θέλει να έχει το δικαιικό πλαίσιο που θα του επιτρέψει σε περίπτωση κορύφωσης της κοινωνικής σύγκρουσης να αυτοπροστατευθεί ενσωματώνοντας τον αντίπαλο, αμνηστεύοντάς τον. Από εκεί και πέρα το ερώτημα είναι αν υπάρχουν στην αστική δημοκρατία οι ιδεολογικοπολιτικοί όροι που δικαιολογούν το αίτημα ανατροπής της.
Είναι θέμα στατιστικής και όχι πολιτικής άποψης ότι τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και ελευθερία δεν ικανοποιούνται στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Ενυπάρχουν και σε αυτό το σύστημα οι συνθήκες που δικαιολογούν το αίτημα μετασχηματισμού του. Είναι εντελώς εσφαλμένη η άποψη ότι δεν μπορεί να καταφανεί η ύπαρξη πολιτικού εγκλήματος στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Γιατί; Γιατί η εκκόλαψη κοινωνιών με εκπληκτικές ταξικές ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, τα πολλά και αντικρουόμενα δίκαια, μπορεί να κυοφορήσει πολιτικά υποκείμενα που θα επιδιώξουν βίαια μια δικαιότερη κοινωνία, άσχετα αν η πρακτική της βίας οδηγεί ή όχι σε αυτό το αποτέλεσμα. Υπάρχουν επομένως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και πολιτικοιδεολογικοί όροι για τη δημιουργία τέτοιων οργανώσεων. Μανωλεδάκης στο «Τρομοκρατία και δικαιώματα»: «Οσο υπάρχουν πολιτικοί αγώνες θα υπάρχουν και πολιτικές πράξεις που θα υπερβαίνουν τα υφιστάμενα όρια νομιμότητας, χαρακτηριζόμενες ως εγκλήματα με τους όρους του θετικού δικαίου».
Η οργάνωση, της οποίας τη δράση αποφασίστηκε μεταξύ άλλων να κρίνετε, φέρεται κατά το βούλευμα ότι δημιουργήθηκε στη δίνη της μεταπολίτευσης. Μεταπολίτευση: Αμφισβήτηση κατά πόσον η δημοκρατία είναι βιώσιμη (το παράδειγμα της Χιλής του Αλιέντε). Υπάρχει έντονη η άποψη ότι τα ίδια νήματα εξακολουθούν να κινούν την Ιστορία, οι σχέσεις υποτέλειας με τον ξένο παράγοντα δεν αλλάζουν. Η δημοκρατία παραχωρούσε μόνο το δικαίωμα επιλογής ανάμεσα σε πολιτικούς σχηματισμούς που επέλεγαν και προωθούσαν οι ξένες δυνάμεις.
Σε όλα τα κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς η συζήτηση για το ένοπλο κυριαρχούσε. Το όραμα προς μια καλύτερη κοινωνία δεν επιτρέπεται αν στην κυρίαρχη βία του κράτους και αυτών που επικαθοριζουν την πολιτική ζωή και τους θεσμούς του κράτους δεν δημιουργηθούν υλικές συνθήκες αντιβίας. Οι παραδόσεις της Αριστεράς ήταν ο εμφύλιος, το αντιδικτατορικό κίνημα. Οι μηχανισμοί καταστολής παρέμεναν αλώβητοι. Πυροδοτήθηκε μια συζήτηση σε έναν κόσμο που έβλεπε ότι η Αριστερά δεν περνούσε το όριο, ήταν μέσα στα κοινωνικά συμβόλαια και προσπαθούσε να χαρεί τη νομιμότητα της. Δεν μιλάμε δηλαδή για μια συνέχεια του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά για το άδοξο τέλος των ελπίδων που γέννησε η μεταπολίτευση, που αποδέσμευσε ένα νέο κοινωνικό δυναμικό
Δεκαετία 1980-1990: η αστική, κοινοβουλευτική δημοκρατία σταθεροποιείται, αρχίζει η διαδικασία ενσωμάτωσης ενός κομματιού της Αριστεράς, τα αιτήματα για μια καλύτερη, δικαιότερη κοινωνία για όλους παραμένουν και δεν ικανοποιούνται. Στο πίσω μέρος του μυαλού των ανθρώπων της Αριστεράς υπήρχε η σκέψη του μη ειρηνικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και η αναφορά στην ένοπλη αναμέτρηση. Για ένα ριζοσπαστικό κομμάτι της Αριστεράς η ενσωμάτωση δεν είναι τίποτα άλλο από συνθηκολόγηση. Η πολιτική βία δεν είναι φαινόμενο εκτρωματικό. Η αστική δημοκρατία ενέχει όλες τις ανισότητες, τις αδικίες και τη βαρβαρότητα που έχει το σύστημα που αποτελεί το πολιτικό της εποικοδόμημα, ο καπιταλισμός. Το αίτημα μετασχηματισμού σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης ποιοτικά ανώτερες παραμένει. Μέσα στη διαδρομή της Αριστεράς είναι το ένοπλο.
1989-90: η Αριστερά δέχεται ισχυρότατα πλήγματα, κάνει στροφή προς τα δεξιά, μπαίνει στον δρόμο της πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, νεοφιλελεύθερη επέλαση.
Τί προκύπτει από το υλικό της δικογραφίας, το έντυπο υλικό (προκηρύξεις, ανακοινώσεις, πληροφοριακά δελτία): Ο ΕΛΑ ήταν μια επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση με στόχο την συμβολή στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Εντάσσεται στον χώρο της ευρείας Αριστεράς, με τον πολιτικό της λόγο – που είναι πλούσιος – συμβάλλει στην ανάπτυξη του μαζικού κινήματος. Η οργάνωση με δυναμικές ενέργειες αρθρώνει εγερτήριο λόγο για τη δημιουργία μαζικού κινήματος και για να συμβάλει στον ασύμμετρο πόλεμο των αδυνάτων, στην προώθηση της σύγκρουσης με το καθεστώς, σύμφωνα με το εξελικτικό σχήμα «ζύμωση, προπαγάνδα, διαδήλωση, απεργία», που μετεξελίσσεται σε «ένοπλη προπαγάνδα, ένοπλη διαδήλωση, και ένοπλη επανάσταση τη στιγμή της καταληκτικής σύγκρουσης με το καθεστώς».
Προκαλεί ρήγματα σε σημεία-σύμβολα για να κινητοποιήσει, θεωρώντας ότι η αλλαγή θα έλθει από τον ένοπλο λαό και όχι από μια δυναμική πρωτοπορία. Ολο αυτό εκφράζεται από το είδος των ενεργειών (εκρήξεις σε μεγάλες επιχειρήσεις ως συμπλήρωμα απεργιών, με προειδοποιητικά τηλεφωνήματα) και τις προκηρύξεις όπου εκφράζεται το ιδεολογικό πρόταγμα της οργάνωσης, ένα επαναστατικό πρόταγμα που αφορά κυρίως την πρόθεση ανατροπής της φιλελεύθερης δημοκρατίας των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης, ως μορφής πολιτικής κυριαρχίας. Στόχος της βίαιης πολιτικής πρακτικής είναι να εγγραφεί στην κοινωνική συνείδηση η αναγκαιότητα για την ανατροπή και η δυνατότητα του λαού να το κάνει. Ετσι θα δημιουργηθούν οι ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις για τη γενίκευση που θα δημιουργήσει συνθήκες γενικής και μαζικής επαναστατικής βίας. Στόχος η σύνθεση των δυνάμεων και δυνατοτήτων του λαϊκού κινήματος.
Με τις υπό κρίση ενέργειες στόχευσε στην προσβολή αμιγώς πολιτικών και όχι ιδιωτικών εννόμων αγαθών, ουδέποτε δε επεδίωξε την κατατρομοκράτηση αορίστου αριθμού ανθρώπων, ούτε στράφηκε εναντίον του κοινωνικού συνόλου, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί «τρομοκρατία του κοινού ποινικού δικαίου» (βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Ο ορισμός της τρομοκρατίας», Ποιν. Χρ. 2002, σελ. 59 επ.).
Ο ΕΛΑ κινείται σε επίπεδα πολύ χαμηλής έντασης. Το θέμα της βίας έχει περισσότερο συμβολική σημασία, είναι ενας ισχυρός συμβολισμός για τη διέγερση της κοινωνίας. Οι ενέργειες αποβλέπουν να κρατήσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις έναντι της καθεστωτικής βίας. Προειδοποιητικά τηλεφωνήματα και οι εκρήξεις γίνονταν αργά την νύχτα όπου οι υπηρεσίες δεν λειτουργούσαν και κανείς δεν βρισκόταν μέσα – ελαχιστοποίηση της βίας – συμβολικά χτυπήματα
Οι ενέργειες: εκρήξεις σε σημεία-σύμβολα του κράτους (μηχανισμοί καταστολής – αστυνομικά τμήματα, φορείς της οικονομικής εξουσίας, μεγάλες επιχειρήσεις) και πάντα σε σύνδεση με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Ο στόχος δεν ήταν η καταστροφή ενός κτιρίου, αλλά ο συμβολισμός.
…Αλλοι τομεις δράσης: Σύμφωνα με την αντίληψη της οργάνωσης, όπως καταγράφεται στο κείμενο «Χημικά Λιπάσματα» και την ανέπτυξε ο Χρήστος Τσιγαρίδας, ο ΕΛΑ αποτελούσε μερική οργανωμένη πολιτική δύναμη και ως τέτοια, ως στοιχείο του λαϊκού κινήματος, έπρεπε να απευθυνθεί σε άλλα τέτοια στοιχεία χωρίς να προσπαθεί να τα αφομοιώσει. Ετσι η πρακτική αναπτύχθηκε σε 4 άξονες και σε πλαίσια πολύ ευρύτερα των βίαιων πράξεων:
1. Προπαγάνδα – αντιπληροφόρηση: πολύπλευρη και πολύμορφη για να αποκαλύπτει όσα οι μηχανισμοί και τα ΜΜΕ του καθεστώτος κρύβουν, διαστρεβλώνουν και συσκοτίζουν
2. Οργάνωση και ανάπτυξη των επαναστατικών δυνάμεων
3. Πολιτικές πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη και προώθηση των ταξικών συγκρούσεων
…Αυτό προκύπτει από την ανάλυση του λόγου της οργάνωσης, μέσω της ανάλυσης των κειμένων της, που δεν περιορίζονται στις προκηρύξεις με τις οποίες εξηγούνται οι ενέργειες, και των ένοπλων πράξεων, που ουσιαστικά αποτελούν και αυτές πολιτικό λόγο. Δεν μπορεί παρά να είναι δυναμική πολιτική έκφραση, παρέκκλιση πολιτικής συμπεριφοράς, ανυπακοή πέραν του δικαιολογημένου ορίου, πολιτική παραβατικότητα.
…Πού στηρίζεται λοιπόν η εισαγγελική πρόταση; Σύμφωνα με την άποψη του τακτικού εισαγγελέα η ψυχική συνδρομή του Χρήστου Τσιγαρίδα στις πράξεις συνάγεται από μόνο το γεγονός της συμμετοχής του στην οργάνωση – δημιουργείται το σχήμα της αντικειμενικής ευθύνης που υιοθετήθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ηδη όμως από το βούλευμα διαφαίνεται η υιοθέτηση της συλλογικής ευθύνης, μια κατασκευή όπου η συμμετοχή στην οργάνωση δημιουργεί μαχητό τεκμήριο συμμετοχής και στις επιμέρους ενέργειες. Η ευθύνη είναι δηλαδή αντικειμενική και αποσυνδέεται από τις αποδείξεις.
[Στο σημείο αυτό η Μ. Δαλιάνη προχώρησε σε μια εμπεριστατωμένη νομική ανάλυση της έννοιας της απλής συνέργειας γενικά και της ψυχικής συνδρομής ειδικά].
…Ο αναπληρωτής εισαγγελέας απέδωσε στον Χρ. Τσιγαρίδα τον ρόλο του «δογματικού καθοδηγητή της οργάνωσης». Η έννοια της διεύθυνσης ή της καθοδήγησης της ομάδας είναι κοινωνιολογική. Εχει διερευνηθεί από την επιστήμη της κοινωνικής ψυχολογίας στο πλαίσιο της μελέτης της ψυχολογίας των ομάδων. Η έννοια του καθοδηγητή δεν συναντάται στο ποινικό δίκαιο. Ο ποινικός νόμος δεν μιλά για καθοδηγητή αλλά για αυτουργό, ηθικό αυτουργό ή συνεργό πράξεων, είτε υπάρχει ομάδα είτε όχι. Η απόδοση ιδιαίτερης ευθύνης στον καθοδηγητή της οργάνωσης παρεκκλίνει από την αρχή της εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης κάθε ατόμου για τις πράξεις που διέπραξε ή προκάλεσε και ως προς τις οποιες η συμπεριφορά του ήταν άδικη και υπαίτια και αναδεικνύει εκ νέου την πολιτική φύση των κρινομένων αξιοποίνων πράξεων. Αντίθετα, συγκροτείται μια μορφή αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στον αποδεδειγμένο καθοδηγητικό ρόλο ενός σημαίνοντος μέλους στο εσωτερικό της οργάνωσης και της πρόκλησης ή της ενίσχυσης της απόφασης στα μέλη να τελέσουν τις παράνομες πράξεις, η οποία όμως δεν αποδεικνύεται κατά την ίδια την τέλεση των πράξεων αλλά συνάγεται από την πολιτική και οργανωτική σχέση του αρχηγού προς τα μέλη της οργάνωσης
Στην προηγούμενη δίκη η ίδια σκέψη και τυποποιήθηκε από μερίδα της πολιτικής αγωγής ως ηθική αυτουργία: Δημιουργείται δηλαδή μια μορφή αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης. Εξουδετερώνοντας την ηγεσία, που αποτελεί την ανώτερη διανοητική και στρατηγική ελίτ της οργάνωσης, η κρατική εξουσία δίνει την εντύπωση στους θεατές της δίκης, στο κοινωνικό σύνολο, ότι έχει επιφέρει ένα χτύπημα στα σημεία συμβολικής ισχύος και συγκέντρωσης εξουσίας του αντιπάλου, εκεί όπου εκπονείται η στρατηγική και από όπου εκπορεύεται η δράση της οργάνωσης. Καθώς η ιδιαίτερη ποινική ευθύνη του αρχηγού δεν είναι θεσμοθετημένη στο ισχύον δίκαιο, και με βάση τον τελευταίο αντιτρομοκρατικό νόμο, γίνεται προσπάθεια η ανάγκη αυστηρότερης τιμώρησης να ενταχθεί στις υπάρχουσες μορφές ηθικής αυτουργίας, με την υιοθέτηση οριακών νομικών κατασκευών (στον καινούριο νόμο τυποποίηση αυτών των κατασκευών). Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στην δίκη της 17ης Νοέμβρη.
Σημειώνεται βέβαια ότι όλη αυτή η συζήτηση είναι θεωρητική, γιατί δεν προκύπτει από πουθενά, δεν έχει δηλαδή κανένα έρεισμα σε πραγματικά περιστατικά, η άποψη ότι λειτουργούσε ένα αποφασιστικό όργανο, ότι ο Χρήστος Τσιγαρίδας ήταν μέλος αυτού ή αρχηγός της οργάνωσης.
Από τα κείμενα της οργάνωσης προκύπτει η αλλεργία της προς κάθε έννοια αποφασιστικού οργάνου. Συγκεκριμένα στα Χημικά Λιπάσματα: «Δεν μπορούμε να πιστεύουμε και να αγωνιζόμαστε για τον σοσιαλισμό και να ακολουθούμε μορφές και τρόπους οργάνωσης που να ενισχύουν την ιεραρχία και τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Αντίθετα πρέπει να εφαρμόζουμε τέτοιες οργανωτικές διαδικασίες που να τα χτυπούμε». Ο Χρήστος Τσιγαρίδας στην απολογία του προσθέτει: «Στον ΕΛΑ δεν χωρούσαν αρχηγηλίκια και φωτισμένες καθοδηγήσεις. Ο ΕΛΑ δεν δημιούργησε ποτέ κεντρική επιτροπή, κεντρικό συμβούλιο ή οποιοδήποτε άλλο καθοδηγητικό όργανο. Οργανωτικά εφάρμοζε πλήρως το μοντέλο της αυτονομίας» (βλ. κριτική 17Ν – στην προκήρυξη της 24 Ιουλίου 1981 για τους εμπρησμούς των πολυκαταστημάτων Μινιόν και Κατράντζος – κριτική για την οργάνωση σε αποκεντρωμένους πυρήνες).
…ΕΠΟΜΕΝΩΣ: Ο ΕΛΑ οργάνωση αυστηρά εθελοντικής βάσης, με οριζόντια δομή, που λειτουργούσε με κανόνες άμεσης εσωτερικής δημοκρατίας όπου κανενός η γνώμη δεν υπερείχε.
Η συζήτηση είναι θεωρητική και η προτεινόμενη κατασκευή αγγίζει τα όρια του παραλόγου, γιατί προσπαθούμε να αντικρούσουμε προσωπικές κρίσεις και μυθιστορηματικές υποθέσεις: η αναφορά γίνεται για την πληρότητα: δεν του αποδίδουν κανένα πραγματικό περιστατικό απλής συνέργειας σε οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη. Πολύ περισσότερο δεν προέκυψε η πιθανή σχέση του με τους αγνώστους αυτουργούς των πράξεων, προϋπόθεση απαραίτητη κατά τη νομολογία για την στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας σε πράξη αγνώστου αυτουργού. Αναφέρονται μόνο στα ταλέντα, στο πολιτικό του υπόβαθρο και στην πληθωρική του προσωπικότητα. Ομως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν συνιστούν περιστατικα που να θεμελιώνουν αξιόποινη πράξη.