Ο κύκλος των αγορεύσεων των συνηγόρων έκλεισε με τους υπερασπιστές του Γιάννη Σερίφη. Η Δάφνη Βαγιανού, που πήρε πρώτη το λόγο, αναφέρθηκε αρχικά στο ιστορικό αυτής της δίκης. Στο πώς έφτασαν οι τέσσερις πρώτοι κατηγορούμενοι, πως προστέθηκε στη συνέχεια ο Μ. Κασίμης και στο τέλος ο Γ. Σερίφης, ο οποίος είναι μια γνωστή φιγούρα, ταξικός συνδικαλιστής, με δημόσια πολιτική παρουσία, δικασμένος το 1978 στην υπόθεση AEG, την πρώτη μεγάλη υπόθεση σκευωρίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, κατηγορήθηκε το 2002 ως μέλος της 17Ν, δικάστηκε, αθωώθηκε, κατά της αθώωσης ασκήθηκε έφεση και στο τέλος κατηγορήθηκε και ως μέλος του ΕΛΑ. Ως μέλος του ΕΛΑ και ως αυτουργός μόνο για την υπόθεση Περισσού, χωρίς να κατηγορηθεί για όλες τις άλλες ενέργειες, όπως κατηγορήθηκαν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι.
Η συνήγορος αναφέρθηκε στη συνέχεια στο διεθνές κλίμα και στις πολιτικές σκοπιμότητες που καθόρισαν αυτή τη δίκη. Οι διωκτικές αρχές –είπε- πετάνε το μπαλάκι στους δικαστές, οι οποίοι καλούνται να αποφασίσουν αν θα εμμείνουν στις αρχές του φιλελεύθερου δικαίου ή θα συρθούν στις πολιτικές σταυροφορίες, υπηρετώντας τις ομιχλώδεις πολιτικές ασφάλειας, που αποτελούν το πρόσχημα των πολιτικών σταυροφοριών. Η τάση είναι τάση ριζικής μεταβολής του ποινικού δικαίου. Η συλλογική ευθύνη έχει αρχίσει να μπαίνει και στα επίσημα θεωρητικά κείμενα των εταιριών ποινικού δικαίου ανά τον κόσμο.
Είδα –σημείωσε η Δ. Βαγιανού- τους μάρτυρες στους οποίους στηρίχτηκε η καταδίκη των συγκατηγορουμένων του Γ. Σερίφη. Περιέγραψε τα κραυγαλέα πράγματα που υποστήριξαν για να καταλήξει πως αυτοί στήριξαν εκ πλαγίου την καταδίκη με την κατασκευή της απλής συνέργειας. Αυτοί οι ίδιοι ήρθαν να στηρίξουν και αυτή τη δίκη. Είναι μια επικίνδυνη κατασκευή αυτή.
Η κ. Κυριακίδου είναι πράγματι μια επικίνδυνη μάρτυρας, γιατί γνωρίζει τον Κανά, έχει ζήσει μαζί του. Τέτοιοι μάρτυρες παίρνουν μικρά ψήγματα αλήθειας, τα συμπληρώνουν με ψέματα και οδηγούν τον κ. εισαγγελέα να λέει «μα αυτή η μάρτυρας θυμάται τόσες λεπτομέρειες». Αυτά τα ψήγματα αλήθειας, όταν ντυθούν με ψέματα, είναι πολύ πιο επικίνδυνα από την κατάθεση ενός μάρτυρα που είδε κάτι για πρώτη φορά. Είναι δυνατόν αυτές οι καταθέσεις να στηρίξουν ακόμα και τις πραγματικές περιστάσεις της ιδιότητας του μέλους; Φοβάμαι ότι θα οδηγηθείτε στην ίδια κατασκευή, της ψυχικής συνέργειας, που είναι μια αντιδραστική κατασκευή. Πάνω σ΄ αυτό η συνήγορος έκανε μια νομική ανάλυση αναφερόμενη στην εξέλιξη των θεωριών για την απλή συνέργεια, ενισχύοντας τις προσεγγίσεις που είχαν κάνει οι συνάδελφοί της στις προηγούμενες συνεδριάσεις.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, η Δ. Βαγιανού πέρασε στον Κορωναίο, για τον οποίο είπε ότι περιπλανιόταν ανάμεσα στο ψυχωσικό παραλήρημα, την κακοβουλία, την εγωπάθεια και το προσωπικό συμφέρον. Θύμισε στο δικαστήριο τις διαδοχικές του καταθέσεις, από τη μέρα που έγινε το συμβάν στον Περισσό μέχρι την εμφάνισή του στο δικαστήριο, προσεγγίζοντας με όρους λογικής τη συμπεριφορά του σε κάθε φάση και καταδεικνύοντας τις κραυγαλέες αντιφάσεις, που οδηγούν στο αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι ξεκίνησε σαν κάποιος που φούσκωσε κάτι που είδε ή νόμισε ότι είδε σε χρόνο πριν το συμβάν και κατέληξε ως ένας ψευδομάρτυρας κατά Σερίφη.
Η συνήγορος έκανε μια λεπτοδουλεμένη παρουσίαση, που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσής της. Κυριολεκτικά, δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω. Βέβαια, μπορεί να πει κανείς ότι όλη αυτή η προσπάθεια ήταν περιττή, μιας και τα πράγματα για τον Κορωναίο έγιναν πεντακάθαρα από την εμφάνισή του στο δικαστήριο (φάνηκε αυτό και από τη συμπεριφορά της έδρας αλλά και από την εισαγγελική πρόταση για αθώωση του Σερίφη, που περιλάμβανε και το επιχείρημα ότι ο Κορωναίος είναι για εγκλεισμό σε ψυχιατρείο), όμως η συνήγορος έπρεπε να κάνει τη δουλειά της, καταθέτοντας όλα όσα είχε ετοιμάσει.
Η Δ. Βαγιανού αναφέρθηκε ακόμα στην εκστρατεία τρομολαγνείας και τρομοϋστερίας που φούντωσε μετά το καλοκαίρι του 2002, με τη δαιμονοποίηση των οργανώσεων πολιτικής βίας, τη συκοφάντηση αγώνων, την απαξίωση συνολικά της Αριστεράς και το κυνήγι μαγισσών, θύμα του οποίου υπήρξε και ο Γ. Σερίφης. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο ιστορικό των καταθέσεων των αξιωματικών της Αντιτρομοκρατικής Δάβαλου και Αρναουτίδη, που διέψευσαν τον Κορωναίο και στο ιστορικό της ανάκρισης, που αρχικά την έκλεισε ο Ζερβομπεάκος με τυπική κλήση του Σερίφη προς απολογία (δηλαδή δεν τον κάλεσε καθόλου), για να επανέλθει το Συμβούλιο με εντολή για περαιτέρω ανάκριση και λήψη απολογίας του Σερίφη, που οδήγησε στην αλλαγή της πρότασης του εισαγγελέα Μύτη και στη νέα απόφαση του Συμβουλίου για παραπομπή. Η συνήγορος σημείωσε με έμφαση ότι κατά τη νέα ανάκριση πρώτον ο Σερίφης προσκομίζει την κάρτα εργασίας, που δείχνει ότι εκείνη την ώρα ήταν στη δουλειά του, και δεύτερον γίνεται η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του Κορωναίου με τους αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής. Ενώ, όμως, η κατηγορία αδυνατίζει κι άλλο, ο Σερίφης παραπέμπεται. Η κάρτα εργασίας θεωρείται περίπου αστείο αποδεικτικό μέσο. Στο σημείο αυτό η συνήγορος αναφέρθηκε αναλυτικά στις καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης, απλών εργαζόμενων και στελεχών του ΗΛΠΑΠ, που είπαν στο δικαστήριο τα σχετικά με τη διαδικασία χτυπήματος της κάρτας, αποδεικνύοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την είχε χτυπήσει άλλος ή να τη χτύπησε ο Σερίφης, να πήγε στον Περισσό και να ξαναγύρισε στη δουλειά.
Το συμπέρασμα της συνηγόρου ήταν πως η παραπομπή Σερίφη, ενόψει όλων αυτών, ήταν ένα πρώτο στάδιο τιμώρησης. Πίσω από τις διώξεις κατά Σερίφη βρίσκεται η ελληνική εκδοχή του δόγματος της μηδενικής ανοχής. Κρύβονται επιδιώξεις για κατάργηση όλου του δημοκρατικού κεκτημένου της μεταπολίτευσης. Η φυσιογνωμία του Γ. Σερίφη πήρε έναν εμβληματικό χαρακτήρα και γι’ αυτό στράφηκε εναντίον του ο μηχανισμός καταστολής. Στο πρόσωπό του διώκονται όλα τα κινήματα, διώκονται ιδέες και αγώνες. Γι’ αυτό ο Σερίφης τόσο συχνά και με τόση ένταση βρίσκεται στο στόχαστρο. Τελειώνοντας ζήτησε την αθώωση του Γ. Σερίφη. Μια αθώωση καθαρή «διότι δεν απεδείχθη» και όχι λόγω αμφιβολιών, όπως πρότεινε ο αναπληρωτής εισαγγελέας, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αποδοχή ενός μέρους αυτών που οδήγησαν τον Γ. Σερίφη στο δικαστήριο.
Η Γιάννα Κούρτοβικ, που ακολούθησε, εξέφρασε εισαγωγικά την αγανάκτησή της για τα όσα οι συνήγοροι παρακολουθούν το πεντάμηνο της δίκης. Δικάζετε –είπε στους δικαστές- με μια έκτακτη νομοθεσία, που σας απονομιμοποιεί στα μάτια των δικαζόμενων. Αν κάναμε ένα γκάλοπ, θα βλέπαμε ότι ο κόσμος πιστεύει πως κάπου λογοδοτείται για τις αποφάσεις σας. Η κοινωνία δυσπιστεί γιατί οι συνήθεις ύποπτοι φτιάχνουν συνήθεις καχύποπτους. Ο κόσμος δεν μπορεί να αποδεχτεί τις παλινδρομήσεις αυτής της διαδικασίας, την ελαστικοποίηση των εννοιών που βγαίνει μέσα από το βούλευμα, που δεν είναι αποτέλεσμα εμμονής στους κανόνες δικαίου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να κλείσουμε παλιές ιστορίες; Να ικανοποιήσουμε τις εμμονές των διωκτικών αρχών, την εκδικητικότητα δεκαετιών; ‘Η μήπως να γλιτώσουμε από τη γκρίνια των Αμερικανών, να ικανοποιήσουμε τον πλανητάρχη;
Η Γ. Κούρτοβικ αναφέρθηκε στην αντισυνταγματικότητα του τρομονόμου και στην υποχρέωση που έχουν οι συνήγοροι που ανήκουν στην Αριστερά να υπερασπίζονται τη συνταγματικότητα στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους. Τα δικαστήριά σας –σημείωσε- έχουν καταργήσει το πολιτικό έγκλημα. Δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα για τη νομολογία. Αντίθετα, δεκάδες νόμοι, με κυριότερους αυτούς που βασάνισαν επί δεκαετίες αυτόν τον τόπο, έκριναν πολιτικά φρονήματα και πολιτικές πράξεις σαν ποινικά αδικήματα. Η πολιτική σύγκρουση γύρω από το σχέδιο της οργάνωσης της κοινωνίας τραβάει, καταγράφει την πορεία του και δεν κρίνεται στα δικαστήρια. Η αποπολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης τελικά πολιτικοποιεί τις δικαστικές αποφάσεις. Πολιτικό χαρακτήρα έχουν και οι διώξεις κατά Σερίφη, που ενέπλεξαν τη Δικαιοσύνη σε μια περιπέτεια. Σαν αυτή τη δίκη, με έναν επιεικώς ευφάνταστο ψευδομάρτυρα και δυο αλληλοαναιρούμενες εισαγγελικές προτάσεις. Πρόκειται για πολιτική δίωξη και σαν τέτοια θα έπρεπε να δικαστεί από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Με έναν δριμύτατο φιλιππικό κατά των Αμερικανών, που εγκληματούν κατά της ανθρωπότητας, η συνήγορος υπενθύμισε ότι οι Αμερικανοί διαμαρτυρήθηκαν για την αθώωση του Γ. Σερίφη στην προηγούμενη δίκη και προσπαθούν να υπαγορεύσουν αποφάσεις, απαιτώντας την πλήρη κατεδάφιση κάθε δημοκρατικής κατάκτησης. Τη συνέχεια αναφέρθηκε εν εκτάσει στο βούλευμα, το οποίο χαρακτήρισε «μια παράλογη κατάσταση», που θέτει ένα θέμα: Με ποια Δικαιοσύνη καλούμαστε να δικάσουμε, ποια Δικαιοσύνη καλούνται οι πολίτες να εμπιστεύονται;
Με εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία κατέδειξε όλα τα τερατουργήματα που περιλαμβάνει το βούλευμα. Είναι ντροπή –κατέληξε- να παραπέμπονται άνθρωποι με τέτοιους συλλογισμούς σαν αυτούς που περιλαμβάνει το βούλευμα. Σημείωσε, μάλιστα, το συλλογισμό παραπομπής του Σερίφη, που αναφέρεται στη νεανικότητα και την ευκινησία του, για να θέσει το ερώτημα: Πού είχαν δει εκείνοι οι δικαστές τον Σερίφη για να ξέρουν; Ποιοι είναι εκείνοι που τους ενημέρωσαν ότι μικροδείχνει, ώστε να δικαιολογηθεί το «λάθος» του Κορωναίου;
Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στα «τρελά» του βουλεύματος για τον Γ. Σερίφη και στην έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας για την παραπομοπή του για «συμμετοχή», αντίθετα από τους άλλους κατηγορούμενους. Δηλαδή, δυο μέτρα και δυο σταθμά. Ολα αυτά τα ανέφερε για να θέσει το ερώτημα: Τι ήταν αυτό που ανάγκασε έμπειρους δικαστές να καταφεύγουν σε τέτοιες κατασκευές, σε ποιον λογοδοτούσαν; Αυτή δεν είναι λογική της δικής μας δικαιικής τάξης, είναι λογική patriot act. Αν συνεχίσουμε σ’ αυτόν τον κατήφορο θα οδηγηθούμε σε δίκες με μάρτυρες με κουκούλες, σε κρυφές δίκες και Γκουαντανάμο. Αν ο Σερίφης κρινόταν ένοχος για τον Περισσό, θα κρινόταν και ένοχος για συμμετοχή στην οργάνωση. Για καμιά άλλη πράξη όμως! Ποια δικαιότητα ποια αναλογικότητα υπάρχει σ’ αυτό, όταν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι δικάζονται για όλες τις πράξεις;
Η Γ. Κούρτοβικ αναφέρθηκε στην απόφαση του προηγούμενου δικαστήριου, που έκρινε με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι έκρινε το δικαστήριο στην υπόθεση της 17Ν. Το δικαστήριο σ’ αυτή την υπόθεση καταδίκασε για προμήθεια εκρηκτικών μόνο όσους έκρινε ότι συμμετείχαν στην κλοπή από τις αποθήκες του Συκουρίου. Καταδίκασε για κατοχή εκρηκτικών μόνο όσους έκρινε ότι είχαν τη διαχείριση των κρυσφηγέτων. Επίσης, για κάθε επιμέρους ενέργεια καταδίκασε αποκλειστικά και μόνο τα άτομα εκείνα που έκρινε ότι συμμετείχαν στη συγκεκριμένη ενέργεια. Κανέναν άλλο. Εδώ, όμως, προτείνεται να καταδικαστούν όλοι για όλα, χωρίς κανένα στοιχείο. (Στο σημείο αυτό ο πρόεδρος, κάνοντας ένα σύντομο διάλογο με τη συνήγορο, είπε πως πρόκειται για μια σοβαρή επισήμανση).
Αναφερόμενη όχι μόνο στον Κορωναίο αλλά σε όλους τους μάρτυρες που παρουσιάζονται να θυμούνται πρόσωπα και περιστατικά μετά από 20 χρόνια, σημείωσε ότι όλα τα βιβλία Ψυχιατρικής εμφανίζουν την υπερμνησία ως ψυχοπάθεια. Μίλησε για τα διδάγματα της Ανακριτικής και έφερε ως παράδειγμα μια ληστεία των ΕΛΤΑ, στην οποία οι μάρτυρες αρχικά αναγνώρισαν ως δράστες τον Δαναλάτο και τη συμμορία του και πολύ αργότερα οι ίδιοι μάρτυρες αναγνώρισαν ως δράστες κάποιους από τους φερόμενους ως μέλη της 17Ν. Η περίπτωση Κορωναίου, βέβαια, είναι μια ειδική περίπτωση. Είναι η περίπτωση ενός γκροτέσκο ήρωα, ενός δημιουργήματος της τηλεόρασης, ενός μάρτυρα που ήθελε να παίζει στη δημοσιότητα. Μπορεί να είναι γκροτέσκο ο Κορωναίος, όμως δεν είναι περισσότερο αξιόπιστοι οι άλλοι και δεν θα θέλαμε ο Κορωναίος να αποτελέσει το άλλοθι για να δείχνουν αξιόπιστοι οι άλλοι, οι λιγότερο γελοίοι μάρτυρες.
Κλείνοντας η Γ. Κούρτοβικ είπε πως δεν θα ζητήσει την αθώωση του Γ. Σερίφη. Δεν είναι αυτό που διακυβεύεται σ’ αυτή τη δίκη, δεν μας απασχολεί αυτό. Μας απασχολεί να μάθουμε ποιοι είναι αυτοί που μεθόδευσαν αυτή την υπόθεση, τι είναι αυτό που ανάγκασε σοβαρούς δικαστές να προσυπογράφουν τέτοιου είδους πράγματα. Εμείς –κατέληξε- είμαστε αριστεροί και ξέρουμε ότι η Δικαιοσύνη είναι ταξική, θέλουμε να πιστεύουμε, όμως, ότι οι δικαστές μπορεί να διαφοροποιούνται. Εύχομαι να μη χρησιμεύσει η αθώωση δυο ανθρώπων ως πρόσχημα για την καταδίκη των υπόλοιπων. Να μη χρησιμοποιηθεί η αθώωση του ενός τρίτου ως δικαιολογία ότι πράξατε το καθήκον σας.
Ο Σπύρος Φυτράκης εξέφρασε ευθύς εξαρχής τη διαφωνία του με την πρόταση του αναπληρωτή εισαγγελέα για αθώωση λόγω αμφιβολιών. Τέτοια πρόταση –είπε- έχει νόημα, ακόμα και με το απολύτως συντηρητικό μοντέλο, όταν υπάρχει μια επαρκής ποσότητα ενδείξεων. Εδώ όμως δεν έχουμε τίποτα, γι’ αυτό και η απόφαση πρέπει να είναι «αθώος διότι δεν απεδείχθη». Αναρωτήθηκε αν θα προχωρήσουμε στην πλήρη διάλυση των αρχών στις οποίες στηρίχτηκε το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα και θα πάμε στο απόλυτο κατασταλτικό μοντέλο, απαντώντας ότι αναγκαστικά κάποια πράγματα πρέπει να διατηρηθούν, ακόμα και όταν η τάση είναι προς το κατασταλτικό μοντέλο. Κάτι που δεν καταργήθηκε είναι η αιτιολογία που πρέπει να δίνει ο δικαστής στην απόφασή του.
Αυτή η ευκολία στις κατασταλτικές ερμηνείες είναι κάτι που πρέπει να συζητηθεί. Τι θα πει ψυχική συνδρομή; Εχετε κανένα αντικειμενικό στοιχείο που κρίνει αυτή τη διαφορά σε σχέση με το αν ήταν άμεσος συνεργός ή ακόμα και αυτουργός; Η αντικειμενική προσέγγιση του ποινικού συστήματος μας υποχρεώνει να αναζητούμε πράξη, πράξη υλική και όχι βουλητική διαδικασία. Αλλά ακόμα και σ’ αυτό να πάμε, θέλουμε ειδική πράξη που συνδέει τον κατηγορούμενο με τη συγκεκριμένη πράξη. Μπορεί να ‘ναι μέλος. Αυτό δεν φτάνει, θέλω περιγραφή συγκεκριμένης πράξης, θέλω υλική περιγραφή, τι έκανε κάθε συγκεκριμένος κατηγορούμενος κοντά στην πράξη. Αν δεν το πεις αυτό, δεν λες ψυχική συνέργεια. Οι διαφοροποιήσεις αυτουργού, άμεσου συνεργού, απλού συνεργού πάντα απαιτούσαν ειδική αιτιολογία.
Από πού βγαίνει αυτή η πεποίθηση του δικαστή. Δεν θα γυρίσουμε σε παλιές εποχές, όπου αρκούσε η υποψία. Στο σημερινό σύστημα απαιτείται ειδική αιτιολογία και περιγραφή της πράξης στη συνέργεια. Αν δεν τα ‘χετε αυτά, δεν μπορείτε να προχωρήσετε. Θέλετε να τ’ αλλάξετε και να πάτε στη γενίκευση; Εγώ σας λέω να μην πάτε στη γενίκευση. Αλλιώς θα διώκουμε τον καθένα που βγάζει μια προκήρυξη και λέει την άποψή του, ότι του αρέσουν οι πράξεις. Δεν μπορείς να πας σ’ αυτά που προτείνουν οι εισαγγελείς. Οχι, θα αθωώσεις λόγω αμφιβολιών για συμμετοχή στη συγκεκριμένη πράξη.
Στη συνέχεια ο Σ. Φυτράκης αναφέρθηκε στην κατηγορία κατά Σερίφη και στη νέα παραπομπή του με βάση τον Κορωναίο. Καλά, δεν εμπιστεύεσαι ως δικαστικός μηχανισμός τόσο κόσμο που μιλούσε υπέρ του Σερίφη, αλλά δεν εμπιστεύεσαι ούτε την ποιότητα της Αντιτρομοκρατικής; Και εμπιστεύεσαι τον Κορωναίο, όταν μάλιστα τον είχες δει στην προηγούμενη δίκη; Αυτά είναι σοβαρά λάθη, αλλά όχι λάθη. Δείχνουν την τάση προς την ένταση της καταστολής.
Κατέληξε ζητώντας την αθώωση Σερίφη και Κασίμη «γιατί δεν απεδείχθη». Αυτό απαιτεί και το πιο κατασταλτικό μοντέλο. Για τ’ άλλα ζητήματα, για τις διευρύνσεις του τύπου «άμα σε βρω μέλος σου χρεώνω και τις πράξεις», αναρωτήθηκε μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κατασταλτική διεύρυνση. Αυτό το μοντέλο –κατέληξε- παραβιάζει τους βασικούς συντηρητικούς κανόνες που ισχύουν.
Στο επόμενο κεφάλαιο της αγόρευσής του ο Σ. Φυτράκης ασχολήθηκε με το πολιτικό αδίκημα, ανατρέχοντας στην εξέλιξη της νομολογίας από την εποχή της χούντας μέχρι σήμερα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πλέον τα πάντα ερμηνεύονται συσταλτικά και κατασταλτικά. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στα αποτυπώματα παραθέτοντας αρκετές δικαστικές αποφάσεις πάνω στο θέμα (αποφάσεις που δεν αξιολογούσαν τα αποτυπώματα σε κινητά πράγματα ως αποδείξεις). Εκλεισε ζητώντας την αθώωση των Σερίφη και Κασίμη «γιατί δεν απεδείχθη».
Το δικαστήριο μάλλον θα ολοκληρώσει την ακροαματική διαδικασία την Παρασκευή (θα αρχίσει στις 10 το πρωί) με τις δευτερολογίες των κατηγορούμενων (σχετική πρόθεση έχουν εκφράσει ήδη οι Τσιγαρίδας και Αγαπίου).