Ο δεύτερος από τους αυτεπαγγέλτως διορισθέντες συνηγόρους του Αγαπίου, Αγγελος Βαρουτσής, ξεκίνησε την αγόρευσή του με μια συμπυκνωμένη αλλά σχετικά πλήρη αναφορά στον ΕΛΑ.
Αναφερόμενος στις τοποθετήσεις του Χρ. Τσιγαρίδα και των τριών μαρτύρων υπεράσπισής του, αλλά και στα κείμενα του ΕΛΑ, τον προσδιόρισε ως οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς, η οποία είχε ικανό αριθμό οπαδών και υποστηρικτών κατά τη διάρκεια της δράσης της.
Ο συνήγορος έκανε αναφορά στην έννοια του «πολιτικού εγκλήματος» για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση έπρεπε να δικαστεί από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, διότι διαφορετικά η ίδια η συνταγματική διάταξη για τα «πολιτικά εγκλήματα» καθίσταται κενό γράμμα.
Σε ό,τι αφορά τις συγκεκριμένες υποθέσεις που δικάζει αυτό το δικαστήριο, ο Α. Βαρουτσής είπε πως τα ελάχιστα στοιχεία που υπήρχαν ακυρώθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Αυτό έγινε χάρη στην κλήση μαρτύρων με αίτημα και του Αγαπίου. Αναφερόμενος στο βούλευμα είπε πως δεν υπάρχει απολύτως καμιά αποχρώσα ένδειξη που να σχετίζεται με τις πράξεις. Υπάρχει μόνο η αξιωματική κατηγορία ότι οι κατηγορούμενοι υπήρξαν μέλη του ΕΛΑ. Ετσι, το βούλευμα οδηγείται σε ένα νομικό ακροβατισμό. Είναι ένα βούλευμα ασαφές, αόριστο, ατεκμηρίωτο, που παραβιάζει ευθέως το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου. Το βούλευμα παραπέμπει ευθέως στη συλλογική ευθύνη.
Ο Α. Βαρουτσής αναφέρθηκε ακόμα στα φερόμενα ως αποτυπώματα του Αγαπίου σε προκηρύξεις. Αυτά δεν προσκομίστηκαν από την Αντιτρομοκρατική σε κανένα στάδιο της προδικασίας, ούτε στην προηγούμενη δίκη. Ηρθαν σ’ αυτή τη δίκη, συνοδευόμενα από την κατάθεση Γιαννακούρη, την οποία ο συνήγορος χαρακτήρισε ψευδή. Αρκεί και μόνο το γεγονός –σημείωσε- ότι Αγαπίου και Αθανασάκη γνωρίστηκαν το 1986 και δεν θα μπορούσαν να έχουν πιάσει μαζί προκηρύξεις του 1977.
Κατά τον κ. Βαρουτσή, ο Γιαννακούρης λέει ψέματα για τις δήθεν νέες μεθόδους ανίχνευσης αποτυπωμάτων. Από το 1973 ο δικαστής Σταθέας, σε σύγγραμμά του για την Ανακριτική, αναφέρεται στη μέθοδο της ν-υδρίνης για την ανίχνευση λανθανόντων αποτυπωμάτων στο χαρτί (κατέθεσε φωτοαντίγραφα). Για ποια καινούργια μέθοδο, λοιπόν, που δήθεν πρωτοεφαρμόστηκε το 2002, κάνει λόγο ο Γιαννακούρης; Επομένως, οι προκηρύξεις είχαν ελεγχθεί από παλιά και φυσικά δεν είχε βρεθεί τίποτα. Η μεταφορά αποτυπωμάτων είναι δυνατή, γεγονός που ο Χρ. Τσιγαρίδας το έδειξε με έναν πρωτόγονο αλλά ευφυή τρόπο.
Στη συνέχεια, ο συνήγορος αναφέρθηκε στους μάρτυρες κατηγορίες. Στεκόμενος σε μερικές μόνο από τια άπειρες αντιφάσεις της Κυριακίδου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι αναξιόπιστη μάρτυρας. Για παράδειγμα, ενώ αναφέρει ότι είδε τον κατηγορούμενο μια φορά, ταυτόχρονα δηλώνει ότι ήταν μέλος του πυρήνα. Αναφέρεται με σαφήνεια μόνο στους νεκρούς Χρ. Κασίμη και Χρ. Τσουτσουβή, γιατί δεν μπορούν να τη διαψεύσουν. Απέκρυψε τη σχέση της με τον Αμοιρίδη για να μην αποκαλυφθεί η σχέση της με την Αντιτρομοκρατική. Ολη η στάση της δείχνει έναν άνθρωπο που μπορούσε να χειραγωγηθεί, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η τρομοϋστερία.
Για τον Πομώνη είπε πως ήταν ένας άνθρωπος καχύποπτος, δηλαδή επιρρεπής στην υποβολή. Το ίδιο και η σύζυγός του Σιώζου, που συγκράτησε, όπως λέει, τη φυσιογνωμία του Αγαπίου, όχι όμως και το ανάστημά του, που είναι το χαρακτηριστικότερο στοιχείο στην αναγνώριση.
Το επόμενο κεφάλαιο του συνηγόρου αφορούσε την εισαγγελική πρόταση (να καταδικαστούν οι κατηγορούμενοι ως απλοί συνεργοί λόγω ψυχικής συνδρομής). Ο συνήγορος έκανε μια πλήρη νομική ανάλυση για να αποδείξει το έωλο αυτής της πρότασης. Η ψυχική συνδρομή –είπε- απαιτεί συγκεκριμένες πράξεις εκδήλωσής της. Αυτό απαιτούν και η θεωρία και η νομολογία. Αν ως ψυχική συνδρομή νοηθεί η πολιτική συμπάθεια, τότε οδηγούμαστε στην ποινικοποίηση του φρονήματος. Αν δεν αποδειχτεί η αιτιώδης σχέση, τότε δεν υφίσταται απλή συνέργεια.
Καταλήγοντας, είπε πως για τον Κ. Αγαπίου δεν προέκυψε απολύτως τίποτα και ζήτησε την αθώωσή του. Ο Αγαπίου –είπε- δεν ήταν τυχαίο άτομο. Θύμισε αυτά που είχε καταθέσει ο δημοσιογράφος Σ. Βορίνας και παρέπεμψε στην κατάθεση Νηστικάκη, που δεν είχε αποκλείσει την περίπτωση ο Αγαπίου να παρακολουθούνταν.
Κλείνοντας, ο Α. Βαρουτσής αναφέρθηκε με εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία στο ζήτημα της παραγραφής. Ο άνθρωπο –είπε, αναφερόμενος στον Αγαπίου- είναι αθώος, εγώ όμως οφείλω να αναπτύξω την άποψή μου για την παραγραφή. Αναφέρθηκε στην άποψη του ανακριτή Ζερβομπεάκου που έκρινε τις συγκεκριμένες υποθέσεις παραγεγραμμένες. Σημείωσε πως το βούλευμα ορίζει τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας με βάση το λήμμα ενός λεξικού και όχι με νομική επιχειρηματολογία. Δεν είναι δυνατόν –κατέληξε- να ονομάζονται εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας οι διοικητικές υπηρεσίες τις ανέφερε ονομαστικά μία προς μία). Περιέγραψε επίσης τις ζημιές, για να αποδείξει ότι αυτές δεν ήταν τέτοιες που να μπλοκάρουν νευραλγικά σημεία και να εμποδίζουν την προσέλευση του κοινού.
Μετά το τέλος της αγόρευσης του συνηγόρου ο Κ. Αγαπίου έκανε δήλωση διαφοροποίησής του από το αίτημα της παραγραφής, διότι –όπως είπε- το αίτημα αυτό στηρίζει την άποψη περί ενοχής του.
Στη συνέχεια αγόρευσε η τρίτη από τους αυτεπαγγέλτως διορισθέντες συνηγόρους του Αγαπίου, Παναγιώτα Γεωργίου. Η κ. Γεωργίου ασχολήθηκε αρχικά με το βούλευμα, το οποίο χαρακτήρισε αόριστο και ασαφές, γιατί δεν είναι αιτιολογημένο και εξατομικευμένο. Το ποινικό δίκαιο απαιτεί τον ακριβή χαρακτηρισμό της πράξης, είπε. Τεκμήριο αθωότητας σημαίνει ότι πρέπει να αποδειχτεί η ενοχή του κατηγορούμενου και όχι αυτή να θεωρείται δεδομένη.
Στη συνέχεια, η συνήγορος αναφέρθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας, την Κυριακίδου και τη Σιώζου, σημειώνοντας τις κραυγαλέες αντιφάσεις της πρώτης και το παράλογο να δηλώνει η δεύτερη ότι θυμάται και αναγνωρίζει έναν άγνωστό της άνδρα τον οποίο υποτίθεται ότι είδε ελάχιστα πριν τόσα χρόνια. Οταν η ίδια δεν θυμάται τί κατέθεσε πριν δυο χρόνια και βάζει δικηγόρο για να της φέρει την κατάθεσή της στον ανακριτή. Σημείωσε ακόμα τις αντιφάσεις της Κυριακίδου σε σχέση με την Τόγκα, καθώς και τη διάψευση των ισχυρισμών της Κυριακίδου από τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος της Πολέμωνος και τον εξάδελφό του.
Ασχολήθηκε, επίσης, με τα περιβόητα αποτυπώματα, προσθέτοντας νέα επιχειρήματα στα όσα προηγουμένως είχε αναφέρει ο συνάδελφός της. Δεν πήγαν στα διαμερίσματα να ψάξουν για αποτυπώματα -σημείωσε- γιατί ήταν σίγουροι ότι δεν θα βρουν τίποτα.
Περνώντας στο θέμα της απλής συνέργειας η Π. Γεωργίου σημείωσε ότι συνέργεια σημαίνει πραγματικό περιστατικό για την υλοποίηση της πράξης. Ποια η συμβολή του συνεργού στον αυτουργό, ποια πράξη ή συμπεριφορά των απλών συνεργών υπήρτξε; Και η ψυχική συνέργεια θα έπρεπε να εξατομικευτεί. Καταλήγοντας είπε πως κανένα στοιχείο δεν συνδέει τον Αγαπίου με τις πράξεις που κατηγορείται. Ακόμα και αν κανείς δεχτεί σαν αληθή τα περιστατικά της Πολέμωνος, και πάλι τίποτα δεν τον συνδέει με τις πράξεις. Τέλος, η κ. Γεωργίου έθεσε με τη σειρά της το νομικό ζήτημα της παραγραφής, παραθέτοντας πρόσθετη νομική επιχειρηματολογία.
Μετά το τέλος των αγορεύσεων, ο Κ. Αγαπίου έκανε μια δήλωση με την οποία θύμισε στο δικαστήριο το ιστορικό της υπόθεσης των αποτυπωμάτων.