To Συμβούλιο της Επικρατείας υποχρεώνει το ΤΕΕ να εγγράψει κατόχους Bachelor ξένων πανεπιστημίων, που έχουν πάρει αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας από το ΑΤΕΕΝ (πρώην ΣΑΕΠ).
Οταν το ΣτΕ καλείται να αποφασίσει για ζητήματα που θίγουν άμεσα την καρδιά της αστικής πολιτικής, τον πυρήνα των σχεδιασμών και των επιδιώξεων κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, τότε εφαρμόζει αδίστακτα το δίκιο του μονάρχη. Και η στρατηγική του ευρωπαϊκού και ντόπιου κεφαλαίου, που ικανοποιεί απόλυτα η αστική τάξη στη χώρα μας, μέσω των διαχειριστών της εξουσίας όλων των κομματικών αποχρώσεων, είναι αυτήν τη στιγμή η απόλυτη εμπορευματοποίηση της Παιδείας και στην τριτοβάθμια βαθμίδα της.
Ετσι, το ΣτΕ δεν δίστασε να γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων του, ακόμη και την αντίρρηση του Τεχνικού Επιμελητήριου Ελλάδας, που αποτελεί τον επίσημο τεχνικό σύμβουλο της κυβέρνησης και εκφραστή των συμφερόντων των Διπλωματούχων μηχανικών απόφοιτων Πολυτεχνείων και Πολυτεχνικών Σχολών, μιας σημαντικότατης δηλαδή μερίδας στυλοβατών του συστήματος, βγάζοντας απόφαση με την οποία υποχρεώνει το ΤΕΕ να εγγράψει (και επομένως να δώσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος) κατόχους bachelor ξένων πανεπιστημίων, που έχουν πάρει αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας από το ΑΤΕΕΝ (πρώην ΣΑΕΠ).
Το ΤΕΕ ισχυρίζεται -επί της ουσίας δικαίως, ανεξάρτητα από τυχόν συντεχνιακά συμφέροντα- ότι δεν μπορεί να είναι ακαδημαϊκώς ισότιμα τα πτυχία Διπλωματούχων μηχανικών, απόφοιτων Πολυτεχνείων και Πολυτεχνικών Σχολών με τα πτυχία των Τμημάτων Μηχανικών των Πανεπιστημίων (πρώην ΤΕΙ): «τα εν λόγω Τμήματα Μηχανικών δεν είναι ισότιμα και αντίστοιχα με Τμήματα Πολυτεχνείων και Πολυτεχνικών Σχολών της Χώρας [σ.σ. το ΤΕΕ λέει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η αντιστοίχιση Τμήματος Σχολής Μηχανικών Πανεπιστημίου με Τμήμα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΕΙ, διαδικασία που προβλέπεται με το άρθρο 66 του ν. 4610/2019] οι δε απόφοιτοι των εν λόγω Τμημάτων Α.Ε.Ι. δεν δύναται να φέρουν τον τίτλο του Διπλωματούχου Μηχανικού, μέλους του Τ.Ε.Ε., και, συνακόλουθα, οι τίτλοι σπουδών, που λαμβάνουν, δεν παρέχουν ταυτόσημο πλαίσιο πρόσβασης σε επαγγελματικές δραστηριότητες βάσει προσόντων με τα απονεμόμενα διπλώματα από τα Πολυτεχνεία και τις Πολυτεχνικές Σχολές της ημεδαπής σύμφωνα με το π.δ. 99/2018».
Υπογραμμίσαμε ότι δικαίως πρέπει να γίνεται αυτός ο διαχωρισμός, αν θέλουμε πραγματικά να στηρίξουμε την ποιότητα των σπουδών και όχι την υποβάθμισή τους, καθώς τα πτυχία των απόφοιτων Πολυτεχνείων και Πολυτεχνικών Σχολών απορρέουν από ενιαίες συμπαγείς, συνεκτικές 5ατείς σπουδές με «βαριά» προγράμματα σπουδών (περιεχόμενο σπουδών, είδος και εύρος μαθημάτων, εργαστήρια, κ.λπ.), ενώ τα Τμήματα Μηχανικών των πρώην ΤΕΙ (τριετούς διάρκειας συν πρακτική άσκηση) είτε συγχωνεύτηκαν στα ΑΕΙ είτε αποτέλεσαν χωριστά πανεπιστήμια (π.χ. ΠΑΔΑ, ΕΛΜΕΠΑ) έγιναν πανεπιστημιακά τμήματα κυριολεκτικά μέσα σε μια νύκτα, με απόφαση του υπουργού Παιδείας των συριζαίων Γαβρόγλου, ο οποίος πήρε τη σκυτάλη από τις κυβερνήσεις της δεξιάς που «ανωτατοποίησαν» τα ΤΕΙ (ΑΤΕΙ) με γελοίες διαδικασίες κρίσης μελών ΔΕΠ σε δωμάτια ξενοδοχείων, εφαρμόζοντας ουσιαστικά τη διαδικασία της Μπολόνια.
Το ΤΕΕ ισχυρίζεται επίσης ότι το ΑΤΕΕΝ (Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας του υπουργείου Παιδείας, πρώην Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων-ΣΑΕΠ), δεν προέβη στη διάκριση αυτή, όμως αυτή η στάση «δεν μπορεί να εμποδίσει το Τ.Ε.Ε. από το να το κάνει, καθώς το αντίθετο θα συνεπαγόταν την αυθαίρετη μεταβολή της πυρηνικής ταυτότητάς του ως επαγγελματικού φορέα των Διπλωματούχων Μηχανικών».
Το ιστορικό της απόφασης του ΣτΕ
Η απόφαση του Δ΄Τμήματος του ΣτΕ (Αρ. Απόφασης Α1933/2024), αφορά την περίπτωση Πολιτικού Μηχανικού, η οποία είναι κάτοχος του τίτλου σπουδών «Bachelor of Engineering in Civil Engineering & Construction – Extended» του «University of East London».
Η εν λόγω έκανε αίτηση εγγραφής στο μητρώο μελών του ΤΕΕ, προσκομίζοντας και την απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας αλλοδαπού τίτλου σπουδών «με τους απονεμόμενους τίτλους των Τμημάτων Πολιτικών Μηχανικών των Ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος» από το ΑΤΕΕΝ. Την επαγγελματική ισοδυναμία απόκτησε μετά από γραπτή δοκιμασία «σε κατηγορία γνωστικών αντικειμένων (Οπλισμένο Σκυρόδεμα, Αντισεισμική Προστασία Κτιρίων, Λιμενικά Έργα, Αντιπλημμυρικά και Υδροδυναμικά Έργα – Φράγματα), με την αιτιολογία ότι από τη σύγκριση του προγράμματος σπουδών που παρακολούθησε η ενδιαφερόμενη με το πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών των Α.Ε.Ι. της ημεδαπής, όπως αυτό του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, προκύπτουν ουσιώδεις διαφορές, και β) της με αριθμ. πρωτ. 46855/2.9.2021 βεβαίωσης του Προέδρου του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών της Σχολής Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής για την επιτυχή γραπτή εξέταση της εφεσίβλητης στα ανωτέρω γνωστικά αντικείμενα…».
Το ΤΕΕ, με το σκεπτικό που προαναφέραμε, απέρριψε την αίτηση εγγραφής της στο μητρώο μελών του. Στη συνέχεια η αιτούσα προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών που ακύρωσε την απόφαση του ΤΕΕ και διέταξε την εγγραφή της, κρίνοντας ότι το ΤΕΕ δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης του ΑΤΕΕΝ. Το ΤΕΕ άσκησε έφεση, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με την απόρριψη της έφεσης του ΤΕΕ, το ΣτΕ έκρινε ότι
– Το Τ.Ε.Ε. ήταν υποχρεωμένο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 3 του π.δ/τος 38/2010 να κάνει δεκτή την αίτηση εγγραφής της εφεσίβλητης στο μητρώο μελών του Επιμελητηρίου και χορήγησης άδειας άσκησης επαγγέλματος Πολιτικού Μηχανικού, χωρίς να δύναται να προβεί σε έλεγχο της νομιμότητας της ατομικού περιεχομένου πράξης του Α.Τ.Ε.Ε.Ν.
– Οι αποφάσεις του ΑΤΕΕΝ φέρουν τεκμήριο νομιμότητας, δεσμεύουν το ΤΕΕ και παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί από άλλο δικαστήριο.
Apofasi StEΗ Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το ΠΔ 38/2010 που την ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία και η Μπολόνια πίσω από την απόφαση του ΣτΕ
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΣτΕ επικυρώνει αποφάσεις του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου και των διαχειριστών του στις αστικές κυβερνήσεις, που καταρρίπτουν τα όσα έως πρότινος γνωρίζαμε για την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας. Εδώ δεν δίστασε να βάλει μπουρλότο στο άρθρο 16 του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας επαγγελματική ισοδυναμία σε κατόχους τίτλων κολλεγίων ακόμη και αν μέρος των σπουδών έγιναν σε Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών!
Ουδεμία έκπληξη λοιπόν, αν και τώρα επικυρώσει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων (αποδείχθηκε ότι πρόκειται για την πανεπιστημιοποίηση των κολλεγίων, που έχουν συμφωνίες δικαιόχρησης με ξένα πανεπιστήμια), μέσω της μεθόδευσης της απεύθυνσης προδικαστικού ερωτήματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Καταρχάς να σημειώσουμε ότι και στον πυρήνα της απόφασης του ΣτΕ υπάρχουν δύο αντιδραστικές παραδοχές:
Η πρώτη αφορά το αντιδραστικό ιδεολόγημα του διαχωρισμού των επαγγελματικών προσόντων από το πτυχίο, από το οποίο αυτά απορρέουν. Τούτο ήταν αναγκαίο για να πεταχθούν στον κάλαθο των αχρήστων οι ακαδημαϊκές σπουδές, και να μπουν στο γουδί των «προσόντων» που οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα, τα πάντα όλα: πτυχία τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης, σεμινάρια, πιστοποιήσεις, εμπειρία, κ.λπ. Εξ ου και η κατάργηση του ΔΙΚΑΤΣΑ και η δημιουργία δύο διαφορετικών οργάνων, του ΔΟΑΤΑΠ, αρμόδιου για την ακαδημαϊκή ισοτιμία και του ΣΑΕΠ αρμόδιου για την επαγγελματική ισοτιμία, μετεξέλιξη του οποίου είναι το ΑΤΕΕΝ.
Η δεύτερη αφορά το γεγονός ότι τον πρώτο και καθοριστικό λόγο έχει η αρμόδια αρχή του κράτους προέλευσης. Εφόσον αυτή χορηγεί τον τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης και πιστοποιεί, ως προς το πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης, η αρμόδια ελληνική αρχή, δηλαδή το ΣΑΕΠ, νυν ΑΤΕΕΝ, οφείλει να υπακούσει, ακόμη και αν στην Ελλάδα υπάρχουν διαφορετικές ακαδημαϊκές προϋποθέσεις ως προς τη δομή και το περιεχόμενο (τουλάχιστον τετραετείς σπουδές στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ) για την πρόσβαση σε αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα. Για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις, το ΑΤΕΕΝ διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει τον κάτοχο του αλλοδαπού διπλώματος σε γραπτή δοκιμασία εφόσον κατά την συγκριτική εξέταση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία ως προς τις γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το εθνικό δίπλωμα.
Ολόκληρη η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε το ΣτΕ στην αντιδικία του με το ΤΕΕ, βασίζεται στην κακόφημη Συνθήκη της Μπολόνια και στην ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ευρωπαϊκής οδηγίας 2005/36/ΕΚ με το ΠΔ 38/2010. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, το περιεχόμενο αυτών των κατευθύνσεων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, οι οποίες υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο του σκληρού ανταγωνισμού του με τις ΗΠΑ.
Στόχος ήταν και είναι η ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση να καταστεί «διεθνώς ανταγωνιστική και ελκυστική», με τα πανεπιστήμια να «αναμορφώνουν τα πτυχία και τα προγράμματα σπουδών τους», ώστε να απορροφούν μεγάλο μέρος των φοιτητών-πελατών, που επιλέγουν τις σπουδές σε χώρες του εξωτερικού και να συνδεθούν στενά με τις επιχειρήσεις, που πρέπει να έχουν βαρύνοντα λόγο στο περιεχόμενο των σπουδών.
Για να ικανοποιηθεί ακριβώς αυτός ο στόχος υπογράφηκε η Συνθήκη της Μπολόνια (ως συνέχεια της Διακήρυξης της Σορβόννης το 1998) τον Ιούνιο του 1999 από 29 κράτη-μέλη της ΕΕ, από τους αντίστοιχους υπουργούς Παιδείας. Από ελληνικής πλευράς την υπογραφή του έβαλε ο Γεράσιμος Αρσένης.
Η Συνθήκη της Μπολόνια έβαλε τις βάσεις για τη διαμόρφωση του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, χάραξε δηλαδή τις κατευθύνσεις που υποδείκνυε για την Ανώτατη Εκπαίδευση το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας για τις επιχειρήσεις του και την αγορά εργασίας, με στόχο τη μέγιστη κερδοφορία, κατάλληλα εκπαιδευμένο επιστημονικό προσωπικό σε μια εποχή που όλες οι αξίες -συμπεριλαμβανομένων της γνώσης, της επιστήμης, της έρευνας- θεωρούνται εμπορεύματα που δικαιούται να τα κατέχει μια μειοψηφία εκλεκτών, αφού η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη και η ανάπτυξη της πληροφορικής πέρασε πλέον μεγάλο μέρος της γνώσης και των δεξιοτήτων στις μηχανές, φθηναίνοντας «τα χέρια».
Η Μπολόνια δέσμευσε τις συμμετέχουσες χώρες (των οποίων ο κατάλογος έκτοτε μεγάλωσε) να προχωρήσουν σε αλλαγές στα εκπαιδευτικά τους συστήματα, μέχρι να εναρμονιστούν πλήρως με τις κατευθύνσεις που αυτή όρισε. Ως επιχείρημα επιστρατεύθηκε η αναγκαιότητα «κινητικότητας» των φοιτητών και η διευκόλυνση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στην αναγνώριση ισοτιμίας των σπουδών.
Οι κατευθύνσεις της είναι οι εξής:
♦ Οι πανεπιστημιακές σπουδές διασπώνται σε κύκλους, εκ των οποίων ο πρώτος, που οδηγεί στο βασικό πτυχίο (bachelor), είναι τριετής.
Στόχος είναι η μεγάλη πλειοψηφία των αποφοίτων να καθηλώνεται στο πρώτο πτυχίο, αποτελώντας στη συνέχεια ένα εργατικό δυναμικό μέσου επιπέδου, με γνώσεις περιορισμένης εμβέλειας, αφού αυτές ούτε το αντικείμενο της επιστήμης μπορούν να υπηρετήσουν συνολικά, αλλά ούτε και στο χρόνο μπορούν να αντέξουν. Οι φοιτητές πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα της εμπέδωσης δεξιοτήτων και όχι στην ανάπτυξη της αναλυτικής και συνθετικής σκέψης στο έδαφος της επιστήμης, αλλά και γενικά. Οι εργαζόμενοι αυτοί στη συνέχεια αποτελούν εύκολη λεία για τα σαγόνια των αφεντικών, ενώ η μειοψηφία, που έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει τσουχτερά δίδακτρα, προχωρεί στους μεταπτυχιακούς κύκλους, έχοντας καλύτερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Ταυτόχρονα, μέσω των βραχύβιων σπουδών για την πλειοψηφία, ελαχιστοποιούνται και οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση.
♦ Δημιουργείται ένα σύστημα «ανάγνωσης» και σύγκρισης των τίτλων σπουδών.
♦ Θεμελιώνεται ένα κοινό σύστημα αξιολόγησης των σπουδών και των πτυχίων, το σύστημα πιστωτικών μονάδων ECTS (European Credit Transfer System).
Η ρύθμιση αυτή έγινε για να ανατρέψει την έως τότε υπάρχουσα δομή των πανεπιστημίων, όπου η παραγωγή επιστημόνων με ένα λίγο-πολύ ομοιόμορφο κατά γνωστικό αντικείμενο επίπεδο γνώσεων, οδηγούσε στη συνέχεια σε απαιτήσεις για εργασία με κοινούς καλύτερους όρους και καλύτερες αμοιβές.
Με την εισαγωγή του Συστήματος Πιστωτικών Μονάδων, επιχειρείται η ποσοτική μέτρηση των σπουδών. Κριτήριο αντιστοίχισης των διαφόρων μορφών σπουδών σε μονάδες είναι ο φόρτος εργασίας που απαιτείται για κάθε μια από αυτές. Η επιλογή αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στη διάσπαση της ενότητας της επιστήμης, στην πολυδιάσπαση των σπουδών και των πτυχίων, που πρέπει να «φωτογραφίζουν» τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς και μετατρέπει τους φοιτητές σε «κυνηγούς» συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων, οι δε ατομικές διαδρομές γίνονται με οικονομικό κόστος που σε μεγάλο βαθμό επιβαρύνει τον φοιτητή.
Στο πνεύμα αυτό η Μπολόνια προχώρησε πολύ παραπέρα, θεωρώντας ότι πιστωτικές μονάδες μπορεί να συλλέγει κανείς και από μη τυπικά συστήματα εκπαίδευσης, υπηρετώντας μια εμπορευματική και χυδαία αντίληψη για την Παιδεία και υποβαθμίζοντας έτσι τις πανεπιστημιακές σπουδές χάριν των επιχειρήσεων που στήνουν στο χώρο της εκπαίδευσης οι έμποροι της γνώσης (π.χ. κολλέγια, ΙΕΚ, Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, κ.λπ.).
Σε συνέχεια αυτής της αντίληψης επινοήθηκε ο όρος «προηγούμενη μάθηση» από τη Σύνοδο του Λονδίνου, ώστε να συμπεριλαμβάνονται όλες οι μορφές μη τυπικής (σεμινάρια, εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, κέντρα κατάρτισης, κ.λπ), όσο και άτυπης μάθησης, όπως είναι η εμπειρική γνώση.
Το ΠΔ 38/2010 με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η ευρωπαϊκή Οδηγία 2005/36
Ο χορός της υποβάθμισης των ελληνικών πανεπιστημίων, που ξεκίνησε με την υπογραφή της Συνθήκης της Μπολόνια, έκλεισε με το ΠΔ 38/2010.
Στην καταδικαστική του απόφαση για την Ελλάδα, επειδή αυτή παραβίαζε την κοινοτική νομοθεσία για την αναγνώριση των διπλωμάτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαξίωνε πλήρως την ουσία της εκπαίδευσης που βρίσκεται πίσω από ένα πτυχίο, δηλώνοντας ότι η εκτίμησή του βασίζεται στο γεγονός ότι «με το σύστημα της οδηγίας 89/48 (προπάτορα της οδηγίας 36/05), ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα».
Την εξοργιστική αυτή αντίληψη, που διαχωρίζει την εκπαίδευση που υπάρχει πίσω από έναν τίτλο σπουδών από τα επαγγελματικά δικαιώματα, επικαλείται στο σκεπτικό του και το ΣτΕ στην περίπτωση αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας σε κατόχους τίτλων κολλεγίων ακόμη και αν μέρος των σπουδών έγιναν σε Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών: «Η αμοιβαία αναγνώριση των διπλωµάτων δεν συνεπάγεται ότι τα χορηγηθέντα από τα άλλα κράτη-μέλη διπλώματα πιστοποιούν εκπαίδευση ανάλογη ή συγκρίσιμη προς την απαιτούμενη στο κράτος-μέλος υποδοχής· κατά το σύστημα των οδηγιών, ένα δίπλωμα δεν αναγνωρίζεται ως εκ της εγγενούς αξίας της εκπαίδευσης την οποία πιστοποιεί, αλλά διότι παρέχει, εντός του κράτους-μέλους όπου αυτό έχει χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί, την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωµένο επάγγελµα… Διαφορές, όσον αφορά την οργάνωση ή το περιεχόμενο της κτηθείσας στο κράτος προέλευσης εκπαίδευσης, σε σχέση με την παρεχόμενη στο κράτος υποδοχής, δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την άρνηση αναγνώρισης του σχετικού επαγγελματικού προσόντος· εάν, όμως, αυτές οι διαφορές είναι ουσιώδεις, μπορεί το κράτος υποδοχής να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι ικανοποιεί τα προβλεπόμενα μέτρα αντισταθμιστικού χαρακτήρα… Εν σχέσει προς την ανωτέρω οδηγία 89/48/ΕΟΚ, με την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2008, εκδοθείσα επί προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, κρίθηκαν, επίσης, τα ακόλουθα [υπόθεση C-274/05, Eπιτροπή κατά Ελλάδος]: “Το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που καθιερώθηκε με την οδηγία 89/48 στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζουν…’’».
Τρία είναι τα κρίσιμα σημεία του ΠΔ 38/2010, πάνω στα οποία εδράζεται όλη η φιλοσοφία του: Το ένα είναι ότι πουθενά δε γίνεται μνεία στο περιεχόμενο των σπουδών των αιτούντων την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, πουθενά δε γίνεται λόγος για τα αναλυτικά προγράμματα των σπουδών, ούτε για το ποιόν του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και βέβαια, δεν προβλέπεται κανένας απολύτως έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές του τόπου εγκατάστασης (δηλαδή της Ελλάδας στην προκειμένη περίπτωση) στα προγράμματα, στο περιεχόμενο σπουδών και στους καθηγητές.
Για την ευρωπαϊκή Οδηγία και το ΠΔ που την ενσωματώνει ατόφια, μετράει μόνο το γεγονός ότι το «πτυχίο» το αποδίδει το ξένο πανεπιστήμιο, γεγονός που ευνοεί καθαρά τα κολλέγια που συνεργάζονται με πανεπιστήμια της αλλοδαπής.
Ως προς το ποιος θα κρίνει αν το ίδρυμα είναι «του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου» με ένα πανεπιστήμιο ή ένα ανώτατο ίδρυμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι κατηγορηματική: «Αποκλειστικώς η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα», πράγμα που φροντίζει να επαληθεύσει με τις διαδικασίες αναγνώρισης που θεσπίζει το ΠΔ για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.
Το κρίσιμο σημείο, δηλαδή, του ΠΔ είναι ότι η αναγνώριση των τίτλων και των αντίστοιχων επαγγελματικών προσόντων γίνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής του τίτλου (εν προκειμένω του ξένου πανεπιστήμιου), ενώ το κράτος υποδοχής ή εγκατάστασης αρκείται σε τυπικούς ελέγχους διασταύρωσης των στοιχείων.
Το ΠΔ δεν ενδιαφέρεται διόλου για τον τόπο ή το ίδρυμα στο οποίο έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές του ένας πολίτης της ΕΕ, εφόσον οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής (ή προέλευσης) των τίτλων σπουδών. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που επέλεξαν να βγουν στο εξωτερικό για σπουδές και σε αυτούς που φοίτησαν σε κολλέγιο στην Ελλάδα που συνεργάζεται με ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, αφού το «πτυχίο» το απονέμει το ξένο πανεπιστήμιο, το οποίο εδράζεται σε χώρα της ΕΕ.
Ενα άλλο σημαντικό σημείο του ΠΔ είναι ότι δίνει μερίδιο από την πίτα της αναγνώρισης και στα κολλέγια που συνεργάζονται με αμερικανικά πανεπιστήμια (προβλέπεται ήδη από την οδηγία 36/05, αλλά και δεν πήγαν τσάμπα οι επισκέψεις αμερικανών βουλευτών και των πρεσβευτών στους υπουργούς Παιδείας). Στο άρθρο 3 του ΠΔ γίνεται λόγος για τίτλους εκπαίδευσης (διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από την Αρχή) που βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί «κατά κύριο» λόγο στην Κοινότητα. Ενώ παρακάτω δηλώνεται ότι «εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης κάθε τίτλος εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα, εφόσον ο κάτοχός του διαθέτει στο συγκεκριμένο επάγγελμα τριετή επαγγελματική πείρα στο έδαφος του κράτους μέλους, το οποίο αναγνώρισε τον εν λόγω τίτλο».
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα βλέπουμε τώρα με όσα νομοθέτησε για τον ΔΟΑΤΑΠ και τα κολλέγια η Κεραμέως (νόμος πλαίσιο για τα πανεπιστήμια) και ο Πιερρακάκης για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Γιούλα Γκεσούλη