H αυτονομία της σχολικής μονάδας, η αυτοαξιολόγησή της (προγραμματισμός και αποτίμηση εκπαιδευτικού έργου), η ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών, ο διευθυντής αξιολογητής και μάνατζερ και ο διαγωνισμός PISA είναι οι κόμποι μια ενιαίας κόκκινης κλωστής, που προωθήθηκαν με επιμονή και αφάνταστο αυταρχισμό από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και την υπουργό Αμάθειας, Κολλεγίων και Καταστολής Κεραμέως.
Με παραλλαγές και κάποια άμβλυνση των οξύτατων γωνιών θα προωθηθούν και από μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το έχει αποδείξει το παρελθόν της, αλλά και οι εξαγγελίες ενόψει εκλογών (επαναφορά του ν. 4547/2018 που προβλέπει την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την εξωτερική αξιολόγησή της, που αποτελούν το πρώτο βήμα και για της αξιολόγηση των εκπαιδευτικών). Θυμίζουμε τη συστηματική παραπλανητική προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να κρυφτεί η αξιολόγηση πίσω από τον ψευδεπίγραφο «συλλογικό προγραμματισμό και αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου» (με «στόχους», «επιλογή στοχευμένων δράσεων» και «σχεδίων δράσης» και τη δυνητική συμμετοχή στελεχών της διοικητικής ιεραρχίας της εκπαίδευσης ή εκπροσώπους επιστημονικών, κοινωνικών ή πολιτιστικών φορέων), αλλά και τις δηλώσεις του τότε υπουργού Παιδείας Γαβρόγλου ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει καταρχάς να αποκτήσουν «κουλτούρα αξιολόγησης» και ότι «Η λέξη αξιολόγηση έχει ένα βάρος ιστορικό, έχει κακοπάθει…», «αλλά γενικά είναι ένα καλό πράγμα…».
Ομπρέλα όλων αυτών των μέτρων, που ως κατάληξη έχουν την κατηγοριοποίηση σχολείων, μαθητών και εκπαιδευτικών, την πειθάρχηση και την υποταγή, είναι η αποκέντρωση-αυτονομία της σχολικής μονάδας.
Αποκέντρωση και αυτονομία είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος και δεν αναιρούν τον καθοριστικό ρόλο του κεντρικού σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής από τις αστικές κυβερνήσεις, επειδή το σχολείο αποτελεί βασικότατο μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή. Γι΄αυτό και το περιεχόμενό του δεν είναι διαπραγματεύσιμο, όπως μη διαπραγματεύσιμη είναι και η διοίκησή του -εξ ου και οι επιλογές «στελεχών» από τις εκάστοτε κυβερνήσεις διαφόρων «χρωμάτων». Οι εκπαιδευτικές πολιτικές εκπορεύονται από το ΥΠΑΙΘ, η αποκέντρωση συνίσταται στην «προσαρμογή» από την εκπαιδευτική περιφέρεια των εκπαιδευτικών πολιτικών «στις ιδιαιτερότητες των σχολικών μονάδων» (βλέπε ταξική διαστρωμάτωση των «τοπικών κοινωνιών», με αντίστοιχες επιπτώσεις στο μορφωτικό επίπεδο των μαθητών, τις «ανάγκες» και τους στόχους της εκπαιδευτικής διαδικασίας) και οι σχολικές μονάδες καθορίζουν τα «σημεία έμφασης» («καινοτόμα προγράμματα», εξασφάλιση κονδυλίων από «τρίτους» μέσω παροχής υποδομής και υπηρεσιών, κ.λπ.), που εντάσσουν στο σχεδιασμό τους, ενώ οι επιλογές τους αυτές αποτελούν κριτήριο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου τους.
«Τοπική κοινωνία» (δηλαδή γονείς, δημαρχαίοι, σύλλογοι, τοπικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, κ.λπ.) μπορούν να έχουν λόγο σε αυτές τις «επιλογές». Η παρέμβαση γίνεται πάντα με κάποια ανταλλάγματα είτε μικροκομματικά, είτε διαφήμισης είτε και (καλυμμένης) κερδοφορίας και αποτελεί πλευρά της ιδιωτικοποίησης της λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης.
Γενικά σημειώνουμε ότι η αυτονομία της σχολικής μονάδας συνίσταται κυρίως στην απαλλαγή του αστικού κράτους από την γενναία οικονομική στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης και το φόρτωμα των βαρών στην εργαζόμενη κοινωνία, με παράλληλη εμπλοκή ιδιωτών και καπιταλιστών στη λειτουργία των σχολείων. Η παιδαγωγική και διοικητική αυτονομία, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Αυτό το σχολείο, με αυτά τα χαρακτηριστικά, που αγωνιά για την επιβίωσή του, καθώς η κρατική χρηματοδότηση είναι ελλιππέστατη και οφείλει να αναζητά πρόσθετους πόρους από ιδιώτες και καπιταλιστές, αξιολογούμενο μάλιστα γι’ αυτό, πρέπει να εξασφαλίζει συνάμα μια διοίκηση από έναν διευθυντή μάνατζερ και τη σιωπή των εκπαιδευτικών του, την υποταγή τους χωρίς αντιστάσεις.
«Πακέτο», λοιπόν, με το σχολείο που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια πάει και ο διευθυντής-γενικός δερβέναγας και αξιολογητής των υφισταμένων του και η ατομική αξιολόγηση-μπαμπούλας των εκπαιδευτικών.
Επειδή δε, η «αυτονομία» της σχολικής μονάδας και η καλή αξιολόγησή της, με κριτήρια την προσέλκυση πόρων από «τρίτους», τα «μαθησιακά αποτελέσματα», κ.λπ. παράγει ανταγωνισμό, επιβάλλονται πρόσθετοι ταξικοί φραγμοί κατηγοριοποίησης και των μαθητών. Εξ ου και η ελληνική PISA, ένας διαγωνισμός τυποποιημένης τεχνικής μέτρησης της «αποτελεσματικότητας» του εκπαιδευτικού συστήματος και «των επιδόσεων» των σχολείων.
Ο ισχυρισμός ότι μέσω του διαγωνισμού αναζητάται «ο βαθμός επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο με βασική μονάδα ανάλυσης τις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης» είναι υποκριτικός και απολύτως ψευδής, γιατί το υπουργείο Παιδείας και το ελεγχόμενο από αυτό ΙΕΠ, είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι της κατάρτισης των προγραμμάτων σπουδών, της επιλογής της ύλης, των σχολικών εγχειριδίων, των μεθόδων διδασκαλίας, κ.α. Είναι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος, τις οποίες και γνωρίζουν από πρώτο χέρι. Πλην, όμως, επιμένουν να τις συντηρούν, μιας και στόχος είναι η διαμόρφωση ανθρώπων-«μερικών εργαλείων», στην υπηρεσία της αγοράς και όχι ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων με κριτική ματιά και σκέψη.
Η PISA, μια επιπλέον μορφή «αξιολόγησης της εκπαίδευσης», όπως δήλωσε άλλωστε η ίδια η Κεραμέως, έχει μερίδιο στην επίμονη στροφή των σχολείων στην κατάκτηση κάποιων ελάχιστων δεξιοτήτων από τους μαθητές, τους αυριανούς δηλαδή εργαζόμενους (λίγα ελληνικά, λίγα αγγλικά, λίγες βασικές γνώσεις μαθηματικών και πληροφορικής), ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση, το υπουργείο Παιδείας φορτώνουν στους συμμετέχοντες (μαθητές, εκπαιδευτικούς) την αποτυχία της εγκληματικής τους πολιτικής στην εκπαίδευση.
Γιούλα Γκεσούλη