Υπό το φως της πρωτοφανούς σε έκταση και βάθος επίθεσης στα δικαιώματα και τη ζωή του εργαζόμενου λαού, γίνεται απόλυτα κατανοητό το περιεχόμενο του πολυνομοσχέδιου Διαμαντοπούλου, που ψηφίσθηκε από τον κυβερνητικό λόχο με διαδικασίες εξπρές.
Το πολυνομοσχέδιο –νόμος πια του κράτους– υψώνει τείχη στους διορισμούς εκπαιδευτικών, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο την ελαχιστοποίηση των μόνιμων διορισμών και τη γενίκευση της εργασιακής ανασφάλειας στο δημόσιο σχολείο (προκειμένου να καλυφθούν τα κενά θα επιστρατεύονται οι αναπληρωτές, οι αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου και οι ωρομίσθιοι). Επιβάλλει καθεστώς τρόμου και ανασφάλειας στους εκπαιδευτικούς, αφού πάνω από το κεφάλι τους θα κρέμεται ο πέλεκυς της αξιολόγησης, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσουν να «περπατήσουν» οι αλλαγές του «νέου σχολείου» και οδηγεί τις σχολικές μονάδες, που στενάζουν από την ένδεια των οικονομικών πόρων και των τεράστιων ελλείψεων, σε αδυσώπητο ανταγωνισμό για μια θέση στη λίστα κατάταξής τους, η οποία θα είναι αναπόφευκτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς.
Το πολυνομοσχέδιο ψηφίσθηκε στο σύνολό του αυτούσιο, με επουσιώδεις «βελτιώσεις», που δεν επηρεάζουν στο ελάχιστο την ουσία του και τις βασικές του διατάξεις. Που όμως χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν την ψευτοπροπαγάνδα για την «αξία του διαλόγου», στον οποίο δίνει δήθεν βαρύνουσα σημασία η τωρινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Τέτοιες επουσιώδεις αλλαγές είναι η βελτίωση στη μοριοδότηση των «κοινωνικών κριτηρίων» για την τελική κατάταξη στον πίνακα διορισμού, η βελτίωση της αξιολόγησης του βαθμού του πτυχίου που υπολογίζεται σε 1 μονάδα (από 0,50) για κάθε βαθμό πάνω από 5, η μοριοδότηση με διπλάσιες μονάδες του τρίτου χρόνου, τον οποίο, σημειωτέον, υποχρεούται να υπηρετήσει ο νεοδιόριστος εκπαιδευτικός στη θέση της πρώτης τοποθέτησής του (αυτό δεν αλλάζει), κ.λπ. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ουδεμία τροποποίηση δε γίνεται στη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας, που απέκτησε ο εκπαιδευτικός γυρίζοντας σαν «την άδικη κατάρα» ανά την επικράτεια, προκειμένου να μαζέψει πολυπόθητα μόρια για το διορισμό του. Ουδεμία αλλαγή δεν προβλέπεται για τη μεταβατική περίοδο-ασφυκτικό κορσέ, που θα πνίξει όλους αυτούς τους τάλαινες, που κατά χιλιάδες είναι εγκλωβισμένοι στους πίνακες προϋπηρεσίας.
Μια άλλη «βελτίωση» είναι και ο προγραμματισμός άμεσης διεξαγωγής διαγωνισμού ΑΣΕΠ για την ειδική αγωγή, προκειμένου να «αποκατασταθούν» (;) οι απόφοιτοι των κλάδων ΠΕ61 και ΠΕ71, που επί δεκαετία εργάζονταν ως αναπληρωτές. Μετά τις αντιδράσεις που ξεσήκωσαν τα περίφημα «σεμινάρια των 400 ωρών», που διοργάνωναν διάφορα Πανεπιστήμια με το αζημίωτο (επέβαλαν δίδακτρα), στο πλαίσιο του καθαγιασμένου μοντέλου ιδιωτικο-οικονομικής λειτουργίας τους, «επιμορφώνοντας» στο πόδι εκπαιδευτικούς στην ειδική αγωγή, τη στιγμή που υπάρχουν απόφοιτοι των πανεπιστημιακών σχολών ειδικής αγωγής, το υπουργείο ανέκρουσε πρύμναν. Πλην, όμως, μεσοβέζικα, αφού προβλέπεται και γι’ αυτό το αίσχος μεταβατική περίοδος. Το υπουργείο, βέβαια, έσπευσε να διευκρινίσει ότι η «κατάργηση των σεμιναρίων ως προσόν διορισμού δεν συνεπάγεται και την απαγόρευση διοργάνωσής τους από τα Πανεπιστήμια ή από άλλους φορείς με ή χωρίς πληρωμή», επικαλούμενο για τα Πανεπιστήμια «το αυτοδιοίκητο», αφήνοντας έτσι πάντα ανοιχτό το παράθυρο για ανάλογους χειρισμούς στο μέλλον, ίσως με την επίκληση της «έλλειψης» πτυχιούχων ΑΕΙ.
Ο νόμος κάνει σημαντικά δώρα και στους σχολάρχες των ιδιωτικών σχολείων. Τους δίνει το δικαίωμα να απολύουν έναν εκπαιδευτικό κάθε χρόνο ανά ιδιωτική εκπαιδευτική μονάδα και ανά βαθμίδα εκπαίδευσης, ενώ νομιμοποιεί το «δικαίωμα» εκβιασμού των σχολαρχών προς τους εργαζόμενους εκπαιδευτικούς. Οι εργοδότες μπορούν έτσι να εκβιάζουν τους εκπαιδευτικούς με το φόβο της απόλυσης και να πετυχαίνουν την «συγκατάθεσή» τους στην «τροποποίηση του διοριστηρίου τους, ώστε να εργάζονται λιγότερες ώρες» (προφανώς με μειωμένες αμοιβές). Με τις «βελτιώσεις» επανήλθε η παλιά διάταξη, που αρχικά είχε απαλειφθεί, να διορίζονται στη δημόσια εκπαίδευση οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί που απολύονται, λόγω κλεισίματος των ιδιωτικών σχολείων και εφόσον έχουν 6ετή προϋπηρεσία. Η κυβέρνηση αποφάσισε να μη στερήσει από τους «κολλητούς» της εργατοπατέρες της ΟΙΕΛΕ, που τη στήριξαν με νύχια και δόντια σε όλες τις κατά καιρούς «μεταρρυθμίσεις» της, ένα δημαγωγικό ατού έναντι των εργαζομένων εκπαιδευτικών, ενώ παράλληλα αβαντάρει και τους σχολάρχες, προς τους οποίους σαφώς μειώνεται η πίεση από τους εκπαιδευτικούς που κινδυνεύουν να βρεθούν στο δρόμο.
Στις «λοιπές διατάξεις» του άρθρου 47, το υπουργείο κάνει για μια ακόμη χρονιά δώρο στους ιδιώτες την προσχολική εκπαίδευση, καταργώντας επί της ουσίας τη μονοετή υποχρεωτική φοίτηση στο Νηπιαγωγείο. Προβλέπει και για τη σχολική χρονιά 2010-2011 την εγγραφή στην Α΄ Τάξη του Δημοτικού Σχολείου, χωρίς την υποχρέωση προσκόμισης βεβαίωσης φοίτησης στο Νηπιαγωγείο. Εδώ η «βελτίωση» που έγινε στο αρχικό σχέδιο νόμου ήταν προς το χειρότερο: Ενώ η αρχική διατύπωση ήταν «μόνο για το σχολικό έτος 2010-2011», στο τελικό κείμενο, που ψηφίστηκε το «μόνο» πέταξε και στη θέση του μπήκε το «για τη σχολική χρονιά…», αφήνοντας σαφώς ανοιχτό το ενδεχόμενο της επ’ αόριστον ακύρωσης της υποχρεωτικότητας.
Το πολυνομοσχέδιο, εκτός από τον Περισσό και το ΣΥΡΙΖΑ, δεν ψήφισε και η ΝΔ. Εκτός από τους αντιπολιτευτικούς λόγους, τους οποίους όλοι αντιλαμβανόμαστε, είναι χαρακτηριστικό αυτό που επικαλέστηκε η εκπρόσωπός της Βόζεμπεργκ. Οτι στις διατάξεις για την αξιολόγηση και τον μέντορα του νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού, δεν ορίζονται σαφώς οι λεπτομέρειες και παραπέμπονται σε Υπουργική Απόφαση (ο μέντορας) και ΠΔ (η διαδικασία αξιολόγησης και μονιμοποίησης του νεοδιόριστου). Η ΝΔ δε διαφωνεί επί της ουσίας της αξιολόγησης, την οποία υπερασπίζεται με νύχια και δόντια. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι «έτσι όπως εισάγονται οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν θα φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα».
Γιούλα Γκεσούλη