Βιάζεται η κυβέρνηση να βάλει την ταφόπλακα πάνω στα Πανεπιστήμια με δυο νομοσχέδια για την έρευνα και τα μεταπτυχιακά, που τα προωθεί άρον άρον και για αντιπερισπασμό, μετά το σκάνδαλο των πανελλαδικών, το μεν πρώτο στο θερινό τμήμα της βουλής και το δεύτερο στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, δια της οδού του γνωστού διαλόγου-παρωδία. Μα πιο πολύ βιάζεται η κυβέρνηση να κλείσει το κεφάλαιο των «μεταρρυθμίσεων» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση την περίοδο του καλοκαιριού, στοχεύοντας στην κινηματική άπνοια, αφού είναι γνωστό ότι και τα δυο νομοσχέδια δεν είναι αποδεκτά από τους φοιτητές και τους πανεπιστημιακούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νομοσχέδιο για την έρευνα έχει απορριφθεί και από τη Σύνοδο των Πρυτάνεων, η οποία έχει κάνει λόγο για υποβάθμιση του ρόλου των Πανεπιστημίων προς όφελος των Ερευνητικών Κέντρων και έχει ζητήσει σειρά τροποποιήσεων. Το υπουργείο Παιδείας, όμως και η κυβέρνηση δεν έχουν καιρό για χάσιμο. Αλλωστε τα φανταχτερά λόγια για «διάλογο», σεβασμό στην αυτονομία των Ιδρυμάτων, ακόμα και οι δημόσιες σχέσεις με τις διοικήσεις των Πανεπιστημίων, που είναι κατά κανόνα ανεκτικές στις κυβερνητικές επιλογές, είναι πολύ περισσότερο τώρα «πράσινα άλογα», αφού η κυβέρνηση δεν θέλει επουδενί ν’ ανοίξει και νέο μέτωπο, καμένη ήδη από τις πυρκαγιές και τα ομόλογα και με ανοιχτή την ατζέντα των εκλογών. Τουλάχιστον έτσι ελπίζει ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα και ότι θα λειτουργήσει η λογική των τετελεσμένων. Ομως το φοιτητικό κίνημα έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την κυβέρνηση και αν πιάσει το νήμα από κει που το άφησε, με κάθε προσπάθεια εφαρμογής στην πράξη του νόμου πλαισίου και με τα δυο νέα νομοσχέδια να συμπληρώνουν το παζλ της παράδοσης του Πανεπιστήμιου στα νύχια των επιχειρήσεων και της αγοράς, καμιά προοπτική δεν είναι από τώρα προδιαγεγραμμένη.
Νομοσχέδιο για την έρευνα
Την Τρίτη, 17 Ιουλίου, η Κυβερνητική Επιτροπή ενέκρινε το νομοσχέδιο για την Ερευνα την Τεχνολογία και την Καινοτομία, που εισηγήθηκαν ο υπουργός Ανάπτυξης Σιούφας και η υπουργός Παιδείας Μ. Γιαννάκου, και μέσα στις επόμενες ημέρες αυτό θα κατατεθεί στη Βουλή.
Με το νομοσχέδιο αυτό αναδιοργανώνεται όλο το σύστημα έρευνας και τεχνολογίας της χώρας και τίθεται κάτω από την αιγίδα του πρωθυπουργού. Κοντολογίς ποδηγετείται από την πολιτική που χαράζει η πολιτική ηγεσία, η οποία ενεργεί προς το συμφέρον του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου.
Αντί να ενισχυθούν τα Πανεπιστήμια, στα οποία πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος της βασικής έρευνας, η οποία αποτελεί και το δεύτερο συστατικό της ύπαρξής τους, μετά τη διδασκαλία, αυτή μετατίθεται από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα στα ερευνητικά κέντρα, ώστε να οργανώνεται απόλυτα με τους όρους και τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της αγοράς.
Παράλληλα προσανατολίζεται σε βασικούς άξονες «στους οποίους στηρίζονται πολλά προγράμματα που θα χρηματοδοτηθούν από την ΕΕ κατά την Τέταρτη Προγραμματική Περίοδο (όπως το νέο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητα -ΕΠΑΝ- του υπουργείου Ανάπτυξης), τα οποία σχεδιάζονται αυτή την περίοδο», δηλαδή προσανατολίζεται σε κατευθύνσεις που ευνοούν την κερδοφορία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, γι΄ αυτό και επιλέγονται από τις κυβερνήσεις να ενισχυθούν.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι στοχοπροσήλωση του νέου νομοσχεδίου είναι η παραγωγή εφαρμοσμένης τεχνολογικής έρευνας, συνδεδεμένης με τις επιχειρήσεις. Χρήσιμο να ερευνηθεί είναι πια αποκλειστικά ό,τι ευνοεί τις επιχειρήσεις και την προοπτική αποκόμισης μέγιστου κέρδους, με έμφαση στις νέες τεχνολογίες και όχι αυτό που ωφελεί γενικά τον άνθρωπο. Τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα να ατονήσει κάθε ερευνητική δραστηριότητα σε επιστήμες και τομείς, της οποίας τα αποτελέσματα μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμη εφαρμογή ευεργητική για τον άνθρωπο και προτεραιότητα θα έχει η ικανοποίηση των άμεσων αναγκών της αγοράς. «Η ανάγκη στενότερης συνεργασίας μεταξύ επιστήμης και βιομηχανίας για την επίτευξη απτών αξιοποιήσιμων και μετρήσιμων αποτελεσμάτων, προϊόντων και υπηρεσιών» τονίζεται ιδιαίτερα στο νέο νομοσχέδιο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων συνδέθηκε με την «αποδοτικότητά» τους, η οποία θα κρίνεται βάσει μιας διαρκούς αξιολόγησης, εσωτερικής και εξωτερικής.
Παρά τους όρκους πίστης στη «στρατηγική της Λισαβόνας», η ψωροκώσταινα πήγε πίσω και από τις δεσμεύσεις της, προβλέποντας με το νομοσχέδιο να αυξήσει τις δαπάνες για την έρευνα και τεχνολογία στο 1,5% του ΑΕΠ (από 0,6% που είναι σήμερα) ως το 2013. Ο συγκεκριμένος «στόχος της Λισαβόνας» είναι οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία να ανέλθουν στο 3% μέχρι το 2010, ενώ και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος στις χώρες της ΕΕ των 15 είναι σήμερα 1,9% επί του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, συγκροτείται Διυπουργική Επιτροπή Ερευνας και Τεχνολογίας (ΔΕΕΤ), η οποία αναλαμβάνει το σχεδιασμό της στρατηγικής υπό τον πρωθυπουργό και έχει ως μέλη της σχεδόν το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου.
Η ΔΕΕΤ εκτός από τη χάραξη της μακροπρόθεσμης στρατηγικής, έχει ως έργο την οριοθέτηση σαφών στόχων και χρονοδιαγραμμάτων και τη διατύπωση προτάσεων για τους τρόπους και τις πηγές της χρηματοδότησης.
Η άσκηση της πολιτικής για την έρευνα και τεχνολογία και η χρηματοδότησή της ανατίθεται στον Εθνικό Οργανισμό Ερευνας και Τεχνολογίας, ο οποίος είναι ΝΠΙΔ. Βασικό εργαλείο θα είναι το Εθνικό Πρόγραμμα για την Ερευνα και Τεχνολογία (ΕΠΕΤ), στο πλαίσιο του οποίου θα εκτελούνται ερευνητικά προγράμματα, εκπόνηση μελετών, εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων και η πραγματοποίησή τους μπορεί να γίνεται από δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ενώσεις προσώπων, ακόμα και φυσικά πρόσωπα από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Λόγο στα πεπραγμένα θα έχει και το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας και Τεχνολογίας, το οποίο αποτελείται από 15 μέλη, 5 εκ των οποίων είναι επιχειρηματίες. Το ΕΣΕΤ εισηγείται για την κατανομή των κονδυλίων, το σχεδιασμό της έρευνας και την αξιολόγηση των ερευνητικών έργων.
Νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά
Την άγουσα για το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας πήρε η «Πρόταση Σχεδίου Νόμου» για τα μεταπτυχιακά, ενώ δόθηκε και στα Ιδρύματα, προκειμένου να αρχίσει η φάρσα της «δημόσιας διαβούλευσης». Το έργο το έχουμε ξαναδεί με το νόμο πλαίσιο για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ, ο οποίος -και αυτός- αρχικά έφερε, για παραπλανητικούς λόγους, τον τίτλο της «Πρότασης Σχεδίου Νόμου», ενώ το τελικό κείμενο ελάχιστες διαφορές είχε από το αρχικό, παρά τη γενικευμένη, μαχητική και με διάρκεια αντίδραση του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι το τελικό νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά θα είναι πανομοιότυπο με αυτό που παρουσιάστηκε ως «πρόταση».
Το νομοσχέδιο αυτό ολοκληρώνει από την πλευρά του τη δέσμευση έναντι της «διαδικασίας της Μπολόνια», σύμφωνα με την οποία οι μεταπτυχιακές σπουδές αποτελούν χωριστό κύκλο σπουδών, στον οποίο έχουν πρόσβαση πολύ λιγότεροι από αυτούς που φοιτούν στον προπτυχιακό κύκλο σπουδών και οι τρεις κύκλοι στους οποίους διασπώνται οι σπουδές έχουν τη γνωστή πια χρονική διάρκεια σε έτη (3-2-3).
Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι: α) δίνεται το δικαίωμα στα ΤΕΙ να οργανώνουν αυτοδύναμα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών(ΠΜΣ), (μετά από τη συνυποβολή, για ξεκάρφωμα και προκειμένου να αποφευχθούν οι αντιδράσεις των ΑΕΙ, έκθεσης εσωτερικής αξιολόγησης) όταν είναι γνωστό ότι η διάρκεια σπουδών σε αυτά είναι 3 χρόνια, ενώ και η «ανωτατοποίησή» τους ήταν ψευδεπίγραφη και εξυπηρέτησε απλά την κατεύθυνση της Μπολόνια για πρώτο κύκλο ανώτατων σπουδών διάρκειας 3 ετών β) τα μεταπτυχιακά προγράμματα γίνονται προνομιακός χώρος σπουδών για μια περιορισμένη ελίτ, προερχόμενη από τα εύπορα στρώματα, αφού καθιερώνονται τσουχτερά δίδακτρα. Ετσι ικανοποιείται η απαίτηση του νεοφιλελεύθερου οδοστρωτήρα, που θέλει τη μεγάλη μάζα μισομορφωμένη, μισοκαταρτισμένη, με ένα πεδίο γνώσεων ρηχό, φθηνό, με ημερομηνία λήξης, ώστε να είναι αναλώσιμη ύλη στις ορέξεις του κεφαλαίου και μια ελίτ στελεχών με ευρύτερη και ακριβοπληρωμένη μόρφωση για τα κλειδιά του κρατικού μηχανισμού και των επιχειρήσεων.
Το υπουργείο Παιδείας διατείνεται ότι στο σημείο αυτό -τη χρηματοδότηση από τα δίδακτρα- δεν άλλαξε τίποτε σε σχέση με το παρελθόν, αφού πολλά Πανεπιστήμια είχαν επιβάλει δίδακτρα σε κάποια από τα μεταπτυχιακά τους προγράμματα. Αυτό όμως είναι ψέμα, γιατί τώρα το σύνολο των πανεπιστημιακών τμημάτων θα αναγκαστεί να επιβάλει τσουχτερά δίδακτρα, αφού το ΥΠΕΠΘ με το προσχέδιο χρηματοδοτεί από τον τακτικό προϋπολογισμό μόνο ένα ΠΜΣ του Τμήματος και ένα διατμηματικό ή διιδρυματικό ΠΜΣ και τα Τμήματα διαθέτουν περισσότερα του ενός μεταπτυχιακά προγράμματα.
Ετσι δεκάδες μεταπτυχιακά προγράμματα, στα οποία σημειωτέον λόγω της απαξίωσης των πτυχίων φοιτούσαν το 2005-2006 68.597 μεταπτυχιακοί φοιτητές, θα βρεθούν χωρίς πόρους και θα αναγκαστούν να επιβάλλουν δίδακτρα και να στραφούν σε άλλες πηγές χρηματοδότησης. Αλλωστε, το προσχέδιο νόμου προβλέπει πηγές εσόδων ΠΜΣ από δωρεές, χορηγίες, παροχές, νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ερευνητικά προγράμματα και τα ρέστα. Ο σφιχτός εναγκαλισμός με τις επιχειρήσεις είναι και εδώ, όπως αντιλαμβάνεστε, μονόδρομος, πέρα από τη συμμετοχή δια των διδάκτρων των ίδιων των φοιτητών.
Οι μεταπτυχιακές σπουδές θα λειτουργούν καθαρά με τη λογική των μπίζνες και για να συνεχίσουν να λειτουργούν θα υποβάλλουν σχέδια βιωσιμότητας και επομένως θα βρίσκονται σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από την αγορά. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι το προσχέδιο προβλέπει ότι το υπουργείο θα μπορεί να προκηρύσσει επιστημονικούς τομείς προτεραιότητας και θα χρηματοδοτεί τα μεταπτυχιακά που θα εντάσσονται σ’ αυτούς.
Το προσχέδιο νόμου προβλέπει επίσης και την ίδρυση Ερευνητικών Πανεπιστημιακών Ινστιτούτων, που θα είναι ΝΠΙΔ, θα εποπτεύονται από το υπουργείο Παιδείας και αντικείμενο θα έχουν την έρευνα σε συγκεκριμένες επιστημονικές περιοχές.








