Ολα τα καλόπαιδα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) (σ’ αυτή συμμετέχουν όλοι οι λεγόμενοι «κοινωνικοί εταίροι», ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΠΑΣΕΓΕΣ, ΣΕΒ κ.λπ) τάσσονται αναφανδόν υπέρ των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην ανώτατη εκπαίδευση και στην κατεύθυνση αυτή βλέπουν και το νέο νόμο πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια. Αυτή είναι η ουσία της γνωμοδοτικής πρότασης της ΟΚΕ προς το υπουργείο παιδείας, προς το οποίο ανάβει και αυτή το πράσινο φως να προχωρήσει.
Οι «κοινωνικοί εταίροι» μιας και συμπεριλαμβάνουν και την «εργατική» (τρομάρα τους) πλευρά, οφείλουν βεβαίως να κρατήσουν κάποιες αποστάσεις από την κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας. Γι’ αυτό και κάνουν μια εξ απαλών ονύχων κριτική σε θέματα διαδικασίας, στον τρόπο δηλαδή χειρισμού του «διαλόγου», επισημαίνοντας ότι αυτός δεν μπορεί να είναι «παράλληλοι μονόλογοι και κλειστές επιτροπές ειδικών». Δεν ξεχνούν όμως να τονίσουν ακόμα και στο σημείο αυτό, ότι διάλογος σημαίνει «υποχώρηση των ιδεολογημάτων και των άκαμπτων στάσεων», ρίχνοντας τα πυρά προς την πλευρά του κινήματος και της πανεπιστημιακής κοινότητας, που αντιστέκονται στον οδοστρωτήρα της αντιδραστικής λαίλαπας.
Ευθύς εξαρχής η ΟΚΕ, στη γνωμοδότησή της, αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει τη συμφωνία της με τη Διακήρυξη της Μπολόνια (που βάζει τη σφραγίδα της σ’ όλες τις αναδιαρθρώσεις και κατ’ επέκταση και στο νόμο πλαίσιο), στην οποία προσθέτει και ολίγον καρύκευμα από «διάλογο», ώστε να βρεθεί ο τρόπος διαμόρφωσής της για την ελληνική πραγματικότητα.
Στη συνέχεια περνά στο άλλο βαρύ πυροβολικό της φιλοσοφίας των αλλαγών, που είναι η «σχέση του σχολείου και του Πανεπιστημίου» με την αγορά. Η ΟΚΕ αποφεύγει να χρησιμοποιήσει περισσότερο φορτισμένους αρνητικά όρους για να περιγράψει τη συμφωνία της στην υποταγή του σχολείου και του Πανεπιστήμιου στην καπιταλιστική αγορά και τις επιχειρήσεις, πλην όμως αμέσως παρακάτω η διαπίστωση «της βραδύτητας προσαρμογής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας» βγάζει μάτι, όπως και η «σύνδεση με την παραγωγή, την υγιή επιχειρηματικότητα (sic!) και τις τοπικές κοινωνίες».
Κάτω από αυτό το πρίσμα οι «κοινωνικοί εταίροι» δε θα μπορούσαν να δουν αλλιώς και τη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων. Αναγνωρίζουν, λοιπόν, την προσπάθεια του αστικού κράτους να αποσείσει τις ευθύνες του από την υποχρέωση της πλήρους χρηματοδότησης της δημόσιας Παιδείας και δικαιολογούν την πολιτική της σταθερής υποχρηματοδότησης. Ετσι μιλούν για «ευέλικτες μορφές χρηματοδότησης», εννοώντας προφανώς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, για «εξεύρεση -από τα Ιδρύματα- νέων πόρων» και για στοχευμένη χρηματοδότηση με προεπιλογή των κατευθύνσεων που αυτή θα γίνεται.
Πιστή στο πνεύμα της Μπολόνια η ΟΚΕ, αναφέρεται στην αναγκαιότητα «ενθάρρυνσης της κινητικότητας», που πίσω απ’ το λαμπερό περιτύλιγμά της κρύβει το διαχωρισμό των πανεπιστημιακών σπουδών σε τρεις κύκλους, τον υποβιβασμό των Ιδρυμάτων σε μεταλυκειακά ιδρύματα κατάρτισης τριετούς διάρκειας και την αντιμετώπιση των φοιτητών ως πελατών.
Αλλά το δηλητήριό της η ΟΚΕ το φυλά ατόφιο για το πανεπιστημιακό άσυλο. Αν και διατείνεται πως δεν πρέπει να αλλάξει ο παλιός ορισμός, στη συνέχεια επιμένει με έμφαση ότι πρέπει να υπάρξει «διαφοροποίηση των προϋποθέσεων άρσης του» και να «περιληφθεί ρητά η διάπραξη βανδαλισμών σε συγκεκριμένο πανεπιστημιακό χώρο και η παρεμπόδιση της ελεύθερης εισόδου στο ίδρυμα των φοιτητών και των καθηγητών» στις περιπτώσεις άρσης του. Κάθε, λοιπόν, δράση που πιθανόν να προκαλέσει κάποιες καταστροφές ή κάθε μαχητική ενέργεια (π.χ. κατάληψη) μπορεί να θεωρηθεί αιτία άρσης του ασύλου. Και η απόφαση για την άρση του θα παίρνεται πολύ πιο εύκολα, αφού η ΟΚΕ προτείνει «ευέλικτο» αρμόδιο όργανο ευρύτερο από το Πρυτανικό Συμβούλιο -που προτείνει η κυβέρνηση- και μικρότερο από τη Σύγκλητο, στο οποίο θα συμμετέχουν και περισσότεροι του ενός φοιτητές, που θα αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία (η οποία, προφανώς, στις περισσότερες περιπτώσεις θα είναι εξασφαλισμένη λόγω της σύνθεσής του).
Η ΟΚΕ εμμέσως δίνει συγκατάθεση και στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, αφού δεν βρίσκει ούτε δυο λόγια να πει ενάντιά της, αλλά δηλώνει ότι θα εκδώσει «Γνώμη» μέσα στο 2007 για την εκπαίδευση και θα «εξετάσει -στο πλαίσιο αυτό- και τα ζητήματα που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της επικείμενης αναθεώρησης». Βεβαίως, δεν μας ξαφνιάζει καθόλου η στάση αυτή, αφού πρώτη και καλή ο «εργατικός εταίρος», η ΓΣΕΕ, έστησε την Ακαδημία Εργασίας της και φιλοδοξεί να την κάνει ιδιωτικό πανεπιστήμιο.
«Θετικά» βλέπει η ΟΚΕ όλες τις πλευρές του Επιχειρηματικού Πανεπιστήμιου, όπως την αξιολόγηση, την κατάρτιση ακαδημαϊκού αναπτυξιακού προγράμματος (συμπεφωνημένο με το ΥΠΕΠΘ), την τοποθέτηση μάνατζερ στα Πανεπιστήμια, τις ανταποδοτικές υποτροφίες και τα δάνεια στους φοιτητές που συνδέονται με την επίδοσή τους, την καθιέρωση ανώτατου ορίου χρόνου σπουδών, τα προαπαιτούμενα μαθήματα, την ουσιαστική κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων, διατηρώντας, για τα μάτια, κάποιες επιφυλάξεις σε μερικά από αυτά (χρόνος σπουδών, συγγράμματα).
Κατά τα άλλα οι «κοινωνικοί εταίροι» κλείνουν περισσότερο προς την άποψη του Γιωργάκη όσον αφορά στην «αυτοδιοίκηση» και την «αυτονομία» των ΑΕΙ. Να αφεθεί, δηλαδή, στα ίδια τα Ιδρύματα το δικαίωμα να αποφασίζουν για στοιχεία της λειτουργίας τους, τα οποία όμως θα είναι κριτήρια για την αξιολόγησή τους (και την κατάταξή τους) σε όλα τα επίπεδα.
Γιούλα Γκεσούλη








