19.500 κενά σε εκπαιδευτικό προσωπικό με το καμπανάκι έναρξης της σχολικής χρονιάς!
2150 δάσκαλοι, 950 νηπιαγωγοί, 1200 εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων (αγγλικής γλώσσας, μουσικοί, γυμναστές) στην πρωτοβάθμια.
8.000 ωρομίσθιοι για να λειτουργήσουν τα ολοήμερα παιδοφυλακτήρια.
7.200 εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας απόντες.
25.000 χαμένες διδακτικές ώρες κάθε μέρα στην πρωτοβάθμια.
144.000 οι χαμένες διδακτικές ώρες μόνο την πρώτη βδομάδα του σχολικού έτους σε Γυμνάσια και Λύκεια.
Με το γνωστό δεσποτικό της ύφος, από τη Θεσσαλονίκη, η υπουργός Παιδείας, διέγραψε τα κενά με μια μονοκοντυλιά. «Δεν νοούνται, ούτε υπάρχουν κενά σε μια χώρα στην οποία αναλογούν λιγότερα από 10 παιδιά ανά εκπαιδευτικό», δήλωσε. Μάλιστα! Σαφέστατο το μήνυμα της αθρόας κατάργησης, συγχώνευσης σχολείων και τμημάτων.
Και τα 250 κενά στη Δ. Αττική, τα 250 στον Πειραιά, τα 230 στην Α΄ Αθήνας, τα 200 στο Ηράκλειο Κρήτης, τα 85 της Σάμου, οι 17 νηπιαγωγοί που λείπουν μόνο απ’ το Περιστέρι και πάει λέγοντας τι είναι; Μόνο στη φαντασία μας;
Και τα τριαντάρια και εικοσπεντάρια τμήματα των νηπιαγωγείων και δημοτικών στα μεγάλα αστικά κέντρα, οι διπλοβάρδιες, ώστε να εξυπηρετηθούν οι «εκπαιδευτικές» ανάγκες εκατοντάδων παιδιών, που στοιβάζονται σε περιορισμένα και άθλια διδακτήρια κι αυτά στη φαντασία μας;
Και πέρυσι ψεύτες και συκοφάντες έβλεπε παντού η Μ. Γιαννάκου (8.000 ήταν με την έναρξη της χρονιάς τα κενά στη δευτεροβάθμια) κι όμως αναγκάστηκε να προσλάβει πάνω από 9.000 εκπαιδευτικούς ως το Δεκέμβρη για να καλυφθούν οι ανάγκες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οσο για τα βιβλία, ίδια και απαράλλαχτα εδώ και μια εικοσαετία, ενώ το 20% αυτών που θα έπρεπε να έχει μοιραστεί έλειπε την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς απ’ τα σχολεία.
Η διπλοβάρδια αγκάθι στις μεγάλες πόλεις. Το 20% των σχολείων τους λειτουργούν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Τι σόι εκπαιδευτικό έργο να παραχθεί σε αίθουσες με νυσταγμένα και κουρασμένα παιδιά και δασκάλους;
Ολα τούτα δεν είναι τίποτε το καινούργιο. Η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται κάθε χρονιά. Μόνο που τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έγινε εκρηκτική. Ειδικά φέτος φαίνεται να είναι η χειρότερη χρονιά.
Γιατί το υπουργείο Παιδείας σέρνει επί τούτου τους διορισμούς εκπαιδευτικών, θέλοντας να διαπιστώσει με το άνοιγμα και τη λειτουργία των σχολείων, επακριβώς τον αριθμό των απαιτούμενων εκπαιδευτικών, τον οποίο βεβαίως προσδοκά να συρρικνώσει περαιτέρω με τις συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων. Εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι φέτος μειώθηκαν κατά 50% οι διορισμοί μόνιμων εκπαιδευτικών.
Αυτό επιβάλλει το άθλιο 3,5% του προϋπολογισμού για την Παιδεία. Αυτό επιβάλλουν οι προσπάθειες για δραστικές περικοπές ακόμη κι αυτών των ελαχιστότατων δαπανών.
Πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, η υπουργός Παιδείας, προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός της χρηματοδότησης, λέγοντας ότι δεν αποτελεί πανάκεια και παριστάνοντας δήθεν ότι αυτή προβληματίζεται βαθιά για το ουσιαστικό περιεχόμενο της Παιδείας.
Θεωρεί ότι αυτός είναι ένας καλός τρόπος για να υπεκφεύγει, όμως τα πράγματα βγάζουν μάτι κάθε μέρα στο σχολείο, λόγω της έλλειψης βασικών αναγκών, ενώ και στα «ουσιαστικά» ζητήματα οι επεμβάσεις του υπουργείου Παιδείας επιδεινώνουν παραπέρα την ήδη βεβαρημένη κατάσταση του σχολείου. Να μερικά παραδείγματα:
Η επιβολή βαθμολογικού πλαφόν (βάση 10) στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ, που θα αποκλείσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεκάδες χιλιάδες μαθητές, προερχόμενους κυρίως από τα φτωχολαϊκά στρώματα, θα εντείνει τα φροντιστήρια, ενώ δεν θα αναβαθμίσει το ουσιαστικό περιεχόμενο και επίπεδο του σχολείου.
Η καθιέρωση ενός νέου συστήματος εισαγωγικών εξετάσεων για τα πανεπιστήμια, περισσότερο ελιτίστικου (περιορισμένες σχολές, πλατύτερη ύλη καθορισμένη από τα πανεπιστήμια, δραστικός περιορισμός του αριθμού εισακτέων), το ίδιο εξοντωτικού, που θα επιχειρήσει να ανακόψει την τάση της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της για πανεπιστημιακή μόρφωση, με τις ευλογίες μάλιστα της αρχηγικής κάστας των πανεπιστημιακών (ο Μπαμπινιώτης έχει αναλάβει συχνή-πυκνή αρθρογραφία).
Η αύξηση των ωρών των αρχαίων ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έμπνευση όλων των συντηρητικών κυβερνήσεων εδώ κι έναν αιώνα, που θα προσθέσει κι άλλα εμπόδια στο δρόμο της πνευματικής απολύτρωσης του εργαζόμενου λαού, θα του στερήσει την κατάκτηση της μητρικής του γλώσσας, που είναι βασικός όρος για το ξύπνημα της ταξικής συνείδησης, θα τον εγκλωβίσει στα όρια του στενού εθνικισμού και θα τον πλανέψει ότι δήθεν μπορεί να εισδύσει στο πνεύμα του αρχαίου κόσμου με την ανάγνωση επιπλέον δέκα σελίδων των αρχαίων κειμένων.
Η επιβολή της αξιολόγησης-χειραγώγησης των εκπαιδευτικών.
Η παραπομπή της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, πάνω στα νέα δεδομένα της αστικής παιδαγωγικής και επιστήμης, στις καλένδες. Αντ’ αυτής ταχύρυθμες «επιμορφώσεις» της πεντάρας σε αποσπασματικά ζητήματα.
Η γενίκευση με αιφνιδιαστικό τρόπο, χωρίς καμιά επιμόρφωση και αξιολόγηση της προηγούμενης πειραματικής εφαρμογής και ενώ υπήρξε μαζική έξοδος των σχολείων από αυτήν, της λεγόμενης «ευέλικτης ζώνης», επιδιώκοντας να παρουσιαστεί το ΥΠΕΠΘ ότι δήθεν προωθεί και γενικεύει τα «καινοτόμα προγράμματα», χρησιμοποιώντας την στη συνέχεια ως κριτήριο αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων.
Η επιβολή αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στο πνεύμα της Μπολόνιας, που ευτελίζει τα πτυχία, υποβιβάζει τα πανεπιστήμια σε μεταλυκειακές σπουδές τριετούς διάρκειας, συρρικνώνει τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση σε όφελος της ιδιωτικής και οδηγεί σε κάθετο ταξικό διαχωρισμό.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χίλια δυο άλλα πράγματα που συνδέονται με τη στείρα απομνημόνευση, τον αυταρχισμό, το δασκαλοκεντρισμό, τους μηχανισμούς μετάδοσης της κατακερματισμένης, μερικής γνώσης, που στραγγαλίζουν το σχολείο, δεν έχει όμως νόημα να το κάνουμε γιατί καθένας που έχει παιδί στο σχολειό το αντιλαμβάνεται αυτό καθημερινά με οδυνηρό τρόπο.
Με τη καθιερωμένη συνέντευξη, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των εκπαιδευτικών, ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, προσπάθησαν -αναφέροντας τα προβλήματα της υλικοτεχνικής υποδομής και τις τεράστιες ελλείψεις στο εκπαιδευτικό προσωπικό- να ρετουσάρουν το «αγωνιστικό» τους προσωπείο. Που η αλήθεια είναι ότι το ΄χουν πετάξει κυριολεκτικά στα σκουπίδια τα τελευταία χρόνια, αρνούμενοι ακόμη και αυτές τις 24ωρες εθιμοτυπικές απεργιακές τουφεκιές.
Βρίσκουν και κάνουν θα λέγαμε εμείς. Δεν αρκούν τα αναθέματα και οι κατάρες που τους ρίχνουν στα ατομικά τους «πηγαδάκια» οι εκπαιδευτικοί, που μουρμουρίζουν ταυτόχρονα αβάσταχτα για την δικιά τους μαύρη κι άραχλη κατάσταση.
Οσο οι ίδιοι δεν αποφασίζουν να ουρλιάξουν «φτάνει πια!», να βγουν μαζικά και δυναμικά στο δρόμο, παίρνοντας τις τύχες τους αποκλειστικά στα χέρια τους, κόβοντας τις γέφυρες με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, να παλέψουν ακόμη και για τα στοιχειώδη, τότε ο κύκλος της μιζέριας και της απογοήτευσης θα επαναλαμβάνεται.