Αφορμή για το σημείωμα αυτό αποτέλεσε η αιφνιδιαστική εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με την οποία από φέτος όλα τα Δημοτικά Σχολεία της χώρας και τα Νηπιαγωγεία υποχρεούνται να εφαρμόσουν το πρόγραμμα της «ευέλικτης ζώνης».
Το γεγονός αυτό προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών.
Υπάρχουν αντιδράσεις που προέρχονται από μερίδα των εκπαιδευτικών και έχουν να κάνουν με την εναντίωση σε κάθε τι καινούργιο και άγνωστο, την άρνηση κάθε πειραματισμού και εμμονή στην πεπατημένη. Οι αντιδράσεις αυτές είναι υπαρκτές στο σχολείο και δεν προέρχονται μόνο από το γεγονός ότι «ξεβολεύουν» και δημιουργούν πρόσθετες ανάγκες για παραπάνω έρευνα και δουλειά στο αντικείμενο της δουλειάς.
Είναι δε και σε ένα βαθμό δικαιολογημένες, γιατί ο εκπαιδευτικός ουδέποτε αισθάνθηκε ως τώρα ότι υποστηρίχθηκε από την πολιτεία, μορφωτικά, επαγγελματικά και οικονομικά. Αντίθετα, νιώθει να μαραζώνει, εγκλωβισμένος στην ίδια μίζερη καθημερινότητα, με τις ίδιες αναλλοίωτες γνώσεις των βασικών σπουδών του, εγκαταλελειμμένος στην τύχη του, θύτης και ταυτόχρονα θύμα των κατά καιρούς «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων», που οδήγησαν το σχολείο και αυτόν σε όλο και μεγαλύτερη απαξία.
Από την άλλη βλέπει τα περίφημα «καινοτόμα προγράμματα» του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του υπουργείου Παιδείας να χρησιμοποιούνται από συναδέλφους, σχολικούς συμβούλους, διευθυντές, εμπνευστές και τα ρέστα, για ατομική προβολή και ανέλιξη στην ιεραρχία, εν είδει διαπιστευτηρίων προς το υπουργείο Παιδείας και για απομύζηση κονδυλίων.
Αντιδράσεις όμως υπήρξαν και από εκείνους τους εκπαιδευτικούς που δε βολεύονται στο βαρύ ίσκιο του σχολείου, που αναζητούν χαραμάδες να φωτίσουν τις σκοτεινές του αίθουσες.
Τι είναι, λοιπόν, αυτή η περίφημη «ευέλικτη ζώνη»;
Σύμφωνα με το ΠΙ είναι η καθιέρωση, μέσα στο πρωινό πρόγραμμα λειτουργίας του σχολείου, μιας χρονικής ζώνης, δίωρης τουλάχιστον διάρκειας την εβδομάδα (οι ώρες ποικίλουν από τάξη σε τάξη), κατά την οποία δεν διδάσκεται διακριτό διδακτικό αντικείμενο, αλλά πραγματοποιείται η επεξεργασία ενός θέματος, το οποίο επέλεξε η τάξη μαζί με το δάσκαλο. Οι μαθητές καλούνται να εμπλακούν σε μια σειρά μαθησιακές δραστηριότητες, στη βάση της προβληματικής της διαθεματικής προσέγγισης, ενώ στόχος υποτίθεται πως είναι η σφαιρική προσέγγιση της γνώσης και όχι ο κατακερματισμός, η κατάκτηση της γνώσης μέσα από τη βιωματική διδασκαλία, η ανάπτυξη κριτικής σκέψης, η ανακάλυψη και ανάπτυξη των δεξιοτήτων των μαθητών, η ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας μεταξύ τους, η διευκόλυνση της κοινωνικής τους ένταξης.
Τα παραπάνω φυσικά ακούγονται πολύ ελκυστικά. Ας ψάξουμε όμως κάτω απ’ τις όμορφες διατυπώσεις.
Οπως είναι αντιληπτό, η πραγματοποίηση του προγράμματος απαιτεί ένα ευρύ δίκτυο πηγών πληροφόρησης, απ’ όπου οι μαθητές θα αντλούν στοιχεία και γνώσεις, τα οποία στη συνέχεια θα κληθούν να επεξεργαστούν.
Απαιτούν βιβλιοθήκες στα σχολεία, οπτικοακουστικό λεξικό, αλλά και κατάλληλη υποδομή για τον πειραματικό έλεγχο και την εξαγωγή των συμπερασμάτων.
Απαιτούν επισκέψεις σε χώρους ενδιαφέροντος, συνδεδεμένους με το θέμα που επέλεξαν, επαφές και συζητήσεις με πιθανούς ειδικούς γνώστες, κ.λπ.
Ολα αυτά όμως όχι μόνο δεν υπάρχουν στα σχολεία, αλλά απαιτούν και πρόσθετη χρηματοδότηση, η οποία φυσικά δε μπορεί να γίνει από την τσέπη των γονιών.
Η ως τώρα πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος της «ευέλικτης ζώνης» οδήγησε στην πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση γονιών και εκπαιδευτικών, ενώ υπήρξαν και σχολεία που κατέφυγαν στις λύσεις των «χορηγών», οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα όχι γιατί εμφορούνται από ευγενή αισθήματα, αλλά γιατί υπήρξε γι’ αυτούς ίδιον όφελος. Η «ευέλικτη ζώνη» δηλαδή, η οποία γίνεται υποτίθεται για το καλό και την αναζωογόνηση της εκπαίδευσης, έμπασε με τη σειρά της το πνεύμα της ιδιωτικοποίησης στη δημόσια Παιδεία.
Αλλά δεν είναι μόνο η υλικοτεχνική υποδομή που είναι ανύπαρκτη στο σχολείο, η απουσία γενναίας κρατικής χρηματοδότησης, τα άθλια σχολεία, η διπλοβάρδια και τα πολυπληθή τμήματα στα αστικά κέντρα, εμπόδια για την εφαρμογή της «ευέλικτης ζώνης». Είναι και η άγνοια των εκπαιδευτικών, η ανυπαρξία ουσιαστικής και σε βάθος ενημέρωσης και επιμόρφωσής τους.
Είναι τελικά -και αυτό πρέπει να λεχθεί χωρίς ενδοιασμούς- και η πραγματική αύξηση του μισθού των εκπαιδευτικών, ώστε να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς μόνο απ’ τη δουλειά τους και να μην κατατρώγονται απ’ το άγχος του επιούσιου, που αποτελεί βαρίδι και ανασταλτικό παράγοντα για κάθε περαιτέρω σκέψη και δραστηριότητα.
Πέρα όμως από όλα αυτά, που βεβαίως δεν είναι καθόλου αμελητέα, υπάρχουν και τα ουσιαστικά ζητήματα:
Είναι η όλη δομή και λειτουργία του σχολείου που διατηρείται αναλλοίωτη. Που κατακερματίζει τη γνώση ή προσφέρει πληθώρα ασύνδετων μεταξύ τους πληροφοριών, πολλές φορές άχρηστων και αναχρονιστικών, με τα κλειστά αναλυτικά προγράμματα, τα αυστηρά οροθετημένα διδακτικά αντικείμενα, την απουσία έρευνας, παρατήρησης και πειράματος. Που πνίγει τις κλίσεις και τα χαρίσματα των παιδιών, που προωθεί την αποστήθιση και τις διακρίσεις μεταξύ των μαθητών, που δε συγχωρεί το λάθος, που ενισχύει τον ατομισμό και όχι το ομαδικό πνεύμα. Που έχει σαν επιστέγασμά της τις συνεχείς αξιολογικές κρίσεις και εξετάσεις, που διαχωρίζουν τα πρόβατα από τα ερίφια. Και εδώ θα πρέπει να δούμε τη συνέχεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δεν μπορεί να διατείνεσαι ότι θέλεις την ολιστική προσέγγιση της γνώσης και την ανάπτυξη της κριτικής στάσης και σκέψης και να ακυρώνεις αυτή τη διαδικασία -την οποία υποτίθεται ότι ξεκινάς από το Νηπιαγωγείο- με τις εξετάσεις στο Γυμνάσιο ή ακόμα χειρότερα με εξετάσεις που σκοπεύεις να βάλεις στην Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού (κυβερνητικό πρόγραμμα ΝΔ για την Παιδεία).
Είναι κοντολογίς ο ίδιος ο σκοπός της εκπαίδευσης και της αγωγής, που είναι η διάπλαση «μερικών ανθρώπων» και όχι ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων, ώστε να εξυπηρετούνται στη συνέχεια οι ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής, που ακυρώνει κάθε θετική σκέψη για μια ουσιαστική αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων, του περιεχομένου και της διαδικασίας της μόρφωσης.
Το υποκριτικό ενδιαφέρον των ιθυνόντων για την προώθηση του ομαδοσυνεργατικού πνεύματος, της κριτικής σκέψης και στάσης, της ολόπλευρης μόρφωσης κ.λπ., φαίνεται και από την πρόσφατη συμφωνία των υπουργών Σιούφα και Μ. Γιαννάκου για τη διεξαγωγή πανελλήνιου διαγωνισμού, με θέμα την «ανταγωνιστικότητα», ώστε να «ευαισθητοποιηθούν και εξοικειωθούν τα παιδιά με τις έννοιες της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της συνεργασίας και της άμιλλας» και «να δημιουργηθεί στη νεολαία σχετική νοοτροπία και κλίμα ευνοϊκό για την ενίσχυση της οικονομίας».
Ανθρώπους ποτισμένους με τη νέα Μεγάλη Ιδέα του έθνους, την «ανταγωνιστικότητα», την αποδοχή δηλαδή της έντασης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (χειρότερη μισθοί, ασφάλιση και όροι εργασίας) θέλουν να φτιάξουν και όχι σκεπτόμενες προσωπικότητες.
Ανθρώπους ποτισμένους με τη νέα Μεγάλη Ιδέα του έθνους, την «ανταγωνιστικότητα», την αποδοχή δηλαδή της έντασης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (χειρότερη μισθοί, ασφάλιση και όροι εργασίας) θέλουν να φτιάξουν και όχι σκεπτόμενες προσωπικότητες.
Το συμπέρασμα που βγαίνει έπειτα από όλα αυτά είναι ότι η «ευέλικτη ζώνη» δεν είναι παρά κάποιες επιτηδευμένες πολύχρωμες πινελιές στο γκρίζο τοπίο του σχολείου.
Είναι το άλλοθι -και μάλιστα η γενίκευση της εφαρμογής της- για το διαρκές χάλι της εκπαίδευσης. Ειδικά φέτος που οι καταγγελίες για τους ελάχιστους διορισμούς, τα 19.500 κενά σε εκπαιδευτικό προσωπικό, τις συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων, την εξευτελιστική χρηματοδότηση, δίνουν και παίρνουν.
Ενώ είναι σίγουρο ότι η εφαρμογή της από τις σχολικές μονάδες, θα αποτελέσει κριτήριο στη συνέχεια για την αξιολόγησή τους. Αυτό προβλέπεται άλλωστε και από το νόμο για την αξιολόγηση (εφαρμογή «καινοτόμων προγραμμάτων») και εξηγεί και τα φαινόμενα διοικητισμού και επιμονής για την εφαρμογή της από τους σχολικούς συμβούλους.
Για την ιστορία -και όχι μόνο- αναφέρουμε ότι το πρόγραμμα της «ευέλικτης ζώνης» ξεκίνησε από την προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΕΠΘ στην εκπνοή της θητείας της, με το χαρακτήρα της τρίχρονης πιλοτικής εφαρμογής. Η νέα ηγεσία αρχικά το υπονόμευσε, ενώ την προηγούμενη χρονιά υπήρξε μαζική έξοδος των σχολείων των ενταγμένων στο πιλοτικό πρόγραμμα από αυτό.
Αξιολόγηση της πιλοτικής εφαρμογής δεν υπήρξε ποτέ, ούτε δικαιολόγηση της μαζικής αποχώρησης των σχολείων.
Αντίθετα, μετά από όλα αυτά υπήρξε αιφνιδιαστική γενίκευση της υποχρεωτικότητας του προγράμματος.
Αντίθετα, μετά από όλα αυτά υπήρξε αιφνιδιαστική γενίκευση της υποχρεωτικότητας του προγράμματος.
Ακόμη και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ επέκρινε τη στάση αυτή του υπουργείου Παιδείας και πρόσφερε συνδικαλιστική κάλυψη στους συλλόγους διδασκόντων και στους εκπαιδευτικούς που θα αρνηθούν να εφαρμόσουν το πρόγραμμα της «ευέλικτης ζώνης».
Υπάρχουν, συνεπώς, όλα εκείνα τα στοιχεία που πρέπει να οδηγήσουν τους εκπαιδευτικούς να δώσουν μια μάχη, απαιτώντας τουλάχιστον τα αυτονόητα και να μην «πάνε άκλαυτοι», όπως τόσες φορές στο παρελθόν.
Γιούλα Γκεσούλη