Από καταβολής των εξετάσεων εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, η αστική τάξη, μηχανεύεται τρόπους για την περικοπή της τάσης της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, που αποτελεί γι’ αυτή μέσο κοινωνικής καταξίωσης και ελπίδα επαγγελματικής αποκατάστασης. Αλλωστε η ίδια η επιβολή των εξετάσεων αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε, όπως είχε σημειώσει χαρακτηριστικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μιλώντας για τον κίνδυνο που δημιουργείται στα θεμέλια του συστήματος από το «στρατό της κοινωνικής ανατροπής», που κατορθώνει να ξεπεράσει τα status της τάξης του και να εισαχθεί στα Πανεπιστήμια. Σε αυτό τον ίδιο σκοπό βασίστηκε και η δημιουργία της ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης (σε όλη της τη διαδρομή με τις συνεχείς μεταμορφώσεις και μετονομασίες, αλλά με την ίδια πάντοτε ουσία), που προσφέρθηκε σαν εναλλακτική λύση σε αυτούς που αδυνατούσαν ή αποτύγχαναν να μπουν στα ΑΕΙ, ώστε να απορροφηθούν από το σύστημα οι κοινωνικοί κραδασμοί και δεν πατούσε σε υπαρκτές ανάγκες του επιπέδου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού.
Από τότε και στο εξής όλες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που αναφέρονταν στον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποτύπωναν το τοπίο που διαμόρφωνε τούτη η ατέλειωτη διελκυστίνδα ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργαζόμενη κοινωνία.
Σύγχρονο εφεύρημα για τη δυναμική ανακοπή της τάσης για πανεπιστημιακή μόρφωση υπήρξε η καθιέρωση της βαθμολογικής βάσης του 10. Η ψεύτικη ευφορία, που προσπάθησε να δημιουργήσει η «μεταρρύθμιση Αρσένη», διακηρύσσοντας ότι σε κάθε απόφοιτο Λυκείου θα αντιστοιχεί μια θέση σε ΑΕΙ-ΤΕΙ, καρατομώντας αποφασιστικά μια κι έξω χιλιάδες παιδιά από τη δευτεροβάθμια ακόμη εκπαίδευση και αυξάνοντας τις εικονικές θέσεις των περιφερειακών ΤΕΙ, ακόμη και της Κωλοπετινίτσας (εικονικές, γιατί δεν είχαν κανένα μέλλον στην αγορά εργασίας και παρέμειναν στα αζήτητα των προτιμήσεων των υποψηφίων) έχει πια απ’ τη ζωή καταστεί παρελθόν. Ομως η κυβέρνηση της ΝΔ προτιμά ευθέως να μην την αποκηρύσσει, φοβούμενη το πολιτικό κόστος, που δημιουργεί μια τέτοια κυνική ομολογία, που έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον πόθο της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή παιδεία. Προτιμά, λοιπόν, να μπουρδουκλώνει τα πράγματα, μιλώντας από μια μεριά για «μαζική» δήθεν πανεπιστημιακή Παιδεία, που επικρατεί σαν τάση σήμερα σε όλη την ΕΕ (προφανώς το «μαζική» παραπέμπει σε πανεπιστήμια με τους όρους της Μπολόνια) και από την άλλη για την ανάγκη «ποιοτικής αναβάθμισης» δήθεν του φοιτητικού δυναμικού των Ιδρυμάτων και για μια ανώτατη εκπαίδευση που είναι χώρος επιστήμης και έρευνας και που ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, η πρόσβαση σε αυτή «τελεί έμμεσα ή άμεσα κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις».
Η επιβολή της βάσης του 10, αποτελεί τον ένα πόλο του δίπολου, μέσω του οποίου επιχειρείται ισχυρό χτύπημα στην τάση για πανεπιστημιακή μόρφωση. Τον άλλο πόλο αποτελεί το γνωστό μας «νομοσχέδιο Γιαννάκου», που προκάλεσε τη φοιτητική έκρηξη του φετινού καλοκαιριού και που καραδοκεί να ξανάρθει στο προσκήνιο. Οι διατάξεις του για τους λεγόμενους «αιώνιους φοιτητές» και τα προαπαιτούμενα μαθήματα αποσκοπούν στην αποπομπή χιλιάδων φοιτητών απ’ τα Πανεπιστήμια, στο να τα καταστήσουν χώρο φοίτησης μια σαφώς περιορισμένης και υποταγμένης ελίτ.
Η κυβέρνηση έχει μπει με φόρα και με πραγματική κατασταλτική μανία σε τούτο το άγριο κονταροχτύπημα με την τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας.
Καρπός τούτης της μάχης της είναι και ο ουσιαστικός αποκλεισμός χιλιάδων παιδιών της τεχνολογικής εκπαίδευσης από την είσοδο στα ΤΕΙ, μέσω της δήθεν «αναβάθμισής» της από τα ΤΕΕ σε Επαγγελματικά Λύκεια και Επαγγελματικές Σχολές και μέσω της δραστικής περικοπής των μονάδων αυτών εκπαίδευσης (βλέπε σχετικό παρακείμενο άρθρο).
Η υπουργός Παιδείας έχει χάσει κάθε μέτρο και με κοροϊδευτικό τρόπο βγάζει τη γλώσσα στους «αποτυχόντες» του νέου συστήματος εισαγωγής, λέγοντάς τους περιπαιχτικά ότι «υπάρχουν γι’ αυτούς και άλλες ευκαιρίες»!
65.000 περίπου παιδιά δέχονται φέτος κατάμουτρα το περιπαιχτικό τούτο φτύσιμο της κυβέρνησης και της ρύθμισής της. Από αυτούς οι 55.079 δεν κατόρθωσαν να εισαχθούν σε καμιά σχολή ΑΕΙ-ΤΕΙ και οι 10.000 δεν κατέθεσαν καν μηχανογραφικό, γιατί συγκέντρωσαν πολύ χαμηλές βαθμολογίες. Από τους 119.471 που υπέβαλαν μηχανογραφικό, πέτυχαν 64.392 (ποσοστό 53,90%), ενώ το ποσοστό αποτυχίας -46,10%- υπερέβη κάθε προηγούμενο. Ετσι το τερτίπι του βαθμολογικού πλαφόν και η καθιέρωση «ανώτατου αριθμού εισακτέων» οδήγησαν στην απώλεια 18.768 θέσεων από τα τριτοβάθμια ιδρύματα. Από αυτές οι 13.967 αφορούν στα ΤΕΙ και οι 1.394 στα ΑΕΙ (κυρίως ξένες φιλολογίες, εκτός αγγλικής, και σχολές Πλοιάρχων και Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού).
Ειδικά για τα ΑΕΙ, αν συνυπολογίσει κανείς και τη μείωση για δεύτερη συνεχή χρονιά των θέσεων στις βαρβάτες και περιζήτητες σχολές (Ιατρικές, Νομικές, Πολυτεχνεία, Οικονομικές σχολές), το κόστος είναι μεγάλο.
Η πραγματική πανωλεθρία, όμως υπήρξε στα ΤΕΙ.
Οι μηχανορραφίες του υπουργείου Παιδείας, το Μάρτη του 2006 κατά την ανακοίνωση των διαθέσιμων θέσεων για ΑΕΙ-ΤΕΙ, που περιλάμβαναν την αύξηση των θέσεων στα περιφερειακά κυρίως τμήματα των ΤΕΙ, που κινδύνευαν να αποψιλωθούν τελείως ή και να βάλουν λουκέτο (ακόμη και τα ΤΕΙ Κλωστοϋφαντουργίας είχαν αύξηση θέσεων), ώστε να στρογγυλοποιηθούν τα δεινά αποτελέσματα της ρύθμισης του «10», δεν έφεραν κανένα απολύτως αποτέλεσμα.
Από τα 193 ΤΕΙ, τα 86 παρουσιάζουν κενές θέσεις, ενώ τα 32 από αυτά εμφανίζουν μονοψήφιο αριθμό επιτυχόντων και στην πλειονότητά τους ο αριθμός των εισαχθέντων είναι μικρότερος του 50% των διαθέσιμων θέσεων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε 4 περιφερειακά ΤΕΙ δεν υπάρχει ούτε ένας επιτυχών από την κύρια κατηγορία των υποψηφίων του 90% (αυτών δηλαδή που έδωσαν εξετάσεις με το σύστημα του Ενιαίου Λυκείου).
Σύμφωνα με τους καθηγητές των ΤΕΙ, οι κενές θέσεις σε αυτά θα αυξηθούν κατά 4000 περίπου λόγω των μετεγγραφών στα κεντρικά ιδρύματα. Ετσι ο συνολικός αριθμός των κενών θέσεων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ θα φθάσει τις 22.000.
Το δραματικό αυτό αποτέλεσμα ήρθε σαν κατραπακιά στις «τοπικές κοινωνίες», που στήριζαν την όποια «ανάπτυξη» των μικροαστικών τους στρωμάτων στα Τεχνολογικά Ιδρύματα που είχαν έδρα στις πόλεις τους.
42 Δήμαρχοι σε όλη την Ελλάδα σήκωσαν μπαϊράκι και απειλούν με λουκέτο κάθε δραστηριότητας και κινητοποιήσεις, ενώ και μέσα στην κυβέρνηση βγήκαν τα μαχαίρια, φοβούμενοι το πολιτικό κόστος ενόψει και των δημοτικών εκλογών.
Η κυβέρνηση έχασε κάθε στήριγμά της σ’ αυτή την προσπάθεια. Ακόμη και οι καθηγητές των ΤΕΙ που ήταν -και είναι- υπέρ του μέτρου της βαθμολογικής βάσης ζήτησαν την αναστολή του για φέτος και τη δημιουργία ενός προπαρασκευαστικού έτους με τη συμμετοχή των αποτυχόντων.
Ομως ο γενικός γραμματέας του ΥΠΕΠΘ, Ανδρέας Καραμάνος, επικαλούμενος τις απαιτούμενες δαπάνες, χαρακτήρισε την πρόταση αυτή ανέφικτη και πυροτέχνημα.
Στη διάρκεια αυτής της εβδομάδας θα ενταθούν οι προσπάθειες από κυβερνητικής πλευράς διαχείρισης της κρίσης.
Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής Στρατηγικού Σχεδιασμού των ΤΕΙ (που ορίσθηκε από φορείς του υπουργείου Παιδείας και από εκπροσώπους των ΤΕΙ για να καταθέσει προτάσεις επίλυσης του προβλήματος, οι οποίες όμως θα αφορούν την επόμενη ή μεθεπόμενη χρονιά), οι συναντήσεις της υπουργού Παιδείας με την ΚΕΔΚΕ δίνουν και παίρνουν. Ως και τον Γιωργάκη Παπανδρέου «θυμήθηκε» ο Ρουσόπουλος και ζήτησε τη βοήθειά του.
Στην τούρλα του Σαββάτου ακόμη και επίδοξοι αρχηγοί βγήκαν με «σοβαρές» προτάσεις επί του θέματος (βλέπε τον Βενιζέλο του ΠΑΣΟΚ).
Ομως όλοι τους, μα όλοι τους, έχουν μια κοινή συνισταμένη. Αποδέχονται το ταξικό μέτρο της βάσης του 10, που αποκόβει χιλιάδες παιδιά φτωχολαϊκών στρωμάτων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ζητώντας μόνο μια πιο ραφιναρισμένη εφαρμογή του και συντηρούν το μύθο της ύπαρξης των ΤΕΙ.
Η λύση που θα βρεθεί σε κάθε περίπτωση θα έχει ως άξονά της το τρίπτυχο: Συγχώνευση-κατάργηση-αλλαγή γνωστικού αντικειμένου. Ισως και κάποια τελικά υποχώρηση του ΥΠΕΠΘ με την επιλογή κάποιας λύσης επιλαχόντων. Αλλωστε το υπουργείο φρόντισε έγκαιρα γι’ αυτό, καλώντας όλους -επιτυχόντες, αποτυχόντες- να υποβάλουν μηχανογραφικό.
Στον αντίποδα βρίσκονται χιλιάδες παιδιά που αγωνιούν για το μέλλον τους. Είτε γιατί δεν πέτυχαν πουθενά, είτε γιατί πέτυχαν σε κάποιο ΤΕΙ της επαρχίας που διακυβεύεται το μέλλον και η ύπαρξή του.
Γιούλα Γκεσούλη








