Μεγάλο ντόρο κάνει τελευταία το υπουργείο Παιδείας για τη σημασία που δήθεν δίνει στην ενίσχυση της έρευνας. Εκδίδει καθημερινά και από ένα Δελτίο Τύπου, ενώ διοργάνωσε και εκδήλωση για να σηματοδοτήσει την έναρξη της «δημόσιας διαβού-λευσης για την ανάδειξη των κεντρικών προτεραιοτήτων της Εθνικής Στρατηγικής Ερευνας». Στην εκδήλωση αυτή πήρε μέρος όλος ο καλός κόσμος, εκπρόσωποι από τον ΣΕΒ,το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών και οι Γενικοί Γραμματείς Ερευνας και Τεχνολογίας (υπουργείο Παιδείας), Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Αγροτικής Πολιτικής και Βιομηχανίας, ενώ την κεντρική εισήγηση έκανε η Αννα Διαμαντοπούλου. Μια ακατάπαυστη λογοδιάρροια χωρίς ουσιαστικό πρακτικό αντίκρισμα είναι το «κείμενο βάσης» που προσδιορίζει τις «δράσεις έρευνας και ανάπτυξης που απευθύνονται στον παραγωγικό τομέα». Το ισχυριζόμαστε αυτό για τους εξής λόγους: Το κείμενο ξεκινά με μια διάθεση εντυπωσιασμού, αναφέροντας ότι στις «ανεπτυγμένες τεχνολογικά οικονομίες», όπως οι ΗΠΑ, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και στις χώρες της «ευρωπαϊκής πρωτοπορίας», όπως η Φινλανδία, Γερμανία, Σουηδία, Ελβετία, ο «ιδιωτικός τομέας αποτελεί τον σημαντικότερο επενδυτή σε έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη» και η ιδιωτική χρηματοδότηση καλύπτει το 70%-80% και αντίστοιχα το 64%-70% για τις δυο κατηγορίες χωρών, της συνολικής ακαθάριστης εγχώριας δαπάνης για έρευνα, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό καλύπτεται από το δημόσιο. Αντίθετα, στην Ελλάδα τα ποσοστά αυτά αντιστρέφονται, πράγμα που βάζει στόχο τάχα να ανατρέψει τώρα η κυβέρνηση, με τη νέα πολιτική που θα χαράξει για την έρευνα. Καταρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν αναφέρονται τα ποσά που αφιερώνονται για έρευνα, βάσει των οποίων βγαίνουν τα αντίστοιχα ποσοστά και έτσι δεν γίνεται αντιληπτό το εξευτελιστικό ποσό που δίνεται για έρευνα στη χώρα μας. Επειτα, ας μιλήσουμε με δεδομένα και όχι με βάση τα φούμαρα που αραδιάζει το κείμενο. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι «ανέλαβε δέσμευση» έναντι της ΕΕ να ενισχύσει την έρευνα σταδιακά, τριπλασιάζοντας την αντίστοιχη δαπάνη, ώστε αυτή να φθάσει το 2% το 2020. Εφόσον μιλάμε για τριπλασιασμό της δαπάνης, συμπεραίνουμε ότι φέτος το ποσό για την έρευνα αντιστοιχεί στο 0,67% του ΑΕΠ. Με βάση τα στοιχεία του Προϋπολογισμού του Κράτους για το 2010 και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, τα ποσά που θα διατίθονταν για την έρευνα και τεχνολογία, ήταν 118,5 εκατομμύρια ευρώ και 95 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα, δηλαδή αθροιστικά 213,5 εκατ. ευρώ, που σε ποσοστό επί του ΑΕΠ αντιπροσωπεύουν το 0,93%. Ομως, οι ίδιοι παραδέχονται ότι το ποσοστό αυτό είναι φέτος μόλις 0,67%! Από εδώ και μόνο συνάγεται ότι παρά τη μπουρδολογία, η πραγματική δαπάνη για την έρευνα μειώνεται δραματικά. Αλλωστε, όλοι θυμόμαστε ότι στα πρώτα μαχαίρια που έβαλε η κυβέρνηση ήταν και η περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 700 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 200 εκατομ. αφορούσαν το υπουργείο Παιδείας, πράγμα που σημαίνει ότι έβαλαν χέρι και στα 95 εκατομ. ευρώ που προϋπολόγιζε αρχικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για την έρευνα. Αν τώρα, συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι το Μνημόνιο αναφέρει ότι θα περικοπούν μέσα στο 2010 επιπλέον (των 700 εκατομ.) 500 εκατομ. ευρώ, αντιλαμβανόμαστε το φοβερό τσεκούρι που θα πέσει σε όλες τις δαπάνες, αν και δεν ξέρουμε ακόμη το ποσό που αντιστοιχεί στο υπουργείο Παιδείας και άρα και στην έρευνα. Ετσι απογυμνώνεται σιγά-σιγά όλη η προπαγάνδα που έκανε μόλις ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ότι δίνει δήθεν ένα δισεκατομμύριο ευρώ στην Παιδεία, χρησιμοποιώντας ένα λογιστικό τρικ, με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από άλλα υπουργεία -άρα και κονδυλίων- στο υπουργείο Παιδείας. Τώρα αποδεικνύεται καθαρά ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, αφού και στα ποσά που διατίθενται για τις επιπλέον αρμοδιότητες πέφτει άγριο μαχαίρι.
Αυτή είναι η ουσία, που κρύβεται πίσω από τα παχιά λόγια του «κειμένου βάσης», που μετά τη «διαβούλευση», θα αποτελέσει τη φιλοσοφία του νέου νόμου για την έρευνα. Και κάτι ακόμη σημαντικό: Ισχυρίζονται στο κείμενο αυτό ότι ο ρόλος του δημοσίου είναι διπλός «αφενός να στηρίξει την παραγωγή νέας γνώσης ως υψηλής αξίας κοινωνικό αγαθό σε τομείς που δεν ενδιαφέρουν τις επιχειρήσεις και αφετέρου να δημιουργήσει με κατάλληλες πολιτικές και οικονομικές παρεμβάσεις την απαιτούμενη μόχλευση για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων» και ότι «εξ ίσου σημαντικό μέλημα για την πολιτεία είναι να καθιερώσει ένα συνολικό περιβάλλον που ενθαρρύνει την καινοτομία, ιδιαίτερα την ανοιχτή, κύριο συστατικό του οποίου είναι η συνέργεια (του “παραγωγικού κόσμου” και των επιχειρήσεων) και αλληλεπίδραση με τον δημόσιο ερευνητικό χώρο». Από πότε η καπιταλιστική ψωροκώσταινα ενδιαφέρεται για την έρευνα που παράγει αγαθά για το κοινωνικό σύνολο; Από πότε ενδιαφέρθηκε έστω ουσιαστικά για στοχευμένη έρευνα, όταν έχει ξεπατωθεί η βιομηχανική και αγροτική παραγωγή; Από πότε οι ξένοι καπιταλιστές επέτρεψαν στην εξαρτημένη Ελλάδα να διαχειριστεί τα του οίκου της (βιομηχανία, αγροτική οικονομία, άρα και έρευνα που θα στηρίζει αυτούς τους δυο πυλώνες); Ας απαντήσουμε πρώτα σ’ αυτά τα ερωτήματα, πριν καταπιούμε αμάσητες τις λαμπερές προθέσεις της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας.
Ενα άλλο μεγάλο ψέμα είναι και το ότι θα ενισχυθούν κλάδοι σε κατευθύνσεις «πράσινης ανάπτυξης έντασης γνώσης», που έχουν και ευεργετικά αποτελέσματα για το περιβάλλον. Η απάντηση εδώ είναι ίδια με παραπάνω. Τρανταχτό παράδειγμα επίσης για το πώς οι καπιταλιστές των «πράσινων επιχειρήσεων» συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος είναι η Δανία, η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Εκεί, λοιπόν, στον μακρινό βορρά, που αποτελεί πρότυπο για τους «δικούς μας» κυβερνήτες, οι εν λόγω καπιταλιστές δεν έκαναν τίποτε για το περιβάλλον, γιατί την παραγωγή τους την πουλούν σε άλλες χώρες και δεν τη βάζουν στο δίκτυο της χώρας τους.
Ακόμη και αυτά που λέγονται στην αρχή του «κειμένου βάσης», ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να αναστραφούν τα ποσοστά χρηματοδότησης της έρευνας, ώστε το 80% να προέρχεται πλέον από την ιδιωτική χρηματοδότηση, αποδεικνύονται στη συνέχεια ψεύδη. Στις δυο νέες προκηρύξεις που ετοιμάζει η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Παιδείας, η πρώτη με τίτλο «Συνεργασία 2010: συμπράξεις παραγωγικών και ερευνητικών φορέων σε εστιασμένους ερευνητικούς και τεχνολογικούς τομείς» και η δεύτερη με τίτλο «Συστάδες καινοτόμων επιχειρήσεων», προβλέπεται η δημόσια δαπάνη σε επίπεδο έργου να ανέρχεται στο 80% και στο 87,5% αντίστοιχα του συνολικού προϋπολογισμού.
Ανεξάρτητα από τα πραγματικά ποσά που θα διατεθούν για την έρευνα και τα οποία είναι πενιχρά όπως αποδείξαμε παραπάνω, το υπουργείο Παιδείας κάνει φανερή και μια άλλη πλευρά των προθέσεών του. Κάτω από τον ψευδεπίγραφο ισχυρισμό της πάταξης της γραφειοκρατίας και της ανάγκης για τη «δημιουργία ενοποιημένου χώρου έρευνας», στοχεύει να υποτάξει πλήρως την οποιαδήποτε έρευνα γίνεται από τα πανεπιστήμια στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Αυτό είναι ένα γενικό μότο, που το συναντάμε σε κάθε βήμα της πολιτικής που ασκείται πλέον από το υπουργείο Παιδείας. Γι’ αυτό μιλάνε για «έρευνα που να ανταποκρίνεται στη ζήτηση και όχι μόνο στις δυνατότητες προσφοράς των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα» και βάζουν στόχο τη «συστηματική συνεργασία ερευνητών που εργάζονται σε κρατικά ερευνητικά κέντρα, των μελών ΔΕΠ και ερευνητών των ΑΕΙ, αλλά και του ερευνητικού δυναμικού του ιδιωτικού τομέα».
Γιούλα Γκεσούλη