Η απουσία μαζικού διεκδικητικού κινήματος, η υποχώρηση της ταξικής συνείδησης, ο έντονος ατομισμός, η αδιαφορία φουσκώνουν τα πανιά κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, που θεωρούν πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος -που κατακυρώνει την ανώτατη εκπαίδευση στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους- και για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Ο αρνητικός προσδιορισμός της έννοιας «ιδιωτικός» και ό,τι αυτή συνεπάγεται («μη κρατικός-μη κερδοσκοπικός») επιχειρεί να παρουσιάσει με ήπιο και παραπλανητικό τρόπο το εγχείρημα. Π.χ. πολλοί φαντάζονται ότι τα «νέου τύπου» ανώτατα ιδρύματα θα φύγουν απ’ την αγκαλιά του «στενού» κράτους μεν, πλην όμως θα είναι στα χέρια ενός ευρύτερου δημόσιου φορέα ή σε φορέα που κατοχυρώνει ας πούμε το δημόσιο συμφέρον (ΓΣΕΕ, Δήμοι, Εκκλησία) και ότι σ’ αυτά δεν καταβάλλονται δίδακτρα.
Λάθος. Στη γωνιά ήδη καραδοκούν οι καπιταλιστές, που διεκδικούν το δικαίωμα να μορφώνουν και να εκπαιδεύουν όπως αυτοί κρίνουν το στελεχικό δυναμικό των επιχειρήσεών τους, δημιουργώντας πραιτοριανούς που θα αναπνέουν, θα ζουν, θα σκέφτονται και θα δρουν στους ρυθμούς που ορίζει το «καλό» (η κερδοφορία) της μαμάς εταιρίας.
Είναι γνωστό ότι στις ΗΠΑ τα ερευνητικά κέντρα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων θεωρούνται πανεπιστήμια, ενώ και στη χώρα μας ο Κόκκαλης δημιούργησε ήδη μεταπτυχιακό εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις επιχειρήσεις του και η δημόσια ρητορεία του ΣΕΒ ενισχύει συνεχώς αυτή την πρακτική.
Το επόμενο βήμα, μετά τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος και του άρθρου 16, θα είναι όλα αυτά τα παραρτήματα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων να θεωρηθούν πανεπιστήμια, ενώ είναι σίγουρο ότι θα ξεφυτρώσουν κι άλλα. Με στενό θα λέγαμε πεδίο γνωστικών αντικειμένων, αφού θα προσιδιάζουν αποκλειστικά στις ιδιαιτερότητες κάθε επιχείρησης. Η ουσία όμως είναι ότι θα θεωρούνται πανεπιστήμια και η πρόσβαση σ’ αυτά θα αφορά μια ελεγχόμενη και καλά διαλεγμένη, απ’ τους ίδιους τους καπιταλιστές, μειοψηφία.
Γιατί είναι αλήθεια ότι η ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία ενός πανεπιστήμιου, με τη μορφή που συνηθίσαμε να αποδίδουμε σ’ αυτό, απαιτεί κονδύλια δισεκατομμυρίων. Και συνεπώς κανείς «μη κερδοσκοπικός» φορέας θα αποτολμήσει μια τέτοια ενέργεια γιατί τον έπιασε ξαφνικά ο πόνος για τη μόρφωση του λαού. Ακόμη και η αισχρή συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ με την «Ακαδημία Εργασίας και δια βίου μόρφωσης», που σκάρωσε με τις ευλογίες του υπουργείου Παιδείας και του ΠΑΣΟΚ και που φιλοδοξεί -κατά δήλωσή της- να την μετεξελίξει σε πανεπιστήμιο, σε στενό «γνωστικό» αντικείμενο αναφέρεται, μαθήτευσης στην υψηλού επιπέδου εργατοπατερία των ξεπουλημένων συνδικαλιστικών στελεχών, έτσι όπως απαιτούν η κυριλέ διαχείριση των διαπραγματεύσεων με τους εργοδότες και η καμουφλαρισμένη μοντέρνα εξαπάτηση των εργατών και σε στενό κύκλο ενδιαφερομένων απευθύνεται.
Το ίδιο θα συμβεί με την Εκκλησία ή και κάποιους Δήμους.
Κοντολογίς, η συνταγματική αναθεώρηση θα λύσει τα χέρια σε καπιταλιστές και «φορείς» (Δήμους, Εκκλησία, ΓΣΕΕ, Επιμελητήρια κ.λπ.) να κάνουν μορφωτικές μπίζνες, τις οποίες θα στεφανώνουν με την αίγλη ενός πανεπιστήμιου, απευθυνόμενοι σε μειοψηφίες, που οι ίδιοι θα ξεδιαλέγουν με τα δικά τους κριτήρια, τις οποίες θα μετατρέπουν σε στρατούς εξυπηρέτησης των δικών τους συμφερόντων.
Ο όρος δε «μη κερδοσκοπικός» έχει να κάνει με την ευνοϊκή μεταχείριση που έχουν όλα αυτά τα ιδρύματα απ’ την πλευρά του κράτους, όπως επιδοτήσεις απ’ τον κρατικό κορβανά, ευρωπαϊκά κονδύλια, φοροαπαλλαγές, κ.λπ., και όχι με την καταβολή διδάκτρων από τους υποψήφιους πελάτες. Στο Αρσάκειο π.χ., που είναι υποτίθεται «μη κερδοσκοπικός» μορφωτικός οργανισμός, με μακρά αλυσίδα παραρτημάτων (πρόσφατα και στην Αλβανία) και του οποίου προΐσταται ο γνωστός μας Μπαμπινιώτης, πρύτανης του Πανεπιστήμιου Αθηνών, τα δίδακτρα είναι τσουχτερότατα (τουλάχιστον 1,5 εκατομ. δραχμές το χρόνο).
Εκτός όμως απ’ όσα αναφέραμε παραπάνω, η αναθεώρηση του άρθρου 16, θα επικυρώσει και νομιμοποιήσει την πρακτική που ακολουθούν εδώ και χρόνια στη χώρα μας τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών (ΚΕΣ), τα οποία στην ουσία αναγορεύονται σε πανεπιστήμια. Είναι γνωστό πως πολλά εξ αυτών έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστήμια του εξωτερικού (κυρίως της Αγγλίας), τα οποία αποζητούν απεγνωσμένα πόρους για να επιβιώσουν έπειτα απ’ τη σκληρή θατσερική λαίλαπα. Χιλιάδες νέα παιδιά αγοράζουν όνειρα σε σελοφάν απ’ τους εμπόρους αυτούς της γνώσης, τους οποίους σημειωτέον ουδέποτε ως τώρα δίωξε το κράτος για την παραπλανητική τακτική και διαφήμισή τους, πετυχαίνοντας σχετικά φθηνές σπουδές, μιας και μέρος μόνο της φοίτησης γινόταν στο εξωτερικό.
Το καπιταλιστικό κράτος επιδιώκει τώρα με τη συνταγματική αναθεώρηση να καρπωθεί το συνάλλαγμα που έφευγε απ’ τις τσέπες των οικογενειών τούτων των παιδιών, αφού η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι πια νόμιμη και στη χώρα μας και δεν θα υπάρχει χρεία για φοίτηση, έστω και για κάποιο διάστημα στο εξωτερικό.
Οι δικαιολογίες του υπουργείου Παιδείας ότι θα υπάρχει έλεγχος ποιότητας σ’ αυτά τα ΚΕΣ είναι μόνο για ξεκάρφωμα, αφού τα πτυχία αυτών των αποφοίτων χορηγούνται με τη βούλα των ξένων πανεπιστημίων, που συνεργάζονται με τα ΚΕΣ. Ο δε πρόσφατος νόμος για το ΔΟΑΤΑΠ (που αντικατέστησε το ΔΙΚΑΤΣΑ) με τις διατυπώσεις του για το ποια ομοταγή προς τα ελληνικά ΑΕΙ ξένα ιδρύματα θεωρούνται «αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα» (που στην ουσία ορίζονται από τα αρμόδια όργανα της χώρας στην οποία λειτουργεί το ίδρυμα) και με τις «εξαιρέσεις των εντατικών προγραμμάτων», που επιτρέπουν την απευθείας ισοτιμία των τριετών σπουδών, χωρίς μεταπτυχιακό τίτλο, με αυτές της τετραετούς διάρκειας, όταν είναι γνωστό ότι το 50% των πτυχίων του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούνται ως τέτοια (εντατικά δηλαδή), είναι χαρακτηριστικός των προθέσεων της κυβέρνησης και σπρώχνει με χίλια τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών στην βαθμίδα των πανεπιστημίων.
Μια τέτοια εξέλιξη είναι σαφές πως θα σημάνει αυτόματα την υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών στη χώρα μας, η οποία προετοιμάζεται ταυτόχρονα και από άλλους δρόμους, όπως είναι πρώτα και κύρια η εφαρμογή των κατευθύνσεων της Μπολόνιας με τη διάσπαση των σπουδών σε κύκλους.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω ο ελληνικός καπιταλισμός ευελπιστεί να προσελκύσει στα ιδιωτικά του πανεπιστήμια φοιτητές-πελάτες απ’ την αφρόκρεμα των οικονομικών στρωμάτων κυρίως των χωρών της Βαλκανικής, αλλά και ευρύτερα της Μεσογείου, με τις οποίες διατηρεί παραδοσιακά σχέσεις και στις οποίες κάνει μπίζνες και έχει οικονομικά συμφέροντα.
Το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, παρότι φαινομενικά δημόσιο, έχει ακριβώς αυτή τη διάσταση. Και οι σκόπιμες ασάφειες ως προς την προέλευση των φοιτητών του, που μπορεί να μην είναι αποκλειστικά αλλοδαποί, στο σχετικό νόμο που πρόσφατα ψηφίστηκε στη βουλή, ταιριάζουν απόλυτα με την οσονούπω νόμιμη λειτουργία των ιδιωτικών ΑΕΙ. Ο νόμος αυτός ορίζει ότι οι «πελάτες» του Διεθνούς Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης καταβάλλουν δίδακτρα, χωρίς βεβαίως να τα προσδιορίζει, η μελέτη βιωσιμότητάς του όμως, που συνέταξαν τα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Μακεδονίας, προβλέπει ότι τα δίδακτρα θα ανέρχονται σε 4000 ευρώ σε περίπτωση κρατικής συμμετοχής ή σε 5200 ευρώ σε περίπτωση ανυπαρξίας της.
Ποιος, λοιπόν, βγαίνει κερδισμένος απ’ όλη αυτή την ιστορία των ιδιωτικών ΑΕΙ;
Μόνο ο ελληνικός καπιταλισμός (κράτος και ατομικοί καπιταλιστές). Ο απλός λαός θα νιώσει στο πετσί του το σκληρό ταξικό διαχωρισμό, που τώρα γίνεται πιο ωμός και κάθετος.
Συνεπώς το μαύρο χάλι της δημόσιας Παιδείας δεν πρέπει να μας οδηγήσει στον αντίποδα, της παραίτησης από κάθε υπεράσπισή της. Ισα-ίσα που πρέπει να μας σπρώξει όλους στην κατοχύρωση και διεύρυνση του αγαθού της μόρφωσης που οφείλει να είναι δημόσιο, δωρεάν και καθολικό.
Γιούλα Γκεσούλη








