Ενα σχολείο οικονομικά αποσυνδεδεμένο από το κράτος, που ανοίγει διάπλατο παράθυρο στην αγορά να εισβάλει και να διαμορφώσει και μέρος του προγράμματός του, ένα σχολείο που διαιωνίζει τη διάσπαση ανάμεσα σε γενικό και τεχνικό και την πολυδιάσπαση σε κατευθύνσεις, εξετασιοκεντρικό, υποταγμένο ως τη ραχοκοκαλιά του στις εξετάσεις για την επιλογή για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ, ένα σχολείο πειθαναγκαστικό για μαθητές και εκπαιδευτικούς, όπου η μόρφωση αμφοτέρων δεν θεωρείται αυταξία, αλλά προϋπόθεση για το πέρασμα σε ανώτερη τάξη και βαθμίδα των πρώτων και προϋπόθεση για μονιμοποίηση, βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των δεύτερων, προοιωνίζει το 60σέλιδο πόρισμα του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Βέβαια, ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ, ο γνωστός μας Βερέμης, έσπευσε να δηλώσει ότι το εν λόγω πόρισμα, που «διέρρευσε» στο Βήμα της Κυριακής, 9 Ιουλίου, αποτελεί πόνημα σχετικής Επιτροπής που συνέστησε το ΕΣΥΠ, με δική του πρωτοβουλία και ότι εκκρεμεί ακόμη η συζήτησή του από το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Μπορεί ο Βερέμης να εμφανίζεται «ακαταστάλακτος», εμείς όμως για δυο πράγματα είμαστε πεπεισμένοι.
Οτι η μέθοδος των «διαρροών» ακολουθείται συνήθως σκόπιμα για τη μέτρηση των αντιδράσεων της «κοινής γνώμης» και για την προετοιμασία της για τις επερχόμενες αλλαγές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε και για να μετατοπιστεί το ενδιαφέρον από τα γεγονότα που προκάλεσαν οι αντιδραστικές αλλαγές στα Πανεπιστήμια με το νομοσχέδιο για το νόμο πλαίσιο και η επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και ότι το περιεχόμενο του τελικού πορίσματος δεν θα απέχει πολύ από το περιεχόμενο του «σχεδίου» πορίσματος.
Αλλωστε, υπάρχει και η πρόσφατη εμπειρία με το νομοσχέδιο Γιαννάκου, αλλά και το ντοκουμέντο του προεκλογικού προγράμματος της ΝΔ για την Παιδεία, που κινείται σε παρεμφερή κατεύθυνση.
Ας δούμε, λοιπόν, βήμα-βήμα τα σημεία του σχεδίου πορίσματος, που σκιαγραφούν το τοπίο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
♦ Σχολείο υποταγμένο στην αγορά
Προτείνεται η μεταφορά πόρων από το κράτος στα σχολεία για να κανονίζουν τα «του οίκου τους» και η κατά το δυνατόν «αυτόνομη» και ευέλικτη οικονομική διαχείριση των σχολικών μονάδων.
Τούτο σημαίνει ότι τα σχολεία καθίστανται αποκλειστικά υπεύθυνα για την επιβίωσή τους και η «βιωσιμότητά» τους (όρος που μας είναι γνωστός και από το νομοσχέδιο για το νόμο πλαίσιο, αλλά και από το πόρισμα της πρόσφατης συνόδου του ΟΟΣΑ) εξαρτάται από το πώς θα διαχειριστούν τα ίδια τη μετρημένη κρατική χρηματοδότηση, αλλά και τους πόρους από «τρίτους», που θα εξαναγκαστούν να κυνηγήσουν. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι πουθενά στο πόρισμα της Επιτροπής του ΕΣΥΠ δε γίνεται λόγος για την επιτακτική ανάγκη της άμεσης, γενναίας, καθολικής ενίσχυσης της κρατικής χρηματοδότησης.
Η προσπόριση πόρων από «τρίτους» θα γίνεται, πέραν της παραχώρησης των σχολικών κτιρίων σε αυτούς για επικερδείς και διαφημιστικούς σκοπούς (βλέπε τα «σχολεία ανοικτά στην κοινωνία» του ΟΣΚ, με χρήσεις πάρκινγκ, ίντερνετ καφέ κ.λπ) και με την εισβολή της αγοράς στο σχολείο. Οι «τοπικές κοινωνίες» με τους αρχόντους τους, τις καπιταλιστικές τους επιχειρήσεις, τους κάθε λογής μηχανισμούς τους, τους «ευγενείς» επιχειρηματίες και κονομημένους ιδιώτες τους, θα μπορούν να επέμβουν στο γίγνεσθαι της σχολικής διαδικασίας. Θα μπορούν να έχουν λόγο και στη διαμόρφωση μέρους του αναλυτικού προγράμματος, επιτυγχάνοντας τον προσανατολισμό του στα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα. Πώς θα γίνεται αυτό; Μέσω των «ανοικτών προγραμμάτων», της καθιέρωσης «ελεύθερης ζώνης δραστηριοτήτων», όπως προβλέπει το πόρισμα του ΕΣΥΠ. Η σχετική πρόβλεψη είναι ανάλογη με αυτή της «ευέλικτης ζώνης» στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.
Βεβαίως, το κράτος, του οποίου ισχυρός μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή, είναι το σχολείο, κρατά, όπως είναι φυσικό, τη διαμόρφωση των 2/3 του αναλυτικού προγράμματος, για να κατοχυρώσει σε κάθε περίπτωση τα συμφέροντά του και την κατεύθυνση που χαράζει κάθε φορά για την εκπαίδευση.
Το 1/3 παραχωρείται απευθείας στην αγορά (όχι ότι το υπόλοιπο δεν είναι προσανατολισμένο στην «παραγωγική διαδικασία και την αγορά εργασίας», όπως διατείνονται όλα τα κόμματα εξουσίας), αφού αυτή θα έχει την ευθύνη και της οικονομικής στήριξής του.
Η παραπάνω επινόηση, που απαλλάσσει σταδιακά το κράτος από την υποχρέωσή του να παρέχει δημόσια, δωρεάν Παιδεία, αλιεύεται και από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και τις επανειλημμένες διακηρύξεις του αρχηγού του Γ.Παπανδρέου, εραστή της «αποκέντρωσης».
Στη γωνία όλης αυτής της φιλοσοφίας καραδοκεί η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, που είναι ένα από τα βασικά συστατικά του όλου συστήματος αξιολόγησης, που υποστηρίζουν φανατικά ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και που το νομοθετικό της πλαίσιο είναι ήδη κατοχυρωμένο γεγονός από την προηγούμενη κιόλας κυβέρνηση. Η ΝΔ απλώς πιέζει τώρα για την άμεση εφαρμογή του. Η αξιολόγηση -και των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού έργου που επιτελείται σ’ αυτές- είναι κεντρικό σημείο του πορίσματος του ΕΣΥΠ.
Η εφαρμογή της θα οδηγήσει τα σχολεία σε σκληρό αγώνα δρόμου για να αποδείξουν την «ικανότητά» τους να προσαρμόζονται σε τούτα τα νέα δεδομένα.
Ηδη το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνας έχει κάνει δουλειά σ’ αυτή την κατεύθυνση, μέσω της Εσχάρας Αποτύπωσης των σχολικών μονάδων, που οδήγησε στα κριτήρια για την αξιολόγησή τους. Ενα από αυτά είναι και η «ανάληψη πρωτοβουλιών» από τις σχολικές μονάδες στην κατεύθυνση πραγμάτωσης του «ανοικτού σχολείου» και η υλοποίηση «καινοτόμων» προγραμμάτων, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και της ΕΕ, προγράμματα που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό άμεσα απ’ τις επιχειρήσεις, τους ιδιώτες, τους ίδιους τους γονείς και τη χρηματοδότησή τους.
Κερασάκι στην τούρτα αυτής της οργάνωσης της μαθησιακής διαδικασίας και λειτουργίας του σχολείου είναι οι περίφημες «διεπιστημονικές προσεγγίσεις», τα «διαθεματικά πλαίσια» (που υλοποιούνται μέσω σχεδίων εργασίας-δράσης), που στόχο έχουν να δώσουν μια επίφαση τελούμενης κοσμογονίας στη μαθησιακή διαδικασία, όπου δήθεν έμφαση δίνεται στην αυτενέργεια των μαθητών και στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης και να γίνουν μοχλός για την εισβολή της αγοράς και την μετατόπιση της ευθύνης της χρηματοδότησης στους ιδιώτες.
Σύμφωνα με το πόρισμα του ΕΣΥΠ, τα θέματα που θα επιλέγονται για επεξεργασία, θα εξετάζονται και στο πλαίσιο του κυρίως προγράμματος και θα αναλύονται σε μεγαλύτερο βάθος στην «ελεύθερη ζώνη» (θυμίζουμε ότι το κυρίως πρόγραμμα, που θα περιλαμβάνει τους βασικούς τομείς των Μαθηματικών, της Γλώσσας, της Ιστορίας, των Φυσικών Επιστημών, της Ηθικής, της Πληροφορικής, θα αποτελεί τα προαναφερθέντα 2/3 του αναλυτικού προγράμματος, την ευθύνη χάραξης του οποίου θα έχει το κράτος).
Το ότι τα «διαθεματικά πλαίσια» και οι «ελεύθερες ζώνες» αποτελούν πομφόλυγες των επιχειρούμενων αλλαγών, αποδεικνύει στη συνέχεια η βαρύτητα που δίνεται στις συνεχείς αξιολογικές κρίσεις και εξετάσεις για την κατάταξη των μαθητών και τον δραστικό περιορισμό του αριθμού αυτών που κατευθύνονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
n Προς σταδιακή κατάργηση των δωρεάν βιβλίων
Σταδιακή κατάργηση της δωρεάν χορήγησης βιβλίων προοιωνίζει η δυνατότητα «τουλάχιστον για τη γυμνασιακή βαθμίδα της έγκρισης περισσότερων του ενός βιβλίων, από τα οποία οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να επιλέγουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν πιο πρόσφορο». Για το Λύκειο η απόφαση αυτή γίνεται πιο καθαρή και υλοποιείται μέσω της πρότασης για κατάργηση του «μοναδικού συγγράμματος» και της πρότασης «το εκπαιδευτικό υλικό κατά μάθημα να αποτελεί περισσότερο ένα πλαίσιο πηγών, παρά ένα μοναδικό και αδιαμφισβήτητο εγχειρίδιο».
Κανείς από εμάς δεν υπερασπίζεται το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, τη μοναδική «αλήθεια»- αλήθεια του συστήματος που αυτά πρεσβεύουν, την ανυπαρξία αναζήτησης άλλων πηγών γνώσης, την καθυστέρηση με την οποία πολλά εξ αυτών φτάνουν στα χέρια των μαθητών κ.λπ.
Ομως, είναι ηλίου φαεινότερον ότι δεν είναι στις προθέσεις του αστικού κράτους η γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της δωρεάν εκπαίδευσης σε όλες τις εκφάνσεις της, ούτε η προτροπή των νέων στην αναζήτηση της ουσίας των επιστημών και της ιστορικής εξέλιξης, ούτε η κατάκτηση από αυτούς ολοκληρωμένης και βαθιάς γνώσης και η οργάνωση της ολόπλευρης μόρφωσης.
Στους καιρούς του σχολείου της αγοράς, του επιχειρηματικού Πανεπιστήμιου, του απασχολήσιμου εργαζόμενου, δικαιούμαστε να θεωρούμε νομιμοποιημένο το συμπέρασμα ότι τέτοιου είδους πονηρές διατυπώσεις, σαν τις παραπάνω, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη σταδιακή (μια κι έξω κατάργηση δε μπορούν να επιβάλουν, γιατί θα ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων) των βιβλίων.
♦ Ελεγχος, κατάταξη, επιλογή των μαθητών – Πολυδιάσπαση Λυκείου
Το πόρισμα του ΕΣΥΠ αναπαράγει τη διάσπαση του Λυκείου σε Γενικό και Τεχνικό, διαχωρίζοντας τους μαθητές σε αμνούς και ερίφια.
Στόχος είναι, με την παλιά αυτή δοκιμασμένη συνταγή, το χτύπημα της ιστορικά διαμορφωμένης τάσης της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση. «Διέξοδος» για τα απόπαιδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, παιδιά των φτωχολαϊκών στρωμάτων, γίνονται τα ξαναγυαλισμένα ψευτομπιχλιμπίδια των «αναβαθμισμένων» ΤΕΕ (τώρα, σύμφωνα με το νόμο του ΥΠΕΠΘ, Επαγγελματικά Λύκεια).
Η Επιτροπή του ΕΣΥΠ διαπιστώνει ότι «κανένα σύστημα δεν πρόκειται να επιτύχει αν δεν αναβαθμιστεί η δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μάλιστα η τεχνική και αν οι γονείς δεν πειστούν ότι τα ΑΕΙ-ΤΕΙ δεν αποτελούν τη μοναδική βιώσιμη λύση για τα παιδιά τους».
Πάνε περίπατο, λοιπόν, οι διακηρύξεις για την αναγκαιότητα πλατιάς και βαθιάς βασικής γνώσης για όλους και τα πράγματα γίνονται περισσότερο απλά για τους ιθύνοντες, όταν αυτοί πρόκειται να νομοθετήσουν.
Παράλληλα, συνεχίζεται η πολυδιάσπαση μέσα στο Λύκειο, που οδηγεί στην πρώιμη εξειδίκευση και στον κατακερματισμό έστω και αυτής της μίζερης γνώσης που προσφέρει το σχολείο.
Προτείνεται η διαφοροποίηση του προγράμματος σπουδών κατά κατεύθυνση από τη Β΄ Λυκείου. Οι ώρες, που θα καταλαμβάνει το πρόγραμμα κατεύθυνσης, τόσο στη Β΄ όσο και στη Γ΄ Λυκείου, θα είναι περισσότερες από τις έως σήμερα προβλεπόμενες.
Εδώ υπάρχει διαφοροποίηση, σε σχέση με το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, όπου προβλέπονταν ότι στις δυο πρώτες τάξεις του Λυκείου οι μαθητές παρακολουθούν κοινό κατά τάξη πρόγραμμα σπουδών και ότι οι γνωστικές κατευθύνσεις είχαν θέση μόνο στη Γ΄ Λυκείου.
Συνεπώς, μπορεί στο τελικό πόρισμα να έχουμε διαφοροποίηση ως προς το σημείο αυτό, που όμως έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει την ουσία.
Και βεβαίως είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι πουθενά στο πόρισμα δε γίνεται αναφορά στα πολυδιαφημισμένα Ενιαία Προγράμματα Σπουδών και τη 12χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, που αποτελούσαν προεκλογική διακήρυξη δήθεν της ΝΔ.
Σύμφωνα με τους συντάκτες του πορίσματος, η Πληροφορική (η στοιχειώδης δηλαδή γνώση των υπολογιστών, απαίτηση των σύγχρονων αναγκών της αγοράς) θα είναι βασική συνιστώσα του προγράμματος σπουδών, η πιστοποίηση ενός minimum δεξιοτήτων της οποίας, που θα γίνεται από το υπουργείο Παιδείας, θα θεωρείται προϋπόθεση για την προαγωγή των μαθητών σε ανώτερη βαθμίδα.
Πρέπει να επισημάνουμε πως όλη η φιλοσοφία του πορίσματος στο σχετικό κεφάλαιο, όπως και στο συναρτώμενο κεφάλαιο της αξιολόγησης και επιλογής των μαθητών, είναι ταυτόσημη με αυτή της «μεταρρύθμισης Αρσένη», που τόσα επιπλέον κακά συσσώρευσε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που στραγγάλισε κυριολεκτικά το Λύκειο και το υπέταξε στην αγωνιώδη προσπάθεια εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποκαρδίωσε τους μαθητές και τους απέτρεψε από την καταβολή κάθε φιλότιμης προσπάθειας για την κατάκτηση της γνώσης, την οποία ταύτισε με τον καταναγκασμό.
Ολόκληρο το σχολείο και ειδικά το Λύκειο προσανατολίζεται στον τρόπο κατάταξης και διαχωρισμού των μαθητών και στην αυστηρή επιλογή τους για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Τούτο προτείνεται να γίνεται μέσω της «περιγραφικής αξιολόγησης», της θεσμοθέτησης δηλαδή ενός «φακέλου»-εικόνα του κάθε μαθητή, που θα μετράει για τον τελικό βαθμό του κατά τάξη. «Φάκελος» θα συνοδεύει το μαθητή και από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Αλλά και μέσω συνεχών εξετάσεων, στις οποίες οι μαθητές θα υποβάλλονται.
Για την Α΄ Λυκείου, οι εξετάσεις θα είναι «εικονικές», όπως αναφέρεται στο πόρισμα. Θα λειτουργούν δηλαδή «διαγνωστικά για τον εντοπισμό των αδυναμιών της διδασκαλίας και των διδακτικών εγχειριδίων». Οι εξετάσεις αυτές δεν είναι τόσο αθώες όσο επιχειρούνται να πλασαριστούν. Είναι σίγουρο ότι θα λειτουργούν αποκαρδιωτικά για τους μαθητές, ότι θα τους βοηθούν να ενσωματώνουν την «αποτυχία» και να εδραιώνουν σε κάποιους από αυτούς την πεποίθηση ότι «δεν κάνουν» για το σχολείο ή για το Γενικό Λύκειο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι συντάκτες του πορίσματος επισημαίνουν ότι «οι εξετάσεις αυτές θα αξιοποιούνται στην προσπάθεια συμβουλευτικής στήριξης και προσανατολισμού των υποψηφίων».
Τον εξεταστικό μαραθώνιο θα απαρτίζουν οι εξετάσεις της Β΄ Λυκείου (επανέρχεται δηλαδή η «μεταρρύθμιση Αρσένη») που θα διεξάγονται σε περιφερειακό επίπεδο (είναι φανερό ότι επιχειρείται η υποβάθμιση της σημασίας τους) και οι εξετάσεις της Γ΄ Λυκείου. Το πόρισμα εμμένει στο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, το οποίο τονίζει ότι πρέπει να ερευνηθεί και το οποίο είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτελεί μια παραλλαγή των έως τώρα εφαρμοζόμενων συστημάτων (άλλωστε μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν, όταν είναι διακηρυγμένη η προσήλωση στα συστήματα επιλογής για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ).
Προτείνεται επίσης ο συνυπολογισμός του γενικού βαθμού της Β΄ Τάξης Λυκείου με το γενικό βαθμό της Γ΄ Λυκείου στην προαγωγή των μαθητών στην ανώτερη βαθμίδα, σε ποσοστό 20%, ώστε «να δοθεί κίνητρο στους μαθητές προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεχής εγρήγορσή τους». Και εδώ ο φον Αρσένης είναι παρών!
Ο βαθμός σε κάθε μάθημα θα προκύπτει από τον προφορικό βαθμό, από το βαθμό σε ατομική εργασία, από το βαθμό γραπτής εξέτασης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για κάθε τάξη. Στη Γ΄ Λυκείου, οι μαθητές θα συμμετέχουν σε εξετάσεις επιπέδου περιφέρειας για τα τέσσερα μαθήματα γενικής Παιδείας (Γλώσσα, Πληροφορική, Ξένη Γλώσσα, Κοινωνικές Επιστήμες) και σε πανελλαδικές εξετάσεις στα μαθήματα κατεύθυνσης.
Ο βαθμός του απολυτηρίου της Γ΄ Λυκείου θα συνυπολογίζεται στο βαθμό πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Για τη σύγκριση υπενθυμίζουμε ότι το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ προέβλεπε κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων της Β΄ Λυκείου, πανελλήνιες εξετάσεις στη Γ΄ Λυκείου σε 6 μαθήματα και γραπτές ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις δύο φορές το χρόνο από την Ε΄ τάξη του Δημοτικού μέχρι και την Γ΄ τάξη Γυμνασίου. Παράλληλα προέβλεπε εξετάσεις περιοδικά και σε περιορισμένη ύλη. Στις δυο πρώτες τάξεις του Λυκείου, τα μαθήματα, σύμφωνα με το πρόγραμμα της ΝΔ, εξετάζονται ενδοσχολικά, αλλά τα θέματα λαμβάνονται από κεντρική τράπεζα θεμάτων.
«Χαπάκι» για τους «αποτυχημένους» μαθητές είναι, σύμφωνα με το πόρισμα του ΕΣΥΠ, η «διδακτική στήριξη», την οποία αναλαμβάνει ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου. Εδώ, βέβαια, γελάμε, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι τα υπάρχοντα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας βρέθηκαν, πρώτα αυτά, στο απόσπασμα, με τον περιορισμό των κρατικών δαπανών για την Παιδεία.
Η ρύθμιση αυτή, αποτελεί για την Επιτροπή του ΕΣΥΠ, μια καλή ευκαιρία για την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών, αφού τονίζεται ότι «η ενισχυτική διδασκαλία εντάσσεται στο διευρυμένο ωράριο της σχολικής μονάδας και στο κανονικό ωράριο του εκπαιδευτικού».
♦ Πειθάρχηση, υποταγή των εκπαιδευτικών
Για τους εκπαιδευτικούς προβλέπεται άγριος πειθαναγκασμός και υποταγή στα κελεύσματα της εξουσίας, που υλοποιούνται μέσω του αξιολογικού ρόλου της ιεραρχικής πυραμίδας της εκπαίδευσης.
Οπως προαναφέραμε το νομοθετικό πλαίσιο είναι ήδη ψηφισμένο και εξασφαλισμένο από την κυβέρνηση Σημίτη. Το πόρισμα αρκείται να επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα των κατευθύνσεών του. Προβλέπει επίσης την αύξηση του αριθμού των σχολικών συμβούλων, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του αξιολογικού τους ρόλου και επαναφέρει την εξωτερική αξιολόγηση αυτών από «ανεξάρτητη αρχή» του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα.
Η υπηρεσιακή αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα αξιολογεί «το ρόλο τους, τις δεσμεύσεις τους στο συγκεκριμένο σχολικό περιβάλλον, το ήθος τους, τη συνεργασία με μαθητές, γονείς, συναδέλφους», κ.λπ. και θα συμπεριλαμβάνει και την αυτοαξιολόγηση.
Η εξωτερική αξιολόγηση θα είναι παρούσα και στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας.
Το πιο χαρακτηριστικό και βασικό, όμως, είναι ότι η αξιολόγηση θα αποτελεί «προϋπόθεση για την επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών». Η στόχευση αυτή, ως τώρα φανερά λανθάνουσα, ομολογείται τώρα καθαρά από την Επιτροπή του ΕΣΥΠ.
Αλλά και την αύξηση των ωρών παρουσίας, κατά τουλάχιστον δέκα ώρες, των εκπαιδευτικών στα σχολεία, προβλέπει το πόρισμα, εντατικοποιώντας τη δουλειά τους, χωρίς βεβαίως την οικονομική τους στήριξη, που είναι σίγουρο (παλιά τους τέχνη κόσκινο) ότι θα εξαντληθεί σε κάποιο επίδομα και σε ψωροαυξήσεις της τάξης του 2%-3%.
Την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, το πόρισμα την αντιμετωπίζει όχι σαν αναγκαιότητα της ενίσχυσης της προσωπικότητας και του ρόλου τους, αλλά σαν ένα μέσο ανέλιξής τους σε διοικητικές θέσεις και πειθαναγκασμού και υποταγής τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι δημιουργούνται «Ακαδημίες Επιμόρφωσης», στις οποίες η εισαγωγή γίνεται με διαγωνισμό τύπου ΑΣΕΠ και ότι η εισαγωγική επιμόρφωση των νεοδιόριστων θα καταλήγει σε αξιολόγησή τους με βάση διπλωματική εργασία που αυτοί υποχρεούνται να παραδώσουν σε τριμελή επιτροπή. Το πόρισμα δεν μας λέει τι θα γίνει με τους «αποτυχόντες» αυτής της ιστορίας, όμως εμάς τα σχέδια άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων που προωθούνται ευρύτερα, μας βάζουν σε μαύρες σκέψεις και μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι καθιερώνουν την περαιτέρω μη μονιμοποίηση των νεοδιόριστων.
Γιούλα Γκεσούλη