Να τσουλάει ο καιρός ως τις ευρωεκλογές, είναι η φιλοσοφία του Σπηλιωτόπουλου και του Καραμανλή, που τον τοποθέτησε επί τούτου στο υπουργείο Παιδείας. Σε σουλάτσα δημοσίων σχέσεων έχει επιδοθεί τις τελευταίες ημέρες ο Αρης, αποκομίζοντας, όπως λέει, πολύτιμη πείρα για τον «διάλογο». Μέχρι και τον Μητσοτάκη συνάντησε, για να πάρει την «σημαντικότατη εμπειρία του από τη μακρά προσφορά του στην πολιτική ιστορία του τόπου» (προφανώς, ο επίτιμος του έδωσε συμβουλές δόλιου μανιπουλαρίσματος της νεολαίας και της εργαζόμενης κοινωνίας). Σαν χαλασμένο γραμμόφωνο, ο Αρης, επαναλαμβάνει τα περί tabula rasa, αρνούμενος, όχι τυχαία, να ανοίξει τα χαρτιά του. Για να αβαντάρει το εγχείρημα, έσπευσε να στείλει με δελτίο τύπου στις εφημερίδες «κωδικοποιημένα» τα «συμπεράσματα της έρευνας», που πραγματοποίησε η ΜRB για λογαριασμό του Ελεύθερου Τύπου, πριν ακόμα τα δημοσιεύ-σει η εφημερίδα, που πλήρωσε την έρευνα. Και αυτό γιατί τον βόλευαν τα «συμπεράσματα», που δείχνουν ότι, προς το παρόν, έχει καταφέρει να τουμπάρει την «κοινή γνώμη» (αν πάρουμε τοις μετρητοίς τις έρευνες αυτού του τύπου, που εκμαιεύουν συντριπτικά θετικές απαντήσεις σε αόριστα ερωτήματα του τύπου αν χρειάζονται αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αλλαγές στο εξεταστικό, για να πιστωθούν τελικά στις θετικές γνώμες ως προς το πρόσωπο του υπουργού Παιδείας και της ΝΔ, ως εμπλεκόμενων στο διάλογο).
Βέβαια, πέρα από τη δημοσιοσχεσίτικη πρακτική, ο υπουργός Παιδείας, φροντίζει να στείλει τα μηνύματά του, που είναι και μηνύματα της κυβέρνησης, σε όσους μπορούν να διαβάσουν πίσω από το σαβουάρ βιβρ. «Οταν λέμε tabula rasa δεν αναφερόμαστε στο έργο το οποίο έχει γίνει και δεν μπορούμε να διαγράψουμε το έργο το οποίο έχει γίνει πολύ πριν από εμάς» δήλωσε σε ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του. Δηλαδή όλες οι αντιδραστικές αλλαγές στην Παιδεία είναι καλώς καμωμένες και η κυβέρνηση δε συζητά την αλλαγή πολιτικής. Εκείνο το οποίο αφήνει να πλανάται ο Αρης, και το παρουσιάζει μάλιστα και ως μέγιστη ένδειξη δημοκρατικότητας από την πλευρά του, είναι κάποια πιθανά ρετουσαρίσματα στους ψηφισμένους νόμους, που αφήνουν ανέπαφη την ουσία και αυτό το τόνισε και μετά τη συνάντηση «γνωριμίας» που είχε με τους πρυτάνεις (κυρίως στο νέο νόμο πλαίσιο για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ, εκεί όπου παρουσιάζονται δυσκολίες εφαρμογής και στα οποία έχουν ζητήσει διορθώσεις και οι πρυτάνεις, όπως π.χ. τα σημεία για τον τρόπο εκλογής, για τη λίστα συγγραμμάτων κ.λ.π.). Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε στην επιστολή Αλαβάνου, που έθετε τους όρους του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμμετοχή στο «διάλογο». Στο αίτημα Αλαβάνου να σταματήσει το φραντσάιζινγκ των κολεγίων με ξένα ιδρύματα και να παγώσει ο νόμος-πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια, ο Σπηλιωτόπουλος απάντησε αρνητικά αφού «ό,τι ισχύει αποτελεί νόμο του κράτους». Ως προς δε την τρίτη προϋπόθεση για αύξηση της χρηματοδότησης εξέφρασε μόνο τη δική του πρόθεση «να διεκδικήσει το ανώτερο δυνατό ποσοστό», χωρίς να αναφέρεται σε καμιά δέσμευση της κυβέρνησης γι’ αυτό. Η «δική του πρόθεση», βέβαια, είναι απλά κοροϊδία, αφού και ο ίδιος ψήφισε πριν λίγο καιρό τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης, στον οποίο η Παιδεία παίρνει ακόμα πιο λίγο ποσοστό και από το περσινό εξευτελιστικό, ενώ και μετά τη συνάντηση με τους πρυτάνεις, αρνήθηκε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση, όταν του τέθηκε από δημοσιογράφους το πρόβλημα της χρηματοδότησης Ιδρυμάτων που είναι στο κόκκινο και απειλούνται με λουκέτο (Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Παιδαγωγικό ΑΠΘ).
Η ατζέντα των συναντήσεων του υπουργού Παιδείας περιελάμβανε και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ, η οποία συμμετέχει ως θεσμική δύναμη στο ΕΣΥΠ, στο πλαίσιο του οποίου θα διεξαχθεί ο «διάλογος». Προκαλούν αηδία οι δηλώσεις αβροφροσύνης και αμοιβαίας στήριξης που έσπευσαν να κάνουν Σπηλιωτόπουλος και Παναγόπουλος μετά τη συνάντηση. Ο αρχι-εργατοπατέρας σε όλα τα ζητήματα που έθεσε στον υπουργό και «που ενδεχομένως εγείρουν αμφιβολίες ή καχυποψίες» διαπίστωσε «ανυστερόβουλες και γνήσιες απαντήσεις». Εμ βέβαια όμοιος ομοίω…θυμίζοντάς μας και την σύμπλευση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ ως προς τις αντιδραστικές επιλογές για την Παιδεία. Ο Παναγόπουλος, επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά ότι η ΓΣΕΕ έχει πηδήξει προ πολλού τα χαντάκια, κόβοντας κάθε δεσμό με την εργατική τάξη. Την εξέγερση της νεολαίας του Δεκέμβρη την είδε ως «μια δύσκολη περίοδο που περάσαμε», ακριβώς όπως την είδε ένας εκπρόσωπος του κεφαλαίου και του συστήματος και δήλωσε ότι την «πρωτοβουλία του υπουργείου για το διάλογο» την αντιλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτό (της χειραγώγησης δηλαδή της εξεγερμένης νεολαίας).
Η συνάντηση αυτή έβγαλε και ένα άλλο συμπέρασμα. Οτι οι γραφειοκράτες τα χρειάστηκαν και στριμώχτηκαν αγρίως από το μαζικό φοιτητικό κίνημα των καταλήψεων της περασμένης χρονιάς και πρόσφατα από την εξέγερση της νεολαίας. Και επειδή τα γεγονότα είναι νωπά, για τον φόβο των Ιουδαίων, προσπάθησαν να αποστασιοποιηθούν από την παλιά θέση και φιλοδοξία τους να μετατρέψουν το δικό τους «μαγαζί», την Ακαδημία Εργασίας, σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Ο Παναγόπουλος θεώρησε επιβεβλημένο να κάνει τη σχετική διευκρίνιση, μετά από παρατήρηση δημοσιογράφου, δηλώνοντας ψέματα ότι η ΓΣΕΕ ποτέ δεν εξέφρασε αυτή την πρόθεση, «ιδιαίτερα όταν αυτό συνδυάστηκε με την ιδέα του ιδιωτικού πανεπιστήμιου» (λες και δε θυμόμαστε όλοι τις δηλώσεις του τότε προέδρου της ΓΣΕΕ Πολυζωγόπουλου, αλλά και τη θέση του ΠΑΣΟΚ υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων).
Γιούλα Γκεσούλη








