Πολύς λόγος έγινε αυτές τις μέρες για τη μεγάλη δυσκολία των θεμάτων ειδικά στα μαθηματικά κατεύθυνσης, στη βιολογία ή στα αρχαία ελληνικά, ενώ τα δημοσιεύματα δίνουν και παίρνουν με προβλέψεις για πτώση των βάσεων εισαγωγής.
Είναι αλήθεια να απορεί κανείς με τις επιλογές της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων και να αναρωτιέται τι άνθρωποι είναι αυτοί (οι δυο μάλιστα είναι καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), που εκδικούνται έτσι τα νέα παιδιά, βάζοντας θέματα που δε μπορούν να επιλύσουν μέσα σε τρεις ώρες ακόμη και δυνατοί λύτες. Είναι να απορεί για το αν έχουν σχέση με την πραγματικότητα του σχολείου ή αν επιλέγουν τέτοιου είδους θέματα εξωτερικεύοντας κάποια προσωπικά κόμπλεξ.
Αλλες φορές πάλι περισσεύουν οι πανηγυρισμοί για τα εύκολα θέματα που δε δυσκόλεψαν τους μαθητές και δημιούργησαν κλίμα ευφορίας, που, όμως, θα εκτινάξει τις βάσεις στα ύψη, θα δημιουργήσει αύξηση του αριθμού των αρίστων, προκαλώντας μια άλλη παρενέργεια, αφήνοντας εκτός των πυλών των περιζήτητων σχολών μεγάλη μερίδα καθόλα «άξιων» υποψήφιων.
Σχολιαστές θίγουν την επιτυχημένη ή μη επιλογή των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, αν δηλαδή μπόρεσαν αυτά να πραγματώσουν το ρόλο τους, λειτουργώντας θετικά στην κατάταξη των υποψήφιων σε όλο το εύρος της βαθμολογίας, άλλοι ασχολούνται με την εξαγωγή στατιστικών συμπερασμάτων σχετικά με τη διακύμανση των βάσεων εισαγωγής, άλλοι προβλέπουν με βάση τα στοιχεία που διαρρέουν από τα βαθμολογικά κέντρα ποιες σχολές του κέντρου ή της περιφέρειας θα «ανέβουν» ή θα «πατώσουν», ποιοι παράγοντες θα καθορίσουν τις βάσεις (π.χ. οι μετεγγραφές, η οικονομική κρίση που εξαφάνισε τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και οδηγεί τους υποψήφιους σε αναγκαστικές επιλογές σχολών με βάση τον τόπο κατοικίας) και άλλοι κάνουν παραινέσεις προς τους νέους να αποβάλουν το άγχος, να σταθούν ψύχραιμοι, γιατί στο κάτω-κάτω μια αποτυχία στις εξετάσεις δεν είναι και το τέλος του κόσμου!
Ολοι αυτοί στέκονται στα επιφαινόμενα, προσεγγίζουν τις εξετάσεις «τεχνικά» και αποκρύπτουν την ουσία: οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι ένα κακοφορμισμένο σπυρί, ένα καρκίνωμα πάνω σ’ ένα σάπιο σώμα, το σώμα του αστικού σχολείου.
Ας δούμε, λοιπόν, τι κρύβεται πίσω απ’ την κουρτίνα, ξεκινώντας από μια βασική αρχή: σχολείο έξω απ’ την πολιτική είναι ψέμα και υποκρισία. Σχολείο εν κενώ, έξω από κοινωνικό σύστημα είναι απάτη.
Εν προκειμένω, στον καπιταλισμό, το σχολείο ως προθάλαμος της παραγωγής αναλαμβάνει να προετοιμάσει προσωπικότητες ικανές να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των καπιταλιστών για αύξηση της κερδοφορίας τους. Προσωπικότητες, δηλαδή, «λειψές» και όχι ολοκληρωμένες με στέρεες πλατιές γνώσεις και κριτική σκέψη, που επιπλέον έχουν αποδεχθεί και σωματοποιήσει την οσφυοκαμψία έναντι κάθε ισχυρού.
Σ’ αυτό το στόχο υποτάσσεται ολόκληρη η εκπαιδευτική διαδικασία, με τις υποπαραμέτρους της: Το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων και την έκταση της ύλης. Τη διαμόρφωση των ωρολόγιων προγραμμάτων με την κατανομή των ωρών ανάμεσα στα γνωστικά αντικείμενα. Τον τρόπο διεξαγωγής των μαθημάτων, προσανατολισμένο κυρίως στην από καθέδρας διδασκαλία. Την επιβράβευση της παπαγαλίας και την απουσία της αναλυτικο-συνθετικής μεθόδου. Το στραγγαλισμό και όχι την ανάδειξη των ιδιαίτερων κλίσεων και χαρισμάτων των μαθητών. Την προώθηση των παντός είδους αντιδραστικών ιδεολογημάτων της αστικής τάξης φρονηματικού τύπου, μέσω κυρίως των λεγόμενων ανθρωπιστικών σπουδών. Τη σχέση δάσκαλου-μαθητή, που αναπτύσσεται στρεβλά μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Τη στάση ζωής των εκπαιδευτικών, με αντίκτυπο και στην εργασία τους, που αντανακλά εν πολλοίς και το επίπεδο της ταξικής τους συνείδησης και το επίπεδο της ταξικής συνειδητότητας του εκπαιδευτικού κινήματος. Τις παντός είδους αξιολογικές κρίσεις και εξετάσεις των μαθητών (π.χ. βαθμολογία, τεστ, διαγωνίσματα, προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις) που λειτουργούν ως μηχανισμός κατάταξης-κατηγοριοποίησης, αποθεώνουν τις ικανότητες απομνημόνευσης, εντείνουν το άγχος, την αγωνία, βοηθούν στην ενσωμάτωση της απόρριψης και προετοιμάζουν τους νέους για το σκληρό κοινωνικό σύστημα της επιλογής.
Και βέβαια δε μπορούμε να μιλάμε για «ίσες ευκαιρίες» σε μια ταξικά διαχωρισμένη κοινωνία. Είναι άλλες οι αφετηρίες από τις οποίες ξεκινούν τα παιδιά των εργατών, των αγροτών, των φτωχών, των περιθωριοποιημένων κοινωνικά από τις αφετηρίες των παιδιών των προερχόμενων από μεσαία και υψηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, από στρώματα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ενδιαφέροντα και άλλη η εξέλιξή τους, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ενώ το σχολείο ελάχιστα μπορεί να εκπληρώσει τον περίφημο «αντισταθμιστικό» του ρόλο, με μειωμένη μάλιστα στο ελάχιστο κρατική επιχορήγηση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόμη και ο καλός δάσκαλος, αυτός που πασχίζει με όλες του τις δυνάμεις να μεταλαμπαδεύσει στα παιδιά όσες γνώσεις έχει, αυτός που πασχίζει να διαπεράσει τα σκοτάδια, καλλιεργώντας την οξύνοια, την κρίση, τη δημιουργικότητα, τη συλλογική προσπάθεια, γίνεται «ανεπαρκής».
Τη χαριστική βολή τη δίνει το εξεταστικοκεντρικό σύστημα, ειδικά οι εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εξέταση. Ολο το σχολείο στροβιλίζεται γύρω από αυτές και εξαφανίζεται κάθε άλλη πολύπλευρη λειτουργία του, αφού από την επιτυχία σε αυτές καθορίζεται λίγο-πολύ και η επαγγελματική σταδιοδρομία και εξέλιξη (μιλάμε γενικά και όχι για τις περιόδους μεγάλης κρίσης και τεράστιας ανεργίας), που είναι στόχοι επίτευξης της κοινωνικής καταξίωσης.
Μέσα σ’ αυτό το σύστημα, το φροντιστήριο έρχεται ως αναγκαία παράπλευρη δραστηριότητα, προσφέροντας «λύσεις» και «συνταγές επιτυχίας» ασφαλώς σε εκείνους που έχουν την οικονομική δυνατότητα.
Η αστική τάξη, θορυβημένη από την ισχυρή, ιστορικά διαμορφωμένη, τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, φυλάει ως κόρη οφθαλμού τον ταξικό φραγμό των πανελλαδικών εξετάσεων. Οσα φτιασιδώματα κι αν του κάνει κατά καιρούς, ο πυρήνας του μένει αναλλοίωτος. Είναι ο «κλειστός αριθμός» εισακτέων (numerus clausus), αυτός που θα πει την τελευταία λέξη. Αυτός είναι που βάζει «το ταβάνι» σε αυτούς που θα εισαχθούν κάθε φορά στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, ανεξάρτητα από τα εάν τα θέματα των εξετάσεων είναι δύσκολα ή εύκολα.
Ο «κλειστός αριθμός» είναι η στρόφιγγα που ρυθμίζει τη ροή προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος, οι τορπίλες των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας απλώς κατανέμουν αυτή την ροή, κατασκευάζοντας ποσοστά «αρίστων» και «αποτυχημένων».
Κοντολογίς, οι εξετάσεις δε μπορούν να κρίνουν την ικανότητα των νέων να σπουδάσουν. Αλλωστε οι πιο ευκατάστατοι οικονομικά τελικά αυτό το επιτυγχάνουν σπουδάζοντας σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Είναι η διαδικασία, που συγκαλύπτει την πραγματικότητα, είναι το φωτοστέφανο της ταξικής διαφοροποίησης της κοινωνίας.
Ο αγώνας για την ελεύθερη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, για την κατάργηση του σκληρού ταξικού φραγμού των πανελλαδικών εξετάσεων απλά θα ανακουφίσει τα παιδιά της εργαζόμενης κοινωνίας, που πλήττονται από ατέλειωτους ταξικούς φραγμούς στον καπιταλισμό, το αδιαπραγμάτευτο, όμως, δικαίωμά της στην χωρίς φραγμούς μόρφωση, θα επιτευχθεί μόνο με την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης.