Στο σφίξιμο των διαδικασιών για τη δημιουργία του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης κατέληξε η σύνοδος στο Μπέργκεν των υπουργών Παιδείας της ΕΕ από 45 χώρες που μετέχουν στη διαδικασία της Μπολόνιας. Οι υπουργοί ανανέωσαν το ραντεβού τους για το 2007 στο Λονδίνο.
Με επιτακτικό τρόπο το κοινό ανακοινωθέν των 45 καλεί τις 9 χώρες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η δική μας, που δεν έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη της Λισαβόνας (1997) και η οποία επιβάλλει καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης των πτυχίων, να το πράξουν άμεσα, ως την επόμενη σύνοδο.
Ως τώρα, η Ελλάδα απέφευγε τη Λισαβόνα για να μην υποχρεωθεί να αναγνωρίσει αυτόματα τα τριετή πτυχία, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, και να μπορεί να διατηρεί το καθεστώς των εξετάσεων για τους απόφοιτους , κυρίως των Ιατρικών σχολών, που προέρχονταν από τις λεγόμενες ανατολικές χώρες. Παράλληλα διατηρούσε θολό και σε εκκρεμότητα και το τοπίο με τα ιδιωτικά κολέγια, που αυτοδιαφημίζονταν ως πανεπιστήμια, υπογράφοντας συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστημιακά ιδρύματα της αλλοδαπής.
Υπό τις νέες συνθήκες (επικύρωση της Λισαβόνας), όμως θα ξανανοίξει το πλαίσιο των ρυθμίσεων αναγνώρισης των ξένων πτυχίων και των πτυχίων των ΕΕΣ, το οποίο πρόσφατα ορίσθηκε με το νόμο για το ΔΟΑΤΑΠ (το νέο δηλαδή ΔΙΚΑΤΣΑ) και το οποίο περιλαμβάνει ευνοϊκότερες διατάξεις στην κατεύθυνση της αναγνώρισης των τριετών πτυχίων.
Η σύνοδος του Μπέργκεν διαπίστωσε επίσης ότι η πλειοψηφία των φοιτητών που αποκτούν το πτυχίο του πρώτου τριετούς κύκλου σπουδών (όπου αυτός ήδη ισχύει) δεν αδειάζει τη γωνιά στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο για να κατευθυνθεί στην αγορά εργασίας και συνεχίζει στο δεύτερο μεταπτυχιακό κύκλο.
Οι μαριονέτες δηλαδή του κεφάλαιου διαπίστωσαν ότι δεν επιτεύχθηκε ακόμα ο αρχικός στόχος, να απορροφώνται από την καπιταλιστική αγορά οι πτυχιούχοι μιας χρήσης, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται τα πανεπιστήμια και συνεπώς ο κρατικός προϋπολογισμός με περιττά έξοδα (έτσι θεωρούνται οι δαπάνες για τη μαζική μόρφωση, που προφανώς αφορά τα παιδιά των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων). Γι’ αυτό με τη Διακήρυξή τους καλούν τις διάφορες χώρες να επιδοθούν σε εντατικό διάλογο με τα Ιδρύματα και τους «κοινωνικούς εταίρους», με στόχο «να αυξήσουν την απασχολησιμότητα των κατόχων μπάτσελορ σε κατάλληλες θέσεις στο πλαίσιο και του δημόσιου τομέα».
Πιστεύουν έτσι ότι θα κάμψουν τις αντιστάσεις των αποφοίτων του πρώτου κύκλου, που προς το παρόν εμμένουν στο να αναζητούν στο μεταπτυχιακό κύκλο καλύτερους όρους πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
Το σημείο αυτό της διατύπωσης προφανώς εμπεριέχει και μια σύσταση προς τα Ιδρύματα, να καθορίσουν αυστηρότερες διαδικασίες για το πέρασμα από τον ένα κύκλο σπουδών στον άλλο, αλλά προβάλλει και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής αγοράς, που ως προς τους σχεδιασμούς της Παιδείας ευνοεί μεν τη μαζική «παραγωγή» πτυχιούχων «μικρής ταχύτητας», με περιορισμένες γνώσεις και ειδίκευση, που όμως η ανάγκη για μέγιστη κερδοφορία του κεφάλαιου τους εμποδίζει ν’ απορροφηθούν απ’ τις επιχειρήσεις, δημιουργώντας στρατιές ανέργων.
Η σύνοδος του Μπέργκεν εξέτασε επίσης την πορεία της «διασφάλισης της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης», δηλαδή της αξιολόγησης, την οποία θεωρεί αυτονόητη και προϋπόθεση για τη δημιουργία του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Εδώ λανσάρεται και πάλι η αυταπάτη της «προαιρετικότητας». Από την άλλη όμως οι υπουργοί Παιδείας σπεύδουν να κάνουν σαφές ότι όποια χώρα δεν θεσπίσει σύστημα αξιολόγησης, θα μείνει εκ των πραγμάτων εκτός του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και τα πτυχία της δεν θα έχουν αντίκρισμα ούτε στην αγορά εργασίας.
Στο όνομα της «ανεξαρτησίας» δήθεν και της «διαφάνειας» της αξιολόγησης, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για τη Διασφάλιση της Ποιότητας, έθεσε προδιαγραφές, που υιοθέτησε η σύνοδος του Μπέργκεν. Οι προδιαγραφές αυτές αποκλείουν την εμπλοκή των αξιολογούμενων Ιδρυμάτων στην επιλογή των εξωτερικών αξιολογητών τους. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η πλήρης αποκοπή των Πανεπιστημίων από μια διαδικασία, που υποτίθεται ότι αφορά τα ίδια, που ζουν και γνωρίζουν «από μέσα» τα προβλήματα. Επιδιώκεται να παρεμποδιστεί η παραμικρή εμπλοκή που έχει να κάνει με αντιρρήσεις, που μπορεί να εγερθούν και που αφορούν στην πλήρη υποταγή των Πανεπιστημίων στα κριτήρια και τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων.
Ετσι, υπό τις νέες συνθήκες, που διαμορφώνει η Διακήρυξη του Μπέργκεν, η «δική μας» υπουργός Παιδείας, θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε τροποποιήσεις -επί το δυσμενέστερο- στο νομοσχέδιο που στο παρά πέντε της συνόδου κατέθεσε και στο οποίο ορίζεται (άρθρο 8) ότι το μητρώο των «ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων», από το οποίο προέρχονται τα 5 μέλη της Επιτροπής Εξωτερικής Αξιολόγησης, συντάσσονται μετά από υποδείξεις των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης και ότι το ένα μέλος μπορεί να το υποδείξει η υπό αξιολόγηση ακαδημαϊκή μονάδα.
Για να αποφευχθεί δε κάθε παρέκκλιση από τα κατευθυνόμενα απ’ τις μεγάλες επιχειρήσεις και δη των ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ κριτήρια αξιολόγησης, αποφασίστηκε η εισαγωγή ενός μοντέλου αξιολόγησης των αξιολογητών από ένα υπερόργανο, που θα προσδιορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με αρμοδιότητα να αξιολογεί περιοδικά τις εθνικές αρχές αξιολόγησης.
Το σκληρό αυτό τοπίο, που διαμορφώνεται στην ΕΕ, επεχείρησε να απαλύνει η Ευρωπαϊκή Ενωση Πανεπιστημίων, με έρευνα που κατέθεσε στη σύνοδο. Στην έρευνα συμμετείχαν 62 Ιδρύματα από 29 ευρωπαϊκές χώρες (από ελληνικής πλευράς συμμετείχε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), τα οποία -όπως ομολογούν οι ίδιοι οι ερευνητές- είναι «θετικά διακείμενα» και τα πλέον «προχωρημένα» στην εισαγωγή των κατευθύνσεων της Μπολόνια.
Είναι δηλαδή τόσο απροκάλυπτες αυτές οι αντιδραστικές αλλαγές και τόσο σκληρές οι καταστάσεις που διαμορφώνουν, που ακόμα και αυτά τα Ιδρύματα που είναι αναφανδόν υπέρ της αξιολόγησης -έτσι όπως αυτή δρομολογήθηκε από τη Μπολόνια και το Βερολίνο- τρομάζουν και προσπαθούν να τις στρογγυλέψουν είτε κινούμενα από συντεχνιακό ένστικτο άμυνας, είτε επειδή φοβούνται την κατακραυγή των φοιτητών τους και της κοινωνίας μέσα στην οποία λειτουργούν.
Η έρευνα, λοιπόν, της Ευρωπαϊκής Ενωσης Πανεπιστημίων επισημαίνει ότι η αξιολόγηση δεν είναι φάρμακο δια πάσαν νόσον και ότι «η ανησυχία για την ποιότητα δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην καθιέρωση εξωτερικών διαδικασιών διασφάλισης της ποιότητας, αλλά να λαμβάνει υπόψη της όλες τις διαδικασίες ανάπτυξης των Ιδρυμάτων».
Διαπιστώνει επίσης ότι ούτε την αναδιάρθρωση των σπουδών, όπως την επιτάσσει η Μπολόνια, δεν χρηματοδοτούν οι εθνικές κυβερνήσεις. Τούτο σε καιρούς αυστηρών περικοπών σημαίνει ότι τα Ιδρύματα πρέπει να χρηματοδοτήσουν τα ίδια τις «μεταρρυθμίσεις» μεταφέροντας κονδύλια από άλλες ουσιαστικές λειτουργίες, όπως η έρευνα. Χαρακτηριστικά η έρευνα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων σημειώνει: «Υπάρχει μεγάλη ανησυχία ότι η προσδοκώμενη βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας στην Ευρώπη, θα πληρωθεί με μείωση της ποιότητας της έρευνας».
Εδώ επισημαίνεται αυτό που πολλές φορές έχουμε περιγράψει. Οτι πέρασε ο καιρός που αναγνωρίζονταν, έστω κατ’ ανάγκη, μια ανθρωπιστική διάθεση στην Παιδεία, και ειδικά την Πανεπιστημιακή, που εκφράζονταν και στο αντικείμενο και τους προσανατολισμούς της έρευνας. Η καταρράκωση του «κοινωνικού κράτους», η γενικευμένη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, ο πόλεμος ενάντια σε κάθε είδους ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, που συμπορεύονται με την εξάπλωση παντού των αρπακτικών πλοκαμιών της αγοράς, απαιτούν φραγή σε κάθε «κοινωνική δαπάνη». Απαιτούν έρευνα κατ’ εντολή και προς όφελος των επιχειρήσεων.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, στη συνέντευξη τύπου, που έδωσε κατά τη δημοσιοποίηση του νομοσχέδιου για την αξιολόγηση, η Μ. Γιαννάκου, αν δέχεται ν’ αναλάβει δέσμευση η πολιτική ηγεσία, παρέχοντας στα Πανεπιστήμια πόρους και μέσα, απάντησε προκλητικά: «Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ανταποκρίνεται, διαφορετικά δεν θα λειτουργούσαν τα ΑΕΙ. Από κει και πέρα, θα πρέπει να τεκμηριώνεται κάθε φορά ότι αυτό που λειτουργεί οφείλεται σε αυτό».
Κλείνοντας την αναφορά στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης Πανεπιστημίων, αξίζει να επισημάνουμε και μια άλλη δική της διαπίστωση, που αφορά στην διαδικασία της πιστοποίησης, στην οποία υποβάλλονται τα Ιδρύματα. Μιλά για πρακτικές επιβολής λίστας γνωστικών αντικειμένων, που πρέπει να προσφερθούν στους φοιτητές ή ακόμη και απαγόρευσης προγραμμάτων, που θέλουν να αναπτύξουν τα Ιδρύματα από τις Αρχές Πιστοποίησης, που εν ολίγοις έχουν αναγορευτεί σε συγκλητικές αρχές.
Κατά τα άλλα τα κράτη-μέλη διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την ανεξαρτησία και αυτονομία των Ιδρυμάτων!
Θέλοντας να υπογραμμίσει τον ιδιαίτερο ρόλο της αγοράς, η σύνοδος του Μπέργκεν, δηλώνει στο ανακοινωθέν της ότι «χαιρετίζει την υποστήριξη των οργανώσεων που αντιπροσωπεύουν τις επιχειρήσεις και τους κοινωνικούς εταίρους και ότι αναμένει ακόμα πιο επιτακτική συνεργασία για την επίτευξη των στόχων της Μπολόνια», ενώ αποφάσισε να αναβαθμίσει και το ρόλο της Ενωσης Ευρωπαίων Βιομηχάνων και Συνομοσπονδιών Εργοδοτών, χρήζοντάς την επίσημο σύμβουλο.
Οι υπουργοί Παιδείας επιβεβαίωσαν επίσης την πρόθεσή τους να προωθήσουν τη διάσπαση των πανεπιστημιακών σπουδών σε τρεις κύκλους: προπτυχιακό, μεταπτυχιακό, διδακτορικό. Ιδιαίτερη έμφαση (όπως και στο Βερολίνο) έδωσαν στις διδακτορικές σπουδές, όπου υποδεικνύεται δομημένο πρόγραμμα μαθημάτων με στόχο τη διαφάνεια στην επίβλεψη και την αξιολόγηση των υποψήφιων διδακτόρων και ζητείται να εξασφαλιστεί ότι «τα διδακτορικά προγράμματα προωθούν τη διεπιστημονική κατάρτιση και την ανάπτυξη των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων, ικανοποιώντας κατά συνέπεια τις ανάγκες της ευρύτερης αγοράς απασχόλησης». Με δυο λόγια, αναθέτουν στους υποψήφιους διδάκτορες (που θα είναι όλο και λιγότεροι) ρόλο παραγωγού νέας γνώσης, που θα υποτάσσεται φυσικά στην ανάγκη για κερδοφορία του κεφάλαιου.
Οι υπουργοί Παιδείας έκαναν ιδιαίτερη μνεία και στον χιλιοειπωμένο πια στόχο τους, να καταστήσουν «ελκυστικό» τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, ώστε να προσελκύσουν φοιτητές-πελάτες και από άλλες χώρες, εκτός ΕΕ, που προτιμούν σήμερα τις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία. Και για να χαϊδέψουν τα αυτιά, βρήκαν λόγια παρηγόριας για τις «κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες», που δεν έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τις οποίες, λέει, θα υποστηρίζουν με «συμβουλευτικές υπηρεσίες», «δάνεια» και τα ρέστα.
Είναι τόσος ο αέρας πούχουν πάρει τα μεγάλα κεφάλια της ΕΕ, που προκειμένου να ικανοποιήσουν τα δικά τους εκπαιδευτικά συστήματα, επέμεναν ντόμους ντο (ειδικά η Μεγάλη Βρετανία, η Δανία, Ολλανδία, κ.λπ.) να συμπεριλάβουν στο ανακοινωθέν την παράγραφο της Διακήρυξης του Βερολίνου για την αναγνώριση προπτυχιακών σπουδών μικρότερης διάρκειας από τα 3 χρόνια.
Εδώ η Μ. Γιαννάκου «έδωσε τα ρέστα» της. Φοβούμενη τη γενική κατακραυγή, αφού στη χώρα μας είναι οξυμένο το πρόβλημα με τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, τα ΙΕΚ, κ.λπ., επέμενε να απαλειφθεί αυτή η παράγραφος, πράγμα που τελικά έγινε με τη συνδρομή και της Γερμανίας, που έχει αντίστοιχο πρόβλημα.
Σιγά δηλαδή τα ωά! Η υπουργός Παιδείας ξέρει ότι από μόνη της αυτή η απαλοιφή δε σημαίνει τίποτε, αφού η αναγνώριση των ΕΕΣ προωθείται και με άλλους τρόπους (ΔΟΑΤΑΠ, τροπολογία Χατζηδάκη στο ευρωκοινοβούλιο – Οδηγία ΕΕ). Στο κάτω-κάτω δεν είναι ένα πρόβλημα που απαιτεί άμεση λύση. Μπορεί, λοιπόν, να σέρνεται ώστε να αποφευχθεί και το πολιτικό κόστος.
Γιούλα Γκεσούλη








