Ολος ο πολιτικός συρφετός -είτε στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση-, που υποκριτικά δηλώνει ότι νοιάζεται το δημόσιο Πανεπιστήμιο και επιθυμεί την αναβάθμισή του, είναι υπαίτιος για την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ασφυκτικά οικονομικά, διαχείριση με μοίρασμα της φτώχειας, μαύρες τρύπες στους προϋπολογισμούς, όλο και πιο σφιχτό αγκάλιασμα με τις επιχειρήσεις για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης λειτουργία και επιβίωση, είναι το τοπίο στα τριτοβάθμια ιδρύματα, ενώ στο βάθος χαμογελά σαρδόνια η εικόνα των ιδιωτικών ΑΕΙ.
Με λουκέτο επ’ αόριστον στην έναρξη του εαρινού εξαμήνου από τις 17 Φλεβάρη απαντά το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γιατί από τη φετινή κατανομή των θέσεων συμβασιούχων διδασκόντων, χάνει για το εαρινό εξάμηνο 48 περίπου πιστώσεις, που μεταφράζονται στην απομάκρυνση ή την αδυναμία πρόσληψης περισσότερων από 60 συμβασιούχων διδασκόντων και στην απάλειψη μεγάλου αριθμού μαθημάτων από το πρόγραμμα σπουδών.
Σε ανάλογη απόφαση φαίνεται πως οδηγείται και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Εξίσου έντονα είναι τα προβλήματα στα Πανεπιστήμια Θράκης (το Δημοκρίτειο έχει μαύρη τρύπα 10 εκατ. ευρώ), Αιγαίου, Πάτρας, Ιονίου, Δ. Μακεδονίας, καθώς και σε πολλά άλλα ιδρύματα.
Η κυβέρνηση αθέτησε και εδώ τη φανταχτερή προεκλογική της δέσμευση (όπως έκανε άλλωστε για το σύνολο των δεσμεύσεων) για αύξηση των δαπανών για την Παιδεία, ώστε να φτάσουν αυτές σταδιακά στο 5% του ΑΕΠ στο τέλος της τετραετίας.
Ετσι, λοιπόν, στον προϋπολογισμό που έφτιαξε η ίδια κέρασε την εκπαίδευση με μείωση (3,61% του ΑΕΠ πέρυσι, 3,58% φέτος). Δεν πρόλαβε δε να στεγνώσει το μελάνι του προϋπολογισμού και εγκύκλιος του υφυπουργού Δούκα διεμήνυσε για περικοπή σε ποσοστό 65% των πιστώσεων για την επιχορήγηση των ΑΕΙ, ΤΕΙ και της φοιτητικής μέριμνας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της πανεπιστημιακής κοινότητας, την τελευταία δεκαετία καταγράφηκε μείωση της χρηματοδότησης ανά εισαγόμενο φοιτητή κατά 25%. Δείγμα γραφής της πολιτικής που πρόκειται να ακολουθήσει και αυτή η κυβέρνηση υπήρξε η περικοπή των πιστώσεων για τους συμβασιούχους διδάσκοντες κατά το 1|3 με τις γνωστές δραματικές συνέπειες που περιγράψαμε παραπάνω, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια της περιφέρειας. Η κατάσταση αυτή αναμένεται να έχει καταστροφικά αποτελέσματα για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, όπου οι συμβασιούχοι είναι περισσότεροι από τα κανονικά μέλη ΔΕΠ.
Μαύρες πλερέζες έχουν κρεμάσει και τα οχτώ νέα τμήματα ΑΕΙ, που ιδρύθηκαν το περασμένο καλοκαίρι και τα οποία δεν έχουν καν κανονικό διδακτικό προσωπικό, αλλά όλοι οι διδάσκοντες είναι συμβασιούχοι. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι τα περισσότερα από αυτά τα τμήματα είναι τμήματα ΕΠΕΑΕΚ, έχουν δηλαδή ληξιπρόθεσμο καθεστώς και χρηματοδότηση, γιατί το ΕΠΕΑΕΚ λήγει το 2006.
Αποκαρδιωτική είναι και η χρηματοδότηση για την έρευνα. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της EUROSTAT και του ΟΟΣΑ, η χώρα μας εμφανίζεται τελευταία όσον αφορά τις δαπάνες για την έρευνα (0,6% του ΑΕΠ).
Ετσι τα Πανεπιστήμια πραγματώνουν τούτη την πεμπτουσία υποτίθεται της ύπαρξής τους σε στενό εναγκαλισμό με το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις. Ή στο κάτω-κάτω η υποχρηματοδότηση αυτή λειτουργεί σαν άλλοθι για εκείνους τους πανεπιστημιακούς και τα όργανα διοίκησης που διάκεινται ευνοϊκά (και για ίδιους λόγους) σε τέτοιου είδους αλισβερίσια με τους επιχειρηματίες.
Τη δόξα των ΑΕΙ εζήλωσαν και τα ΤΕΙ, που με γοργά βήματα δρομολόγησαν επαφές με επιχειρήσεις, που αναλαμβάνουν ουσιαστικά και τη χρηματοδότησή τους. Σχετικά στοιχεία δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» για τα ΤΕΙ Κρήτης και Αθήνας.
Σύμφωνα με αυτά το Συμβούλιο του ΤΕΙ Αθήνας αποφάσισε τη σύσταση επιτροπής, η οποία στο πόρισμά της εισηγείται τη δημιουργία εταιρίας (τίτλος: Μονάδα Υπηρεσιών Εκπαίδευσης, Τεχνολογίας και Ερευνας), μέσω της οποίας το ΤΕΙ θα αναπτύξει δημόσιες σχέσεις, θα διαφημίσει τις υπηρεσίες του και τελικά θα τις πουλάει. Προτείνεται δε και τα ίδια τα εργαστήρια να συνδεθούν με την εταιρία αυτή και να πουλούν τις υπηρεσίες τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Εκεί βλέπετε οδηγεί τα πράγματα η ανεπαρκέστατη χρηματοδότηση (τα ΤΕΙ ζητούν απεγνωσμένα άμεσα 50 εκατομ. Ευρώ για να μπορέσουν απλώς και μόνο να επιβιώσουν), αλλά και η γενικότερη φιλοσοφία που επικρατεί στην ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση και στα «δικά μας» υψηλά κυβερνητικά και αντιπολιτευτικά κλιμάκια για σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά και τις επιχειρήσεις.
Ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι και όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω, είναι και η οικονομική αιμορραγία των οικογενειών που σπουδάζουν παιδιά, είναι η ανάθεση κομματιών της λειτουργίας των ιδρυμάτων σε ιδιώτες, είναι τα χρήματα που δαπανούν οι φοιτητές για σίτιση, στέγαση, συγγράμματα, είναι η καταβολή διδάκτρων για πολλά από τα μεταπτυχιακά προγράμματα που λειτουργούν στα Πανεπιστήμια, κ.λπ.
Χωρίς βέβαια όλα αυτά να σημαίνουν ότι η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι αμελητέο πράγμα και ότι δε θα προσθέσει τίποτε σπουδαίο στην υπάρχουσα ζοφερή κατάσταση. Η ύπαρξη και λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ θα δημιουργήσει ντε-φάκτο κάθετο ταξικό διαχωρισμό: τα «πρότυπα» ιδρύματα για την ελίτ, τα άλλα «της σειράς» για το λαουτζίκο.
Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε και κάτι ακόμα: Το οικονομικό μαράζωμα των ΑΕΙ, τούτη η αγωνία τους για επιβίωση, θα αποτελέσει το άλλοθι της κυβέρνησης, το αγκωνάρι που θα στηριχτεί για να προχωρήσει και δικαιολογήσει τους άλλους μεγάλους σχεδιασμούς για δυο κύκλους σπουδών, με τον προπτυχιακό τριετή, για την «πιστοποίηση των πανεπιστημιακών σπουδών και των πτυχίων» (βλέπε αξιολόγηση), για την αντιμετώπιση των φοιτητών ως πελατών, κ.λπ.
Με φόντο τούτη τη δραματική κατάσταση, τα ιδρύματα προχωρούν σε κινητοποιήσεις, με πρωτοβουλία προς το παρόν των διοικήσεών τους και των συνδικαλιστικών οργάνων των πανεπιστημιακών.
Και οι φοιτητές; Η υπεράσπιση της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και η ανατροπή των σχεδίων κυβέρνησης, αντιπολίτευσης, ΕΕ, ασφαλώς και είναι πρωτίστως δικό τους καθήκον.
Γιούλα Γκεσούλη








