Πριν μια εβδομάδα είχαμε την παγκόσμια μέρα του εθελοντισμού. Μια μέρα με μεγάλη σημασία για το κράτος και τις λειτουργίες του, οι οποίες είναι ποτισμένες με το πνεύμα του εθελοντισμού. Οταν πληρώνεις μαλλιοκέφαλα για να γίνει κάτι κι από πάνω προσφέρεις τις υπηρεσίες σου για να καλύψεις τα όποια (πληρωμένα ήδη) κενά και αδυναμίες, αντί να εγείρεις απαιτήσεις κι αξιώσεις, τότε δικαίως στα μάτια κάποιων μπορεί να φαντάζεις (ή και να είσαι) μαλάκας.
Κι αφού αποτίσαμε φόρο τιμής στη συγκεκριμένη παγκόσμια ημέρα, πάμε λίγο παρακάτω (δεν θα απομακρυνθούμε πολύ).
Η Ελλη βγήκε οργισμένη από το σινεμά, ανταμώσαμε στην ομιχλώδη πλατεία Αριστοτέλους, που ζούσε στον ρυθμό του 45ου φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει την οργή της για την ταινία που μόλις είχαμε δει, καθισμένοι μακριά και χωρίς να σχολιάσουμε τίποτε: «Η σκόνη που πέφτει» του Τάσσου Ψαρρά, που άγνωστο γιατί, γράφει κι αυτός όπως κι ο κύπριος πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος το όνομά του με δύο σίγμα. Δικαίωμά του να το γράφει και με τρία βέβαια, όσο δεν υπάρχει νόμος για την κακοποίηση της γλώσσας. Το θέμα μας δεν είναι αυτοί, αλλά οι βιαστές της συνείδησης. Ο κύριος Τάσσσσος λοιπόν, πέρασε ένα σπουδαίο μήνυμα με την ταινία του, που κατά τα άλλα, ίσως να ήταν και καλή, πολύ καλή. Πέρασε το ίδιο ακριβώς μήνυμα που περιείχαν οι δηλώσεις του επίδοξου προέδρου Νίκου Κωνσταντόπουλου για το Πολυτεχνείο. Ας ξεχάσουμε ό,τι έγινε, ας παρακάμψουμε λίγο την ιστορία κι ας ενωθούμε κάτω από τις αδιάφορες σημαίες και την εθνική συναίνεση. Για ευνόητους, φυσικά, λόγους.
Η σκόνη που πέφτει, δεν είναι άλλη από την σκόνη των χρόνων, της λήθης ή και της παραποίησης, που πέφτει και καλύπτει τα γεγονότα, επιτρέποντας στον καθένα να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα και να τα ερμηνεύει κατά το δοκούν. Παρ’ όλες τις καλές στιγμές της ταινίας, αυτό που έμεινε στο τέλος, τουλάχιστον σ’ εμένα τον βραδύνου και ακατάρτιστο κινηματογραφικά, ήταν μια γεύση περίεργη και ύποπτη. Ο ήρωας έψαχνε την διαδρομή του πατέρα του στον εμφύλιο, για να εμπλουτίσει το βιβλίο του, όντας βολεμένος μεγαλοδημοσιογράφος (θύμιζε λίγο Βότση, οπτικά). Τον καιρό εκείνο παζάρευε κι ένα ημιπαράνομο οικοπεδάκι στην Τήνο, πηδούσε όποια γκομενίτσα του κλάδου ή… άλλων κλάδων του καθόταν, απαξίωνε τα βαθύτερα νοήματα και τις βαθύτερες χαρές της ζωής, όπως κάνει κάθε σύγχρονος αστός που σέβεται τον εαυτό του. Δε βαριέστε τώρα… Ο αγώνας πάνω απ’ όλα, αλλά δεν θα σκάσουμε κιόλας. Θα κουβαλάμε κι εκείνη την κληρονομική θλίψη των αριστερών και όλα είναι ΟΚ. Η εικόνα που πέρασε η ταινία, πίσω από την αγωνία της αναζήτησης του κεντρικού θέματος, ήταν σαφής. Δεν έχει σημασία το χθες, είναι μπερδεμένο και παραποιημένο, γι’ αυτό κοιτάξτε πως θα την βολέψουμε σήμερα, παρακάμπτοντας τις άσκοπες ιστορικές έρευνες.
Φυσικά, μια τέτοια ταινία είναι καθαγιασμένη (φαντάζομαι) από τους κρατούντες (είναι βλέπετε συμπαραγωγή της ΕΡΤ, του ΕΚΚ και άλλων). Και το μουσικό της θέμα (Βασίλης Παπακωνσταντίνου) λέει: «Κλέφτικα ο χρόνος φεύγει και γυρίζει, άλλους μας πεθαίνει κι άλλους μας κοιμίζει» χωρίς να συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω η ταξινόμηση και να ξέρουμε κι εμείς, πού εντάσσεται η ταινία (η ταινία σαν γεύση και μήνυμα, όχι ο ήρωάς της ή το θέμα της). Και καμιά κουφάλα δεν θα τολμήσει να κάνει μια ταινία για τις άθλιες δίκες, ας πούμε, όχι μόνο γιατί δεν θα συγκινήσει αλλά και γιατί θα επισύρει την ενορχηστρωμένη μήνη του κοινωνικού σώματος, πάντα υπό την απαραίτητη χειραγώγηση και καθοδήγησή του βεβαίως-βεβαίως, γιατί το κοινωνικό σώμα σκορπίζει χωρίς αυτήν. Καμιά κουφάλα δεν θα κάνει τέτοια ταινία, γιατί δεν θα πουλήσει αλλά και θα την εκθέσει. Δεν θα κάνει αυτό που κάποιοι κάνουν νυχθημερόν, με το να βγαίνουν και να παραθέτουν δημόσια τις απόψεις τους χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, εκθέτοντας τον εαυτό τους σε μύριους κινδύνους. Οχι. Θα συνεχίσουν να επιδίδονται σ’ έναν άκρατο λαϊκισμό, σε φτηνά συμπεράσματα και να παράγουν σωρηδόν ταινίες νομιμοφροσύνης για να χειραγωγούν την κοινή γνώμη. Να την πείσουν ότι δεν υπάρχει ταξικός εχθρός, να την συνενώσουν κάτω από τα σύγχρονα οράματα της λήθης, της απάθειας, της αποφυγής κάθε άσκοπης ταλαιπωρίας σε ιστορικές αναζητήσεις και να την σφραγίσουν οριστικά.
Οι Ε.Γ. και Ελένη Σταματίου που ασχολούνται με το σινεμά είναι πιο αρμόδιες να ασχοληθούν με το θέμα. Εγώ έγραψα κάτι λίγο, παρακινούμενος περισσότερο από την οργή της Ελλης και την δική μου πίκρα, μπροστά στη θεσμοθέτηση της απάθειας και την αναγωγή του χθεσινού αίματος σε μουσειακό είδος του σήμερα, έτσι καθώς οι κεφαλές της κούρσας τρέχουν για το βόλεμα και για το οριστικό τίποτα.
Θοδωρής Μπακάλης







