Είναι η πρώτη φορά που τρώει τέτοιο στραπάτσο υπουργός Παιδείας και αυτό έχει τη σημασία του από την άποψη της δρομολόγησης των εξελίξεων, παρόλο που η Διαμαντοπούλου θέλει να εμφανίζεται, προς το παρόν, «τσαμπουκαλεμένη», διαμηνύοντας ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για αλαζονεία, ούτε για σύνδρομα ιδιοκτησίας». Το ομόφωνο ΟΧΙ της συνόδου προέκυψε γιατί, κατά τη γνώμη μας: α) οι πρυτάνεις δεν μπορούσαν να σηκώσουν στις πλάτες τους τέτοιο ασήκωτο βάρος (της διάλυσης του δημόσιου πανεπιστήμιου) β) το «σχέδιο διαβούλευσης» έθετε υπό αμφισβήτηση την ίδια την υπόστασή τους γ) το πανεπιστημιακό κατεστημένο (ειδικά των λεγόμενων παραγωγικών σχολών) δεν επιθυμεί στο κεφάλι του γκαουλάιτερ για δουλειές, που το ίδιο διεκπεραιώνει με επιτυχία χρόνια τώρα (π.χ. έρευνα σε συνεργασία με επιχειρήσεις) δ) οι πανεπιστημιακοί καθηγητές νιώθουν στο σβέρκο τους την καυτή ανάσα του φοιτητικού κινήματος, που μοιάζει να αφυπνίζεται, ενώ η συνέχεια αναμένεται ιδιαίτερα έντονη, λόγω και της αγριότητας των αλλαγών που προωθούνται.
Ισχυρό χαστούκι δέχθηκε η Διαμαντοπούλου από το ομόφωνο ΟΧΙ της έκτακτης συνόδου των πρυτάνεων (Λαύριο, 10-11 Δεκέμβρη) στο «σχέδιο διαβούλευσης», με το οποίο επιχειρείται ο οριστικός ενταφιασμός του δημόσιου Πανεπιστήμιου.
Στο ψήφισμά της η σύνοδος κάνει μνεία στις δυο βασικές αρχές του άρθρου 16 του Συντάγματος, τον σεβασμό και την προστασία του δημόσιου χαρακτήρα των Πανεπιστημίων, που αφορά και στη χρηματοδότησή τους και την κατοχύρωση της πλήρους αυτοδιοίκησης αποκλειστικά από αιρετά πανεπιστημιακά όργανα. Στη συνέχεια, διαμηνύει στη Διαμαντοπούλου να πάρει πίσω το «σχέδιο διαβούλευσης» και μάλιστα θεωρεί ουσιαστικά αφερέγγυα τη στάση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου για κάθε παραπέρα προσπάθεια προσέγγισης μέσω διαλόγου. Η σύνοδος τονίζει χαρακτηριστικά: «α) το κείμενο διαβούλευσης δεν αποτελεί βάση διαλόγου για τα Πανεπιστήμια. Η Σύνοδος καλεί το Υπουργείο να αποσύρει τις προτάσεις του που ανατρέπουν θεμελιώδη χαρακτηριστικά του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων.
β) δεν υπάρχει σήμερα πολιτική εγγύηση του διαλόγου, στο βαθμό που συνεχίζονται εντεινόμενες η κατασυκοφάντηση των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων, οι επεμβάσεις στη διοικητική αυτοτέλειά τους και η εφαρμογή μέτρων οικονομικής ασφυξίας, ιδιαίτερα σε σχέση με θέματα τακτικά προϋπολογισμού, προσλήψεων προσωπικού και φοιτητικής μέριμνας».
Οι πρυτάνεις θεωρούν ως αδιαπραγμάτευτα στοιχεία τα εξής:
Ανώτατο συλλογικό όργανο διοίκησης είναι η Σύγκλητος, η οποία συγκροτείται από εκλεγμένα μέλη από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Το Πρυτανικό Συμβούλιο είναι το εκτελεστικό όργανο της Συγκλήτου. Ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις εκλέγονται από την πανεπιστημιακή κοινότητα και προέρχονται από αυτή. Τα ΑΕΙ έχουν την πλήρη ευθύνη για την οργάνωση των σπουδών. Το Τμήμα αποτελεί τη βασική ακαδημαϊκή μονάδα εισαγωγής των φοιτητών, που καλύπτει το εύρος ενός επιστημονικού κλάδου. Το Πανεπιστήμιο αποφασίζει για τις πιθανές αλλαγές, ίδρυση, οργάνωση, δομή, τίτλους και περιεχόμενο Σχολών, των Προπτυχιακών και Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών. Το Πανεπιστήμιο καθορίζει τον αριθμό των εισακτέων. Ενισχύεται η φοιτητική μέριμνα, η οποία περιλαμβάνει σίτιση και στέγαση και είναι ευθύνη της Πολιτείας. Τα μέλη ΔΕΠ είναι δημόσιοι λειτουργοί. Οι βαθμίδες είναι: καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής, λέκτορας. Η μονιμότητα διασφαλίζεται στη βαθμίδα του επίκουρου. Στα αδιαπραγμάτευτα στοιχεία, όμως, οι πρυτάνεις περιλαμβάνουν και σημεία, που είναι πολύ κοντά στις επιθυμίες του υπουργείου Παιδείας και αντανακλούν το πνεύμα της Μπολόνια. Σ’ αυτά τα σημεία, το πανεπιστημιακό κατεστημένο έχει να επιδείξει «καλές πρακτικές», αφού τα εφαρμόζει ήδη στα Πανεπιστήμια. Τέτοια σημεία είναι: α) οι διαδικασίες αξιολόγησης (τώρα το ψήφισμα της συνόδου των πρυτάνεων απαιτεί αυτές να είναι «συστηματικότερες») β) η εφαρμογή του συστήματος των πιστωτικών μονάδων, σε μια πιο λάιτ μορφή σύνδεσής τους με τα προγράμματα σπουδών και την ακαδημαϊκή τους ισοτιμία και όχι τέλεια διάλυση των σπουδών, σπουδές-σούπα, αποτυπωμένες σε πιστωτικές μονάδες, όπως απαιτεί το «σχέδιο διαβούλευσης». Πονηρές διατυπώσεις, που υποκρύπτουν αποδοχή -ίσως με μια διαφοροποιημένη μορφή- της επιχειρηματικής διάστασης που θέλει να επιβάλλει η κυβέρνηση (και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις) στο δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι η απαίτηση για «νέο νομικό πλαίσιο για την ευέλικτη λειτουργία των διοικητικών και οικονομικών μηχανισμών του Πανεπιστήμιου» και για «κεντρική διαχείριση των ερευνητικών κονδυλίων από δομή περισσότερο ευέλικτη από το ΕΛΚΕ» (Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Ερευνας. Είναι ο δίαυλος μέσω του οποίου τα Πανεπιστήμια ενσωματώνουν την χρηματοδότηση από τις επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων διενεργούν την έρευνα). Ερώτημα επίσης προκύπτει και για τη διατύπωση ότι «πρέπει να προβλέπονται μηχανισμοί ανανέωσης των μελών ΔΕΠ με τη δυνατότητα αξιοποίησης του νέου επιστημονικού δυναμικού». Πώς θα γίνεται π.χ. αυτή η «αξιοποίηση»; Με ποιες εργασιακές σχέσεις; Μήπως τη γεύση τους μας τη δίνει η πρόταση του ΑΠΘ για «επισκέπτες καθηγητές» και «ειδικούς διδάσκοντες», που σε τίποτε ουσιαστικά δεν διαφέρει από την πρόταση της Διαμαντοπούλου; Εκτός όλων αυτών, οι πρυτάνεις αποδέχονται και τη θεσμοθέτηση «περιφερειακών οργάνων για την εκπόνηση στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης των ΑΕΙ». Αλλωστε, έχουν κι άλλες φορές δηλώσει ότι αποδέχονται τον πανεπιστημιακό «Καλλικράτη», μόνο που θέλουν να έχουν κι αυτοί έναν πιο ουσιαστικό λόγο.
Συμπέρασμα; Η Διαμαντοπούλου μπορεί να έφαγε μια βαθιά μαχαιριά από το απορριπτικό ΟΧΙ των πρυτάνεων, την ταφόπλακα, όμως, στο «σχέδιο διαβούλευσης» θα την βάλει και τον πολιτικό της θάνατο θα υπογράψει μόνο το μαζικό, ανατρεπτικό φοιτητικό κίνημα.
Γιούλα Γκεσούλη








