Δείγμα τέλειου εξευτελισμού και συνειδητού ενστερνισμού της μνημονιακής πολιτικής αποτελεί η έκθεση ιδεών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που «συνέταξαν» οι ίδιοι (έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται) και της έδωσαν το βαρύγδουπο τίτλο «ολιστικό πρόγραμμα ανάπτυξης».
Ο «εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός μεταρρυθμίσεων, χωρίς προηγούμενο εύρος», η «δυναμική» των οποίων «έφθασε στον υψηλότερο ρυθμό της από το 2015 και μετά και συμπληρώθηκε από ένα ισχυρό ιστορικό δημοσιονομικών αποτελεσμάτων τα τελευταία τρία χρόνια» αποτελεί το μνημονιακό credo της συγκυβέρνησης και μια βαθιά και σταθερή υπόσχεση στους ιμπεριαλιστές δανειστές ότι θα μείνει προσηλωμένη σ’ αυτήν την πολιτική, που οδήγησε την εργαζόμενη κοινωνία σε απίστευτη φτωχοποίηση και απόγνωση.
Στις «μεταρρυθμίσεις», άλλες εκ των οποίων «ολοκληρώθηκαν», άλλες «βρίσκονται σε διαδικασία εφαρμογής ή χρειάζονται περισσότερη εμβάθυνση» και οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην «ολιστική στρατηγική», ανήκουν και οι «μεταρρυθμίσεις» στην εκπαίδευση. Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές περιγράφονται στο τριετές σχέδιο του υπουργείου Παιδείας, μια στρατηγική υποταγής στις κατευθύνσεις του Μμνημόνιου-3, του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.
Οι αναφορές στη «δημοσιονομική εξυγίανση» που «βασίστηκε σε διαρθρωτικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις τόσο στην πλευρά των δαπανών όσο και σε αυτή των εσόδων», στις «παρεμβάσεις» που πέτυχαν να μειώσουν τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης λόγω και της «μείωσης του μισθολογικού κόστους από 11,2% του ΑΕΠ σε 9,2%» την περίοδο 2009-2016, στα άλλοτε «ματωμένα» για τους συριζαίους «μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα», που «πέτυχε γρήγορα» η Ελλάδα, στο επίτευγμα της μείωσης των δαπανών, όπου η «μεγαλύτερη συνεισφορά προέρχεται από τις συντάξεις (6,5% του ΑΕΠ), το μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα (4,8% του ΑΕΠ) και τα λειτουργικά έξοδα (1,9% του ΑΕΠ)» δίνουν καθαρά το στίγμα της μνημονιακής προσήλωσης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αλλά και του χαρακτήρα των αλλαγών που θα επιχειρηθούν και στην εκπαίδευση, κάποιες εκ των οποίων ήδη εφαρμόζονται.
Αποτελεί ύβριν για τη δημόσια εκπαίδευση που έχει κυριολεκτικά στραγγαλιστεί, για τους νέους που δεν έχουν μέλλον και πυκνώνουν τις στρατιές των ανέργων , για τους νέους πτυχιούχους που παίρνουν των ομματιών τους και ξενιτεύονται, ο ισχυρισμός που αναφέρεται σ’ αυτήν την «ολιστική» κοροϊδία ότι «είναι σημαντικό να τονισθεί ο σημαντικός ρόλος της εκπαίδευσης στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης η οποία θα προωθήσει τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα υποστηρίζεται από εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό».
Εκπαίδευση με αποκλεισμούς
Αυτός ο τίτλος ταιριάζει στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εκπαίδευση και επιγράφεται ψευδώς «Εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς».
Σύμφωνα με το «ολιστικό πρόγραμμα», «κύριοι στόχοι είναι ο εκσυγχρονισμός των εκπαιδευτικών δομών, η βελτίωση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων και η ομαλή ένταξη των αποφοίτων στην αγορά εργασίας».
Τα φανταχτερά λόγια γίνονται σκόνη με όλα όσα ήδη έχουν δρομολογηθεί και δρομολογούνται στη δημόσια εκπαίδευση. Ας δούμε πώς:
♦ Διορισμοί εκπαιδευτικών
Σύμφωνα με την «ολιστική στρατηγική», ο στόχος της βελτίωσης των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων «απαιτεί την πλήρωση των υφιστάμενων κενών θέσεων του διδακτικού προσωπικού». Τι κάνει η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας γι’ αυτό; Συντάσσει για τα μάτια «μελέτη» για μόνιμους διορισμούς δασκάλων για μια περίοδο τριών ετών, προβάλλει προπαγανδιστικά την Εκθεση για την Εκπαίδευση που κατέθεσε ο ΟΟΣΑ για το 2018, που «αναγνωρίζει» αυτήν την αναγκαιότητα, ενώ με το άλλο χέρι υπογράφει νόμο που απαγορεύει τους διορισμούς και το 2019.
Καταρχάς, θυμίζουμε ότι η περιβόητη έκθεση του ΟΟΣΑ κάνει απλά μια διαπίστωση και η εκπρόσωπός του, Γκαμπριέλα Ράμος, κατά την παρουσίασή της ήταν πολύ ξεκάθαρη. Οι διορισμοί είναι ένα ευχολόγιο. Συναρτώνται με την πορεία της ελληνικής οικονομίας και από το εάν αυτή θα «πιάσει» τους μνημονιακούς στόχους.
Οι εκπρόσωποι του ιμπεριαλιστικού οργανισμού μιλούν επίσης και για «ευελιξία» όσον αφορά στην πρόσληψη εκπαιδευτικών και τη συνδέουν με την επίτευξη «μεγαλύτερης αποκεντροποίησης των διαδικασιών στα σχολεία».
Οσο για το τί υπέγραψε η συγκυβέρνηση, θυμίζουμε ότι στην αιτιολογική έκθεση τροπολογίας (κατατέθηκε στο νομοσχέδιο «Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμών πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και άλλες διατάξεις») ομολογείται ότι μόνιμοι διορισμοί δεν πρόκειται να γίνουν μέχρι και το 2019!
♦ Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
1. Ως σημαντική μεταρρύθμιση θεωρείται η εισαγωγή δύο ετών προσχολικής εκπαίδευσης, «που χρειάζεται στήριξη».
Πώς υλοποιείται αυτή η «στήριξη»;
Πρώτον με μια κολοβή νομοθετική ρύθμιση, αφού η υποχρεωτικότητα της φοίτησης στο Νηπιαγωγείο για τα προνήπια δεν εφαρμόζεται άμεσα, αλλά κατά δήμους και μάλιστα σε βάθος τριετίας. Δεύτερον, με το να αναγορεύονται οι δήμοι σε συνδιαμορφωτές της εκπαιδευτικής πολιτικής, ανοίγοντας επικίνδυνους δρόμους για το μέλλον του Νηπιαγωγείου και γενικά της εκπαίδευσης, δεδομένων των νόμων της αποκέντρωσης. Τρίτον, με το να αποκτήσουν οι δήμοι αποφασιστικό ρόλο στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό για το Νηπιαγωγείο. Αυτό έγινε με την έκδοση της σχετικής ΚΥΑ που προβλέπει ο νόμος. Η «γνώμη» για την εφαρμογή της υποχρεωτικότητας, που εκφράζουν οι τριμελείς επιτροπές έγινε «ομόφωνη γνώμη» και μάλιστα απέκτησε και αποφασιστικό χαρακτήρα στο σχεδιασμό του υπουργείου Παιδείας. Δεδομένης της σαμποταριστικής τακτικής των δήμων και του βρόμικου ρόλου της ΚΕΔΕ στο συγκεκριμένο ζήτημα, που αναζητούν «πελάτες» για τις δομές τους, ο δρόμος για την εφαρμογή της καθολικότητας στη διετή υποχρεωτική φοίτηση στο Νηπιαγωγείο γίνεται δύσβατος και απροσπέλαστος. Το πλαίσιο αυτό έδωσε την αναμενόμενη συνέχεια: Η εφαρμογή της δίχρονης Προσχολικής Εκπαίδευσης αποφασίστηκε να γίνει μόνο σε 184 δήμους από τους 325 της χώρας για τη σχολική χρονιά 2018-2019, ενώ εξαιρέθηκαν μεγάλοι δήμοι της χώρας, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού, άρα και νηπίων!
2. Σύμφωνα με το κείμενο ο τύπος του ενιαίου ολοήμερου δημοτικού σχολείου δημιουργήθηκε «για να διασφαλιστεί ότι όλα τα δημοτικά σχολεία της χώρας θα έχουν κοινή κατεύθυνση σε όλους τους γνωστικούς και διδακτικούς κλάδους».
Πολλές φορές έχουμε επισημάνει πως με τον Ενιαίο Τύπο Ολοήμερου Δημοτικού και Νηπιαγωγείου, τα Ολοήμερα Σχολεία γίνονται και με τη βούλα πλέον παιδοφυλακτήρια. Με μείωση των ωρών της πρωινής ζώνης στο Δημοτικό, κατάργηση του υπεύθυνου δάσκαλου για την απογευματινή ζώνη, τη διδασκαλία μαθημάτων ειδικότητας διαφορετικών ανά σχολείο ανάλογα με τις ώρες που περισσεύουν από την πρωινή λειτουργία του σχολείου, με την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων εγγραφής, την προαιρετική λειτουργία, την κατάργηση του ενιαίου των θέσεων των Νηπιαγωγών, με αποτέλεσμα την κατηγοριοποίησή τους και την υποβάθμιση του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού τους ρόλου.
Η έκδοση του Π.Δ. 79, με το οποίο παγιώνεται ο ανώτατος αριθμός μαθητών ανά τμήμα στους 25 μαθητές (συν ένα 10% ειδικά στα τμήματα της Δευτεροβάθμιας) και συγκροτείται τριμελής επιτροπή στο πλαίσιο κάθε Περιφερειακής Διεύθυνσης, που διαχειρίζεται και κατανέμει τους μαθητές που εγγράφονται στα όμορα σχολεία, καταργώντας τα γεωγραφικά όριά τους, συμπληρώνει την εικόνα του «αναβαθμισμένου» σχολείου.
♦ Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Το «ολιστικό πρόγραμμα» αναφέρει ότι: «Η κυβέρνηση μείωσε το βάρος των εξετάσεων εξορθολογίζοντας το πρόγραμμα σπουδών, δημιούργησε νέα προγράμματα μαθημάτων, καθόρισε μια θεματική εβδομάδα για μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τους μαθητές, εφάρμοσε μια περιγραφική αξιολόγηση για όλους τους μαθητές των γυμνασίων ενώ θεσμοθέτησε τη συμμετοχή σε δημιουργικά προγράμματα για τα λύκεια. Το πλάνο για την αναδιάρθρωση του λυκείου συντάσσεται σταδιακά ώστε να συμπεριλάβει σημαντικές αλλαγές στο σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με στόχο την ολοκλήρωση όλων των απαραίτητων προετοιμασιών εντός του σχολείου χωρίς προσφυγή στην παραπαιδεία, ένα ζήτημα που αναφέρεται συχνά στις συστάσεις του ΟΟΣΑ».
Τα παραπάνω επιχειρούν να δείξουν μια ωραιοποιημένη και επίπλαστη εικόνα. Το σχολείο στον καπιταλισμό, με όσες φιοριτούρες και αν στολιστεί, που πάντα θα έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα (επεμβάσεις στα προγράμματα σπουδών, θεματική εβδομάδα, «καινοτόμα προγράμματα» και τα ρέστα), ουδέποτε θα απαρνηθεί τον αντιδραστικό ιδεολογικό του προσανατολισμό, ενώ πάντα θα αναπαράγει τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.
Οι ποικίλες αξιολογικές κρίσεις (επώδυνες και μη), οι εξετάσεις (πολλές ή λιγότερες) είναι ταξικοί φραγμοί, που βαραίνουν ιδιαίτερα στις πλάτες των παιδιών της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Το «νέο λύκειο» που ετοιμάζει το υπουργείο Παιδείας, είναι ένα αριστοκρατικό σχολείο, ένα σχολείο για λίγους κι εκλεκτούς, προσηλωμένο στην ειδίκευση (ειδικά η τελευταία τάξη του, που γίνεται τάξη-φροντιστήριο). Συμπληρώνεται από ένα σύστημα πρόσβασης ισχυρών ταξικών φραγμών, με διπλές πανελλαδικές εξετάσεις.
♦ Ειδική Εκπαίδευση
Εκθειάζεται ο νόμος για την ειδική αγωγή και εκπαίδευση που «εκσυγχρονίστηκε, υιοθετώντας μια φιλική προς την ένταξη προσέγγιση, με στόχο την άρση των φραγμών και την εφαρμογή της ισότιμης εκπαίδευσης των μαθητών με αναπηρία».
Τον «κόφτη» στην Παιδεία τον πλήρωσε πολύ επώδυνα η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση: α) Με την τροπολογία που κατέθεσε το υπουργείο Παιδείας στο σχέδιο νόμου «Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις», με την οποία ουσιαστικά καταργήθηκαν τα Τμήματα Ενταξης (ΤΕ), με τη διάχυση των μαθητών τους στις συμβατικές τάξεις. Η τακτική αυτή καλύφθηκε με εύηχες φράσεις όπως «συνεκπαίδευση», «προώθηση της ένταξης και των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση», κ.λπ. β) Με το έγγραφο της Διεύθυνσης Ειδικής Αγωγής του υπουργείου Παιδείας (Α.Π. 50351 /Δ3/24-03–2016) με θέμα «Οδηγίες σχετικά με τις ιδρύσεις Σχολικών Μονάδων Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης Π.Ε και Τμημάτων Ενταξης Π.Ε & Δ.Ε σχολικού έτους 2016-17», που έδινε εντολή για συγχωνεύσεις ΤΕ σε σχολικές μονάδες που είχαν συγχωνευθεί. γ) Με την τροπολογία σε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, που ενσωμάτωνε ευρωπαϊκή οδηγία (βλ. Κόντρα, αρ. φύλ. 911), βάσει της οποίας εκπαιδευτικοί της γενικής εκπαίδευσης μετακινούνται στην Ειδική Αγωγή για «συμπλήρωση ωραρίου», ανάγκη που προέκυψε με καθαρά τεχνητό τρόπο, ώστε να μειωθούν οι προσλήψεις προσωπικού. δ) Με τη λειτουργία των σχολείων ειδικής αγωγής σχεδόν αποκλειστικά με αναπληρωτές.
♦ Αξιολόγηση-Αποκέντρωση-Αυτονομία
Τα τρία μαχαίρια που θα μπηγούν στο «σώμα» του δημόσιου σχολείου καλύπτονται υπό τον παραπλανητικό τίτλο «Υποστηρικτικές Δομές στο Εκπαιδευτικό Εργο». Σύμφωνα με το πρόγραμμα, αυτές «όπως εμφανίζονται στο Τριετές Πλάνο, θα νομοθετηθούν σύντομα (Μάιος 2018)».
Αποκέντρωση και αυτονομία αποτελούν ουσιαστικά συστατικά στοιχεία μιας διαδικασίας, που τελικό στόχο έχει την αυτοαξιολόγηση, που σε αυτήν τη φάση θα βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να αποκτήσουν «κουλτούρα αξιολόγησης». Το επόμενο βήμα, η αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών, μολονότι τώρα δεν ομολογείται, θα γίνει στη συνέχεια. Αποτελεί, άλλωστε, σταθερή απαίτηση του ΟΟΣΑ και μνημονιακή δέσμευση (Μνημόνιο-3).
Το σχετικό σχέδιο νόμου για τις Δομές της Εκπαίδευσης είναι αποκαλυπτικό. Η αυτοαξιολόγηση έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αξιολόγησης του Αρβανιτόπουλου: Προγραμματισμό στην αρχή της σχολικής χρο-νιάς με αποσαφήνιση και διατύπωση «στόχων» και «επιλογή στοχευμένων δράσεων», με τη δυνητική συμμετοχή στελεχών του ΠΕΚΕΣ (Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού), κατάρτιση «σχεδίων δράσης», κριτική αποτίμηση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου στο τέλος της χρονιάς.
Τα κριτήρια της αξιολόγησης των στελεχών εκπαίδευσης μας δίνουν μια πρώτη γεύση των κριτηρίων που θα υιοθετηθούν και για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Η «αποκέντρωση» της εκπαίδευσης στους χρεοκοπημένους δήμους θα επιταχύνει την πορεία της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου σχολείου, θα δώσει τη χαριστική βολή στις ήδη ξεχαρβαλωμένες εργασιακές σχέσεις και στην εκπαίδευση και θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση των «ανταποδοτικών τελών» για τους δημότες.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι η «αυτονομία» της σχολικής μονάδας. Τα διάφορα εκπαιδευτικά «προγράμματα» και δράσεις που θα αναλαμβάνονται από τις σχολικές μονάδες, ο τρόπος διαχείρισης της χρηματοδότησης και η αναζήτηση νέων πηγών της, που θα αποτελούν και κριτήρια αυτοαξιολόγησής τους, θα γίνονται σε συνδυασμό με τις «τοπικές κοινωνίες», τους επιχειρηματίες και τους ιδιώτες κάθε είδους.
Ολες οι παραπάνω «μεταρρυθμίσεις», μαζί και «η έναρξη ενός Εθνικού Σχεδίου για την Κατάρτιση Εκπαιδευτικών, η ενίσχυση της υποστήριξης του εκπαιδευτικού δυναμικού με εξειδικευμένο προσωπικό» (σ.σ. οι εξαγγελίες αυτές έχουν καθαρά δημαγωγικό χαρακτήρα, τη στιγμή που τα σχολεία, ειδικά στην Πρωτοβάθμια, δεν έχουν τη στοιχειώδη γραμματειακή υποστήριξη, ενώ ακόμη και αυτή η «παράλληλη στήριξη» των παιδιών με ειδικές ανάγκες γίνεται με το σταγονόμετρο και σε πολλές περιπτώσεις καλύπτεται οικονομικά από τους ίδιους τους γονείς), συνοδεύονται, σύμφωνα με την «ολιστική στρατηγική» «από μέτρα για τον εξορθολογισμό των πόρων του εκπαιδευτικού συστήματος». Ο «εξορθολογισμός των πόρων», σε περιόδους σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που θα συνεχιστεί με το μετα-Μνημόνιο, γίνεται πάντα σε βάρος των δαπανών και για τη δημόσια εκπαίδευση.
♦ Ανώτατη Εκπαίδευση
Γίνεται ιδιαίρερη μνεία στα περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια για την Ανώτατη Εκπαίδευση και Ερευνα, που αντικατέστησαν τα «δυσλειτουργικά (sic!) Συμβούλια των Πανεπιστημίων και των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων».
Θυμίζουμε ότι τα περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια δημιουργήθηκαν επειδή ακριβώς τα κακόφημα Συμβούλια διοίκησης του νόμου Διαμαντοπούλου «δεν περπατούσαν» και είχαν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τους φοιτητές και τους πανεπιστημιακούς. Τα νέα Συμβούλια, από τη στιγμή που επέστρεψαν στη Σύγκλητο οι διοικητικές αρμοδιότητες, ανέλαβαν να προωθούν τα επιχειρηματικά σχέδια των Πανεπιστημίων και τη σύνδεσή τους με την «αγορά».
Οι συριζαίοι στο «ολιστικό πρόγραμμα» σημειώνουν ότι «το ελληνικό κράτος έχει αναγνωρίσει τη σημασία του αναπροσανατολισμού των εκπαιδευτικών συστημάτων προς μια προετοιμασία για την αγορά εργασίας». Αποδέχονται δηλαδή όχι μόνον ότι η συγκυβέρνησή τους αποτελεί συνέχεια όλων των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων στη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού («το ελληνικό κράτος»), αλλά και ότι και αυτοί έχουν ως στόχο τον προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας.
Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα διετή προγράμματα κατάρτισης (νόμος 4485/2017) «που θα οργανωθούν και θα επιτηρούνται από τα ΑΕΙ σε συνεργασία με άλλους ενδιαφερόμενους φορείς από την αγορά και τις τοπικές αρχές. Με αυτόν τον τρόπο, τα ΑΕΙ αποκτούν πιο άμεση σύνδεση με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και η αγορά μπορεί εύκολα να συμμετέχει στην διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών των συγκεκριμένων μαθημάτων ώστε να βρίσκει εργαζόμενους με ανώτερο επίπεδο ετοιμότητας να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πεδία-κλειδιά για την ελληνική οικονομία» (οι εμφάσεις δικές μας).
Εκθειάζεται και προωθείται λοιπόν, η επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που τώρα ανοίγεται και στην αγορά της κατάρτισης. Στο πεδίο αυτό, οι «τοπικές κοινωνίες», τα επιχειρηματικά συμφέροντα θα έχουν λόγο με παρεμβάσεις στην επιλογή και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών. Η εκμετάλλευση των μελλοντικών εργατών βαφτίζεται «προσφορά υπηρεσιών σε πεδία-κλειδιά για την ελληνική οικονομία».
Γίνεται επίσης λόγος για τη «στρατηγική συνεργασίας μεταξύ Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων», που άνοιξε με τη δημιουργία του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής (συγχώνευση ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά) και θα συνεχιστεί. Στόχος η δημιουργία του Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης και Ερευνας.
Ο Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης με «αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη» σηματοδοτεί ένα νέο εκτεταμένο «σχέδιο Αθηνά» με συγχωνεύσεις Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, καταργήσεις και υποβιβασμό ΤΕΙ σε διετή προγράμματα σπουδών, που θα προσφέρουν αντίστοιχα «πτυχία». Εκτός του ότι στοχεύει στην αποφασιστική μείωση των δαπανών, συμπυκνώνει και όλη τη στρατηγική που έχει για την ανώτατη εκπαίδευση η ΕΕ. Εξ ου και «η αποπολιτικοποίηση της διοίκησης του πανεπιστημίου», το νέο θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία των μεταπτυχιακών (νομιμοποίησε τα δίδακτρα), η ενίσχυση της ΑΔΙΠ, η «κουλτούρα ποιότητας», η δημιουργία της «Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής» (ΕΣΕ), «για να επιβλέπει και να αξιολογεί τις μεταπτυχιακές σπουδές σε κάθε σχολή ΑΕΙ, σε συνδυασμό με τις πιο επίσημες αξιολογήσεις HQA», «η προώθηση της διεθνοποίησης των ΑΕΙ» με ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα, κ.ά.
Μέχρι και την κακόφημη Διακήρυξη της Μπολόνια, κατά της οποίας είχε ταχθεί σύσσωμη σχεδόν η πανεπιστημιακή κοινότητα της Ελλάδας αγκάλιασαν και ασπάστηκαν οι συριζαίοι. Στο κείμενο αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Το Υπουργείο Παιδείας συμμετέχει επίσης ενεργά στην Ομάδα Παρακολούθησης της Μπολόνια (BFUG) που επιβλέπει τη Διαδικασία της Μπολόνια. Είναι σε συνεχή διάδραση με τα ελληνικά ΑΕΙ ώστε να ενισχυθούν οι επιδόσεις στην φοιτητική κινητικότητα μέσω του προγράμματος Erasmus+ και να υιοθετηθούν κρίσιμα εργαλεία της Μπολόνια που διευκολύνουν την αναγνώριση και την κινητικότητα όπως το ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης ακαδημαϊκών μονάδων (ECTS) και το Συμπλήρωμα Διπλώματος (Diploma Supplement)».
Θυμίζουμε ότι η Διακήρυξη της Μπολόνια έχει ως κατευθύνσεις το διαχωρισμό των σπουδών σε τρεις κύκλους, εκ των οποίων ο πρώτος (προπτυχιακός) τριετής, τη δημιουργία σπουδών-σούπα μέσω της καθιέρωσης του συστήματος πιστωτικών μονάδων, οι οποίες μπορούν να αντλούνται και από «σπουδές» μη τυπικής εκπαίδευσης, σεμινάρια και τα ρέστα, τα πτυχία πολλών ταχυτήτων, κ.λπ., χαρακτηριστικά που οδηγούν σε «αναγνωρισιμότητα» των τίτλων σπουδών που παρέχουν τα διάφορα Πανεπιστήμια και στη διευκόλυνση της «κινητικότητας» των σπουδαστών-πελατών.
♦ Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση
Τέλος, στη «σταρτηγική ανάπτυξης για το μέλλον» εντάσσεται και η λεγόμενη Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ).
Θα αναληφθούν, λέει, νέα «ελκυστικά προγράμματα» για να προσανατολιστούν οι νέοι στην ΕΕΚ, δηλαδή τα παιδιά της εργατικής τάξης, που κατά κανόνα φοιτούν στις δομές της και έτσι να αποσυμφορηθεί η πίεση για σπουδές στα Πανεπιστήμια, που είναι και ο διαχρονικός καημός της αστικής τάξης.
Στόχος είναι και η «προώθηση μιας ευρείας υιοθέτησης του προγράμματος Μαθητείας», μέσω της οποίας οι καπιταλιστές εξασφαλίζουν τσάμπα εργατικό δυναμικό. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επαίρονται ότι σε σχέση με τον Μάρτιο του 2017, που πραγματοποιήθηκε η πρώτη φάση εφαρμογής της μαθητείας, η δεύτερη φάση τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2017 πραγματοποιήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα, συγκεντρώνοντας 4.200 μαθητές.
Στην οργάνωση των προγραμμάτων μαθητείας θα έχουν λόγο οι καπιταλιστές. Το κείμενο αναφέρει χαρακτηριστικά: (στόχος είναι η) «υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης και ευέλικτης δομής διακυβέρνησης, με τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων κοινωνικών εταίρων στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής τους, τη θέσπιση σαφών και αυστηρών διαδικασιών εφαρμογής, με τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».
«Για να προωθηθεί ο κοινωνικός διάλογος μεταξύ των Αρχών και του ιδιωτικού τομέα, ιδρύθηκε πρόσφατα (Φεβρουάριος 2018) η Εθνική Συντονιστική Επιτροπή για τη Μαθητεία, με εκπροσώπους από αντίστοιχα υπουργεία, ΟΑΕΔ, Κοινωνικούς Εταίρους και την Ενωση Επιμελητηρίων Ελλάδος».
Την «ελκυστικότητα» της ΕΕΚ υπηρετεί και η ίδρυση και λειτουργία των διετών προγραμμάτων σπουδών εντός των Πανεπιστημίων για τα παιδιά των ΕΠΑΛ με τους νόμους 4485/2017 και 4521/2018.
Γιούλα Γκεσούλη