Ενώ συνεχίζεται ο Γολγοθάς των πανελλαδικών εξετάσεων, άρχισαν κιόλας οι προβλέψεις από τους κάθε λογής αναλυτές για το πού θα κυμανθούν φέτος οι βάσεις.
Εμείς δεν θα τους ακολουθήσουμε. Αλλωστε είναι πολύ νωρίς ακόμη για να βγάλει κανείς συμπεράσματα (τα μαθήματα αυξημένης βαρύτητας μόλις τώρα άρχισαν να εξετάζονται) και το υπουργείο Παιδείας, δια της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, δεν είπε ακόμη την τελευταία του λέξη. Τουτέστιν δεν άνοιξε ακόμη πλήρως τα χαρτιά του για το ποιο αποτέλεσμα θέλει να διαμορφώσει, ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων.
Αντιλαμβανόμαστε όμως ότι αυτό το κατασκευασμένο αποτέλεσμα πρέπει να συνταιριάζει με την πολιτική που έχει χαράξει για το αμέσως επόμενο διάστημα το ΥΠΕΠΘ.
Και τούτη η πολιτική έχει δυο παραμέτρους:
Πρώτον, τη μείωση των θέσεων κατά 650 στις σχολές και τα Τμήματα αιχμής των ΑΕΙ (Ιατρική, Νομική, Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων Μηχανικών του Πολυτεχνείου) και κατά 700 στα ΤΕΙ, που θα οδηγήσει τον σκληρότατο ανταγωνισμό των υποψηφίων γι’ αυτές στα όριά του. Συνεπώς μια μείωση του ποσοστού των «αριστούχων» (με βαθμολογίες 18-20), θα έδινε την εντύπωση εξομάλυνσης και θα απορροφούσε τους κραδασμούς της κοινωνικής κατακραυγής. Και λέμε ότι «θα έδινε την εντύπωση», γιατί στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός για τις θέσεις αυτών των σχολών είναι έτσι κι αλλιώς πολύ υψηλός και η σφαγή στην ποδιά τους πολύ μεγάλη, αφού οι υποψήφιοι αριστούχοι είναι πολύ περισσότεροι από τις διαθέσιμες θέσεις.
Δεύτερον, την εφαρμογή του μέτρου του κατώτατου πλαφόν (βάση το 10) για την εισαγωγή σ’ ένα από τα τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το 2006.
Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, αν ίσχυε το μέτρο αυτό από πέρσι, με βάση τα στοιχεία του ΥΠΕΠΘ για τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων του Ιουνίου 2004, 29.539 παιδιά (επιτυχόντες με τα περσινά δεδομένα) θα έμεναν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Διαφαίνεται δηλαδή καθαρά, με τη ρύθμιση αυτή, η πρόθεση του ΥΠΕΠΘ να περιορίσει δραστικά τον αριθμό των επιτυχόντων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, να χτυπήσει δυνατά την τάση της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση και να περιορίσει συνεπώς, με πλάγιο τρόπο, τη χρηματοδότηση για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Εξ ου και ο «ανώτατος αριθμός εισακτέων» που θα ισχύσει από του χρόνου, αντί του «κλειστού αριθμού» που ίσχυε ως τώρα.
Στην κατεύθυνση αυτή, θα είχε συμφέρον από τώρα το υπουργείο Παιδείας, να προσαρμόσει τα πράγματα, «αποδεικνύοντας» ότι μεγάλο ποσοστό παιδιών δεν είναι ικανό να φοιτήσει στα τριτοβάθμια ιδρύματα, αφού πέφτει κάτω από τη βάση (κάτι που άλλωστε γίνεται σταθερά όλα τα τελευταία χρόνια και στο οποίο βάσισε την απόφασή του αυτή το ΥΠΕΠΘ).
Θα είχε δηλαδή συμφέρον, κλείνοντας περισσότερο τη «στρόφιγγα», αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, να κατασκευάσει πολλούς «αποτυχημένους», που θα δικαιολογούσαν την καθιέρωση του κατώτατου πλαφόν από του χρόνου.
Εκτός κι αν, ύστερα από την κριτική που δέχτηκε (ακόμη και από τη ΓΣΕΕ), επιλέξει να μειώσει φέτος τον αριθμό των υποψηφίων με βαθμολογίες κάτω από τη βάση, με ταυτόχρονη μεγάλη διασπορά στις χαμηλές βαθμολογίες γύρω από αυτή. Στην περίπτωση αυτή θα είχαμε άνοδο των βάσεων, οπότε πάλι ένας μεγάλος κορμός παιδιών με χαμηλή βαθμολογία θα ήταν πάλι εκτός νυμφώνος και η επίθεση, με τη μορφή που περιγράψαμε παραπάνω, θα έμενε για του χρόνου.
Πάντως και στη μια και στην άλλη περίπτωση, οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι τα παιδιά με χαμηλές βαθμολογίες, που κατά τεκμήριο προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, από υποβαθμισμένες, φτωχές και απομακρυσμένες περιοχές.
Κοντός ψαλμός αλληλούια…
Γιούλα Γκεσούλη