Σε αναστολή οδηγούνταν η απεργία των καθηγητών, με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν όταν γραφόταν αυτό το άρθρο, με την ολομέλεια των προέδρων των ΕΛΜΕ σε εξέλιξη. Πολιτικά εκτιμώντας τα πράγματα, δε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε διαφορετική εκτίμηση της κατάστασης. Γιατί η πενθήμερη απεργία μετατράπηκε τη δεύ-τερη κιόλας εβδομάδα της κινητοποίησης σε 48ωρη, γεγονός που σηματοδοτεί καθαρά αποκλιμάκωση του αγώνα, παρά τα ψευδεπίγραφα φτιασιδώματα, περί συνέχισης με άλλες μορφές, που θέλησαν να της προσδώσουν κάποιοι (κυρίως οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ), για να δικαιολογήσουν την προδοτική στάση τους.
Η εξέλιξη αυτή αντικειμενικά ενίσχυσε τον αέρα της ηττοπάθειας, τα σημάδια της οποίας είχαν αρχίσει να διαφαίνονται και προς το τέλος της πενθήμερης, και το κλίμα αυτό συμπαρέσυρε και ό,τι πήγε να γεννηθεί και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το απεργιακό μέτωπο, λοιπόν, έσπασε πριν καλά-καλά γεννηθεί, και αυτό με τη σειρά του γύρισε σαν μπούμερανγκ, πλήττοντας παραπέρα την αγωνιστική αισιοδοξία των καθηγητών. Την ίδια στιγμή, οι ελπίδες που επενδύθηκαν σε ένα γενικό ξεσηκωμό και των μαθητών φάνηκαν να διαψεύδονται (μόλις τώρα άρχισε σιγά-σιγά να διαφαίνεται ένα φούντωμα των μαθητικών καταλήψεων).
Το κλείσιμο, σε αυτή τη φάση, του απεργιακού κύκλου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τουλάχιστον με την ένταση που αυτός ξεκίνησε, αποτυπώθηκε και στο τελευταίο συλλαλητήριο την Τετάρτη το μεσημέρι. Ετσι έληξε άδοξα μια απεργία διάρκειας, πριν ακόμη ξεδιπλώσει όλη τη βεντάλια της.
Εκτιμώντας, ως τώρα, την κατάσταση, μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής:
♦ Η απεργία των καθηγητών δεν είχε από την αρχή τα εσωτερικά καύ-σιμα για να διεξάγει όπως έπρεπε έναν αγώνα υψηλής έντασης, όπως είναι η απεργία διάρκειας. Η πτώση του ποσοστού συμμετοχής κατά 10 μονάδες από τη δεύτερη κιόλας μέρα ήταν ένα ανησυχητικό σημάδι.
u Φανερή επίσης ήταν η έλλειψη οργάνωσης. Οι απεργιακές επιτροπές ήταν πολύ λίγες σε σχέση με το βάρος της δουλειάς που έπρεπε να σηκώσουν. Το γεγονός αυτό, απόδειξη καθαρή της καταθλιπτικής και καταστροφικής νοοτροπίας της ανάθεσης, σε συνδυασμό με τη σάπια και βρόμικη θεωρία του «δικαιώματος στην εργασία», που αποθεώνει τον ατομισμό και ευλογεί την απεργοσπασία, άφησε ακάλυπτες τις πόρτες πολλών σχολείων και διάτρητη την περιφρούρηση της απεργίας.
♦ Η ενεργητική συμμετοχή, τουλάχιστον της πλειοψηφίας των καθηγητών που υπερψήφισε την απεργία διάρκειας με τη μορφή των πενθήμερων επαναλαμβανόμενων, στην υλοποίηση των αποφάσεων, στοιχείο αποφασιστικό στον αγώνα διάρκειας, που ανεβάζει εκ των πραγμάτων τον πήχη της σύγκρουσης με την κυβέρνηση και το σύνολο του αστισμού σε πολύ υψηλό επίπεδο, απεδείχθη γράμμα κενό. Η πλειοψηφία αρκέστηκε στην απλή συμμετοχή στα μαζικά συλλαλητήρια.
♦ Βεβαίως, η μικρή διάρκεια της απεργίας δεν βοήθησε να αναπτυχθούν και άλλες πολύμορφες δράσεις και να εκδηλωθεί η αλληλεγγύη της εργαζόμενης κοινωνίας απέναντι στους απεργούς, που έδιναν μια μάχη για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου και τη δική τους επιβίωση. Ομως, πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτά τα στοιχεία δε μπήκαν δυνατά από τις πρώτες κιόλας μέρες στην απεργιακή ατζέντα, ενώ και η εργαζόμενη κοινωνία, παρά τα θετικά της αισθήματα (το κλίμα έπιασε στον αέρα ο συρφετός των ΜΜΕ, γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να παίξει από την αρχή με τον «κοινωνικό αυτοματισμό») δεν είχε την προσήκουσα στάση και δράση αλληλεγγύης.
♦ Το σαράκι της ήττας, της «αναποτελεσματικότητας των αγώνων», που κατατρώει την εργαζόμενη κοινωνία, έπειτα από τα απανωτά χαστούκια που αυτή έχει δεχθεί, βοηθούσης και της βρόμικης τακτικής που έχει ακολουθήσει ως τώρα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, έχει κάνει την ύπουλη δουλειά του και στους κόλπους των εκπαιδευτικών, ακυρώνοντας με την πρώτη δυσκολία ό,τι ελπιδοφόρο πήγε να γεννηθεί, πλήττοντας τις αγωνιστικές περγαμηνές αυτού του κλάδου, που στο παρελθόν έδωσε σκληρούς μακρόχρονους αγώνες.
♦ Και σ’ αυτόν τον αγώνα οι εκπαιδευτικοί σύρθηκαν κάτω απ’ τις σημαίες της συνδικαλιστικής τους γραφειοκρατίας. Πατώντας στα μύρια πραγματικά προβλήματα των εκπαιδευτικών, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έσυρε τον αγώνα (σε διάρκεια και ένταση) στο βαθμό που αυτός υπηρετούσε τα στενά ψηφοθηρικά κομματικά παιχνίδια των αστικών πολιτικών κομμάτων. Βεβαίως, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έπαιζε σε άδειο γήπεδο. Γιατί, αν αισθανόταν στο σβέρκο της την καυτή ανάσα της βάσης των καθηγητών, δε θα μπορούσε να ενεργήσει έτσι όπως ενήργησε αποκλιμακώνοντας και τελικά σφυρίζοντας τη λήξη της απεργίας.
♦ Παρολαυτά, η απεργία των καθηγητών είχε μαζί της μια κρίσιμη μάζα που άντεχε. Με πυρήνα τούτη την κρίσιμη μάζα θα μπορούσε να πλατύνει και να ενισχυθεί και ο κύκλος των εκπαιδευτικών που ταλαντεύονταν μέσα στους καθηγητές, αλλά και να μεγαλώσει και δυναμώσει το απεργιακό μέτωπο με τη συμμετοχή και της πρωτοβάθμιας με το ίδιο πλατύ, συντονισμένο απεργιακό βήμα. Μια τέτοια προοπτική θα έστελνε ελπιδοφόρο μήνυμα στην εργαζόμενη κοινωνία που στενάζει και έχει σκύψει το κεφάλι, ενώ είναι πιθανόν να πυροδοτούσε και άλλες εξελίξεις αν στον αγώνα έμπαινε μαζικά και η μαθητική νεολαία, οι φοιτητές και άλλοι κλάδοι εργαζόμενων που πλήττονται άγρια με τα μέτρα των διαθεσιμοτήτων-απολύσεων αυτή την περίοδο.
Τούτη, όμως, η προοπτική ροκανίστηκε, υπονομεύτηκε μετά μανίας όχι μόνο από τις δυνάμεις της συγκυβέρνησης ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ, αλλά και από τις δυνάμεις του Περισσού (ΠΑΜΕ), που είναι τυφλωμένος από τη γραφειοκρατική λογική στο ξεδίπλωμα των αγώνων και από την πίστη στο δόγμα «ό,τι δεν καθοδηγείται από μένα, εξυπηρετώντας αποκλειστικά τα δικά μου ψηφοθηρικά κομματικά παιχνίδια στο πολιτικό παιχνίδι, ό,τι συγκρούεται με την αστική νομιμότητα, ό,τι τσαλαπατά τις εξετάσεις νομιμοφροσύνης που δίνω καθημερινά στο σύστημα, δεν υποστηρίζεται, χτυπιέται, υπονομεύεται και θάβεται».
Μεγάλη πίκρα για τον Περισσό ήταν το γεγονός ότι στο κεντρικό αστικό πολιτικό παιχνίδι φαίνονταν να κερδοσκοπεί με επιτυχία ο ΣΥΡΙΖΑ, που πρωτοστατούσε σε κορόνες αγωνιστικότητας, αρνούμενος, βεβαίως να οργανώσει, και να εμπνεύσει ουσιαστικά την απεργία και να στηρίξει τον αγωνιστικό της πυρήνα και τους ταλαντευόμενους εκπαιδευτικούς. Τον πρωτοπόρο ρόλο στην απεργία δεν μπόρεσαν να παίξουν με επιτυχία και οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, καθώς ο χώρος αυτός έχει ιδεολογική και πολιτική ανομοιογένεια, μη συνεπή σταθερή ταξική στρατηγική και τακτική, ενώ συντηρεί με τον τρόπο του και την ύπαρξη και κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.