Κανένα περιθώριο δεν έχουν οι συριζαίοι να νομοθετήσουν, εκτός βέβαια αν πρόκειται για νομοσχέδια που αφορούν στην εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων, καθώς για να παραμείνουν αγκιστρωμένοι στην εξουσία έχουν βαλθεί με χέρια και πόδια να υπηρετήσουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου. Το μόνο, ίσως, «προνομιακό» πεδίο είναι αυτό του υπουργείου Παιδείας και αυτό υπό τον αυστηρό περιορισμό ότι δεν άπτεται θεμάτων που πλήττουν το κεφάλαιο (έστω και κατ’ ελάχιστα). Οι τελευταίες εξελίξεις με τις ρυθμίσεις Φίλη για τα ιδιωτικά σχολεία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολιών.
Οι «θεσμοί» έβαλαν «πάγο» στη νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Παιδείας για την ιδιωτική εκπαίδευση, επειδή θίγονται τα συμφέροντα των σχολαρχών. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα ουδεμία διευκρινιστική εγκύκλιος εφαρμογής των διατάξεων του νόμου (ειδικά των διατάξεων που έχουν να κάνουν με τις συμβάσεις που υπογράφουν οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί και των διατάξεων που προβλέπουν τον έλεγχο «νομιμότητας» των απολύσεων από τα υπηρεσιακά συμβούλια) δεν έφθασε στα ιδιωτικά σχολεία.
Και βέβαια είναι γνωστό ότι μέχρι τώρα τα βήματα του υπουργείου Παιδείας κινούνταν αυστηρά στην κατεύθυνση ελαχιστοποίησης των δαπανών με κάθε μέσο.
Εξ ου και η άρνηση μόνιμων διορισμών και η μείωση των διορισμών αναπληρωτών, οι αυστηρές προδιαγραφές για την εγγραφή νηπίων και μαθητών του Δημοτικού στα Ολοήμερα σχολεία, οι ρυθμίσεις για το νέο Ενιαίου Τύπου Ολοήμερο Δημοτικό και αυτές για τον Ενιαίο Τύπο Ολοήμερου Νηπιαγωγείου (μείωση των ωρών στο ωρολόγιο πρόγραμμα και τις ώρες διδασκαλίας μαθημάτων, λειτουργία του Ολοήμερου ανάλογα με τις περισσευούμενες ώρες των εκπαιδευτικών από το πρωινό πρόγραμμα, κατάργηση του υπεύθυνου δάσκαλου για το απογευματινό πρόγραμμα στα Ολοήμερα Δημοτικά, διαχωρισμός της πρωινής ζώνης από την απογευματινή στο Ολοήμερο Νηπιαγωγείο, αύξηση διδακτικού ωραρίου νηπιαγωγών), οι δεύτερες και τρίτες αναθέσεις στη διδασκαλία μαθημάτων, οι ελάχιστες μεταθέσεις εκπαιδευτικών (το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων τουλάχιστον 50 ετών!), η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων λειτουργίας τμημάτων Ομάδων μαθημάτων Προσανατολισμού και μαθημάτων επιλογής στο Γενικό Λύκειο και αυτές για τις εγγραφές μαθητών στα Εσπερινά Σχολεία.
Δεν απόμειναν, λοιπόν, περιθώρια για δημαγωγία στους συριζαίους εκτός από κάποια ελαχιστότατα.
Οπως π.χ. είναι η φημολογούμενη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών από μάθημα ομολογιακό και κατήχησης σε μάθημα θρησκειολογίας, αν και πολύ αμφιβάλλουμε για την ευτυχή κατάληξη αυτής της ρύθμισης -που στο κάτω-κάτω της γραφής είναι μια ρύθμιση καθαρά αστικού εκσυγχρονισμού- μετά τη θύελλα αντιδράσεων του παπαδαριού (τη δυσαρέσκειά του φρόντισε να διοχετεύσει και ο Ιερώνυμος) και την εκμετάλλευση του θέματος από τον Κούλη.
Ενα τέτοιο νομοσχέδιο, που επιτρέπει στους συριζαίους να δημαγωγήσουν ότι επιτέλους μπαίνει μια τάξη στο χάος των μεταπτυχιακών σπουδών, είναι και το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας «ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ Προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και διδακτορικές σπουδές», που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.
Είναι αλήθεια ότι την τελευταία δεκαπενταετία η «βιομηχανία» των μεταπτυχιακών στα ελληνικά πανεπιστήμια έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Εκατοντάδες προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών δημιουργήθηκαν, πατώντας πάνω στην αγωνία της σπουδάζουσας νεολαίας να εξασφαλίσει μια θέση στην αγορά εργασίας, μέσω τάχα της ιδιαίτερης ειδίκευσης που θα αποκτούσε σε κάποιον τομέα, αλλά και στην προσπάθεια των πανεπιστημίων να επιβιώσουν εξοικονομώντας κονδύλια βγαλμένα από την «τσέπη» των μεταπτυχιακών φοιτητών, όπως και στην προσπάθεια πολλών πανεπιστημιακών καθηγητών να αυξήσουν τον μισθό τους διδάσκοντας στα μεταπτυχιακά προγράμματα.
Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια «άρρωστη» κατάσταση, όπου τα ιδρύματα και οι διδάσκοντες κέρδιζαν από το υστέρημα και τον πόθο των νέων να αποκατασταθούν επαγγελματικά, ενώ το αστικό κράτος έμενε αλώβητο σε ρόλο παρατηρητή, γλυτώνοντας κονδύλια για τη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα είναι φυσικό να υπάρχουν πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα αμφίβολης σημασίας και αξίας. Και πάνω απ’ όλα βεβαίως παραμένει το ουσιαστικό ερώτημα για την καθαυτό αξία των μεταπτυχιακών σπουδών. Γιατί π.χ. πολλές βασικές γνώσεις για την κατάκτηση μιας επιστήμης να μεταφέρονται στον μεταπτυχιακό κύκλο και να μην υπάρχουν στον βασικό κύκλο σπουδών, ώστε να αποτελέσουν κοινό κτήμα όλων των φοιτητών;
Η απάντηση βρίσκεται στην κακόφημη διακήρυξη της Μπολόνια, που διαχώρισε τις σπουδές σε τρεις κύκλους (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό, διδακτορικό) και καθιέρωσε τη λογική των πιστωτικών μονάδων, ώστε η ανέλιξη στους δυο τελευταίους να αποτελεί προνόμιο μόνο λίγων και εκλεκτών, ενώ οι πολλοί, προορισμένοι για τις κατώτερες περιοχές της παραγωγής και των αστικών μηχανισμών, να περιορίζονται στις απόλυτα απαραίτητες βασικές γνώσεις και δεξιότητες, με στόχο να είναι «ευέλικτοι», δηλαδή αναλώσιμοι για το κεφάλαιο και το σύστημα.
Τη διακήρυξη της Μπολόνια έβαλε σε εφαρμογή ο νόμος Διαμαντοπούλου (Ν. 4009/2011). Ο νόμος επέβαλε τους τρεις κύκλους σπουδών, με τον πρώτο κύκλο, που οδηγεί σε πτυχίο, να ορίζεται τριετής (περιλαμβάνει μαθήματα που αντιστοιχούν σε 180 ακαδημαϊκές μονάδες, όταν ένα ακαδημαϊκό έτος απαιτεί μαθήματα που αντιστοιχούν σε 60 μονάδες).
Αυτή άλλωστε είναι η διαδεδομένη ευρωπαϊκή πρακτική (bachelor), που προέκυψε από τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου για μαζική παραγωγή «χεριών», για εργαζόμενους φθηνούς με γνώσεις «μιας χρήσης» και για μια ελίτ στελεχικού δυναμικού με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους.
Το νομοσχέδιο των συριζαίων για τα μεταπτυχιακά δεν απορρίπτει αυτή τη λογική. Απλώς επιχειρεί να βάλει κάποια όρια στη λειτουργία προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, ενώ παίρνει και κάποια φιλολαϊκά, υποτίθεται, μέτρα περιορίζοντας το ύψος των διδάκτρων (που για να επιτευχθεί η σχετική ωραιοποίηση τώρα έχουν μετονομασθεί σε «τέλος εγγραφής») το ανώτατο έως το τριπλάσιο του εκάστοτε νομοθετικά οριζόμενου κατώτατου ακαθάριστου μηνιαίου μισθού (σήμερα 586 ευρώ. Αρα ανώτατο ύψος «τέλους εγγραφής» 1.760 ευρώ). Τα δίδακτρα καταβάλλονται μόνον έπειτα από απόφαση της Συγκλήτου ή της Συνέλευσης του ΑΕΙ και μόνο για περιπτώσεις «επαρκώς τεκμηριωμένες».
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, τα ΑΕΙ έχουν την υποχρέωση να καλύπτουν τις ανάγκες των μεταπτυχιακών τους από τον προϋπολογισμό τους, από το υπουργείο Παιδείας, κατόπιν εισήγησης του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και βάσει κριτηρίων ποιότητας, από δωρεές, παροχές, κληροδοτήματα, χορηγίες, από πόρους ερευνητικών προγραμμάτων ή από τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Ερευνας.
Με δεδομένη, όμως, την ασφυκτική οικονομική κατάσταση στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, είναι αναπόφευκτη η επιβολή διδάκτρων στο σύνολο σχεδόν των μεταπτυχιακών που θα επιβιώσουν. Σήμερα μια μειοψηφία μεταπτυχιακών προγραμμάτων δεν απαιτεί δίδακτρα (τα μεταπτυχιακά των ΤΕΙ έχουν όλα δίδακτρα), ενώ τα υψηλότερα δίδακτρα είναι στα οικονομικά τμήματα και στα τμήματα διοίκησης επιχειρήσεων.
Προβλέπεται επίσης οι καθηγητές που διδάσκουν σε ένα μεταπτυχιακό να μην αμείβονται. Αμείβονται μόνο για τα υπόλοιπα προγράμματα στα οποία συμμετέχουν, ενώ ορίζεται ως όριο αποδοχών το 20% των ακαθάριστων αποδοχών της βαθμίδας τους.
Τι περιλαμβάνει το νομοσχέδιο
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο και την αιτιολογική του έκθεση:
♦ Η διαδικασία έγκρισης των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών μετέρχεται πλέον στάδια τα οποία απαιτούν ενισχυμένες πλειοψηφίες από τα αρμόδια όργανα διοίκησης των Τμημάτων και των Ιδρυμάτων. Προστίθενται όροι διαφάνειας στη διαχείριση των οικονομικών, με υποχρέωση ανάρτησης των αναλυτικών στοιχείων των οικονομικών απολογισμών.
♦ Προβλέπεται ρητά η δυνατότητα ίδρυσης προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών μόνο σε αυτοδύναμα τμήματα, το δε περιεχόμενο των προγραμμάτων πρώτου και δεύτερου κύκλου οφείλει να διαφοροποιείται ουσιωδώς. Το Τμήμα στο οποίο ανήκει το ΠΜΣ θα πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει διδακτικά κατά πλειονότητα τον κορμό της ειδίκευσης. Στα μονοτμηματικά ΠΜΣ ποσοστό τουλάχιστον 75% των διδασκόντων πρέπει να προέρχεται από το Τμήμα.
♦ Το σχέδιο ίδρυσης του ΠΜΣ συντάσσεται από τη Συνέλευση με ειδική πλειοψηφία 2/3 επί των μελών της και εγκρίνεται από τη Σύγκλητο του Ιδρύματος (ή τη Συνέλευση του ΤΕΙ), με απόφαση που αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο του Ιδρύματος και κοινοποιείται στην ΑΔΙΠ.
♦ Η διάρκεια λειτουργίας ενός ΠΜΣ, σύμφωνα με την πράξη ίδρυσής του, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα έξι (6) έτη. Το αργότερο το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου λειτουργίας του, με απόφαση της Συγκλήτου μετά από τεκμηριωμένη πρόταση της Συνέλευσης του Τμήματος και έκθεση του Διευθυντή του ΠΜΣ με τη συνολική αποτίμηση του προγράμματος, δίδεται παράταση της λειτουργίας του για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που καθορίζεται κάθε φορά με την ίδια απόφαση.
♦ Η χρηματοδότηση των ΠΜΣ προέρχεται από τον προϋπολογισμό του ΑΕΙ που είναι υπεύθυνο για το σχεδιασμό τους ή από το ΥΠΠΕΘ, το οποίο καθορίζει προϋποθέσεις και κριτήρια ποιότητας για προγράμματα που εντάσσονται σε τομείς προτεραιότητας σύμφωνα με σχετική εισήγηση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας. Πηγή χρηματοδότησης μπορούν ακόμη να είναι δωρεές, παροχές, κληροδοτήματα, χορηγίες φορέων, ερευνητικά προγράμματα, ευρωπαϊκοί πόροι, κ.α. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις που οι ανωτέρω πηγές δεν επαρκούν για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων, μπορεί να προβλέπεται καταβολή εκ μέρους των φοιτητών τέλους εγγραφής. Το ποσό του τέλους εγγραφής δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το τριπλάσιο του εκάστοτε νομοθετικά οριζόμενου κατώτατου ακαθάριστου μηνιαίου μισθού. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου ή τη Συνέλευση του ΤΕΙ με ειδική πλειοψηφία 2/3 και προϋποθέτει την ειδικά αιτιολογημένη και διεξοδικά τεκμηριωμένη πρόταση της Συνέλευσης του οικείου Τμήματος.
♦ Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές οφείλουν να ανανεώνουν την εγγραφή τους κάθε ακαδημαϊκό εξάμηνο και μπορούν να προβαίνουν σε προσωρινή αναστολή σπουδών ή να τίθενται σε καθεστώς μερικής φοίτησης εφόσον είναι εργαζόμενοι.
♦ Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές έχουν όλα τα δικαιώματα, τις παροχές και τις διευκολύνσεις που προβλέπονται και για τους φοιτητές του πρώτου κύκλου σπουδών πλην του δικαιώματος παροχής δωρεάν διδακτικών συγγραμμάτων.
♦ Οσον αφορά τον τρίτο κύκλο σπουδών, ρητά αναφέρεται ότι οι διδακτορικές σπουδές παρέχονται δωρεάν και οργανώνονται σε αυτοδύναμο Τμήμα Πανεπιστημίου, στο οποίο λειτουργεί ΠΜΣ.
♦ Οι υποψήφιοι διδάκτορες ανανεώνουν υποχρεωτικά την εγγραφή τους κάθε ακαδημαϊκό έτος.
♦ Οι υποψήφιοι διδάκτορες διατηρούν μέχρι πέντε πλήρη ακαδημαϊκά έτη από την εγγραφή τους όλα τα δικαιώματα, τις παροχές και τις διευκολύνσεις που προβλέπονται για τους φοιτητές του δεύτερου κύκλου σπουδών. Μέχρι και ένα έτος μετά την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής διατηρούνται τα δικαιώματα πρόσβασης, δανεισμού και χρήσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών.
♦ Τα Τμήματα μπορούν υπό τους όρους του παρόντος σχεδίου νόμου να συνεργάζονται με αναγνωρισμένα ομοταγή ιδρύματα της αλλοδαπής για την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών με συνεπίβλεψη, καθώς και να προκηρύσσουν θέσεις υποψηφίων διδακτόρων σε θέματα ή ερευνητικά πεδία προτεραιότητας.
♦ Τα θερινά προγράμματα μπορούν να έχουν ειδικούς όρους αποζημίωσης των διδασκόντων και τέλη εγγραφής για τους ενδιαφερομένους, που ορίζονται ρητά στη σχετική πρόσκληση. Θερινά προγράμματα πυκνών συναντήσεων μπορούν να εντάσσονται στις προαιρετικές διδακτικές λειτουργίες των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και να προσφέρουν πιστωτικές μονάδες και βαθμολογία στους φοιτητές που τα παρακολουθούν. Στις περιπτώσεις αυτές, το κόστος συμμετοχής των κανονικά εγγεγραμμένων μεταπτυχιακών φοιτητών καλύπτεται από τα αρχικά τέλη εγγραφής. Σε διαφορετική περίπτωση η συμμετοχή των φοιτητών σε αυτά είναι προαιρετική.
ΥΓ: Το τελευταίο είναι μια πρόσθετη πηγή χρηματοδότησης για τα ιδρύματα, «έξω» από τις υποχρεώσεις του κράτους. Είναι ένα «δωράκι» προς αυτά, ώστε να μετριαστεί η «ζημιά» από τον περιορισμό στο ύψος των διδάκτρων, που τα ιδρύματα θα εκμεταλλευτούν δεόντως, προσφέροντας ταχύρυθμα προγράμματα με το αζημίωτο.