Οι φοιτητικές εκλογές της 18ης Μαΐου είναι οι πιο αδιάφορες των τελευταίων χρόνων. Οχι ότι τις προηγούμενες χρονιές γινόταν καμιά έντονη πολιτική αντιπαράθεση στις σχολές, αλλά φέτος τα πράγματα είναι πολύ υποτονικά. Συνήθως, για αρκετές βδομάδες πριν τις εκλογές, γινόταν στις σχολές ένα «νταβαντούρι», υπήρχε μία έντονη κινητικότητα από τις παρατάξεις προκειμένου να συσπειρώσουν τον «κόσμο» τους και να αυξήσουν τα ποσοστά τους. Φέτος, αυτό το νταβαντούρι άρχισε μόλις μία βδομάδα πριν στηθούν οι κάλπες και έχει χαμηλότερη ένταση.
Αυτό οφείλεται σε πολλά γεγονότα (εκλογές λίγο μετά το Πάσχα, εσωτερικά προβλήματα παρατάξεων), αλλά πρώτα από όλα είναι αποτέλεσμα της γενικής αδιαφορίας, απάθειας και σαπίλας που επικρατούν μέσα στο φοιτητόκοσμο. Οι σχολές είναι μισοάδειες και οι περισσότεροι φοιτητές δεν έχουν καμία όρεξη όχι για πολιτική ζύμωση, κάτι που έχει φανεί και από τη χαμηλή προσέλευση σε συνελεύσεις και άλλες διαδικασίες, αλλά ακόμα και για παρακολούθηση των ίδιων των μαθημάτων.
Η νεολαία τα τελευταία χρόνια δέχεται μια επίθεση χωρίς τελειωμό. Την επίθεση αυτή η πλειοψηφία των νέων την έχει ενσωματώσει στην ψυχολογία της, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει μία παθητικότητα και μία ηττοπάθεια απέναντι στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Αν προσθέσεις σε αυτά και την αποστροφή για το πολιτικό σύστημα γενικότερα, λογικό είναι να μην υπάρχει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκλογική «μάχη».
Οι παρατάξεις των κομμάτων εξουσίας (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ) προσπαθούν να βγουν όσο πιο αλώβητες μπορούν απ’ αυτή την κατάσταση και για αυτό οι κεντρικές τους αφίσες δεν χτυπάνε τις άλλες παρατάξεις αλλά την τάση της αποχής. Οι παρατάξεις της «αριστεράς» καλούν και αυτές σε συμμετοχή και κατακεραυνώνουν την αποχή, με το επιχείρημα ότι οι εκλογές είναι μια πολιτική μάχη που πρέπει να δοθεί και όχι να αφεθεί στα χέρια των καθεστωτικών παρατάξεων. Μπορούν όμως πράγματι οι εκλογές, με βάση τα σημερινά δεδομένα, να βγάλουν το φοιτητόκοσμο από την απάθεια; Η αποχή είναι στάση απολίτικη; Τι είναι αυτό που παίζεται σε αυτή την «μάχη» και δεν πρέπει να χαθεί;
Οποιος δεν κλείνει τα μάτια του μπροστά στην πραγματικότητα ξέρει ότι οι εκλογές δεν έχουν αποτελέσει ποτέ τα τελευταία χρόνια αρχή γενικών πολιτικών ζυμώσεων και διαδικασιών. Αυτός που είναι απαθής θα ψηφίσει μάλλον από συνήθεια και θα ξαναπάει στο σπίτι του. Στην καλύτερη περίπτωση, θα εκτονώσει την οργή του ψηφίζοντας κάποια αριστερή παράταξη. Αυτός που θα επιλέξει να μην πάει θα το κάνει κατά πάσα πιθανότητα επειδή δεν πιστεύ-ει ότι η ψήφος του έχει κάποια αξία. Θα στείλει συνειδητά ή ασυνείδητα ένα μήνυμα, ότι δεν περιμένει κάτι από τις εκλογές αυτές. Και από τη στιγμή που οι εκλογές αποτελούν το στυλοβάτη του πολιτικού συστήματος γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι για λίγο θα γυρίσει την πλάτη του στο πολιτικό σύστημα. Αρα, λοιπόν, και η αποχή είναι και αυτή πράξη πολιτική.
Τι παίζεται σε αυτές τις εκλογές; Στην ουσία, παίζονται μόνο οι έδρες στο Διοικητικό Συμβούλιο των συλλόγων φοιτητών. Ενα ΔΣ απομονωμένο πλήρως από τη μάζα των φοιτητών, του οποίου οι αποφάσεις χρησιμεύουν μόνο στα «παζάρια» με τις διοικήσεις των τμημάτων. Αυτό το σάπιο και ξεπερασμένο στη συνείδηση του κόσμου όργανο δεν θέλουν οι αριστερές παρατάξεις να χαρίσουν στην ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ; Η αιτιολογία ότι αυτό το όργανο αποφασίζει για διεξαγωγή γενικής συνέλευσης είναι υπεκφυγή, καθώς τα γραφειοκρατικά αυτά κολλήματα μπορούν να ξεπεραστούν και αν οι φοιτητές θέλουν να γίνει συνέλευση δεν θα μπορέσει να τους εμποδίσει το διοικητικό συμβούλιο. ‘Η μήπως θα μπορέσουν τα μεγάλα αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) να πανηγυρίσουν για τα μεγάλα ποσοστά που πήραν οι παρατάξεις τους όταν η αποχή ξεπερνάει το 60%;
Τονίζουμε τα παραπάνω σημεία για να δείξουμε ότι ο μόνος λόγος που οι αριστερές παρατάξεις συμμετέχουν στις εκλογές είναι γιατί έχουν επιλέξει τον εύκολο δρόμο της άντλησης πολιτικής υπεραξίας από αυτές. Ο δύσκολος δρόμος, αλλά και ο μόνος που μπορεί να βγάλει το φοιτητικό κίνημα από το αδιέξοδο, είναι να δημιουργηθούν νέες συλλογικότητες οργάνωσης της πάλης, συλλογικότητες που θα χαρακτηρίζονται από δημοκρατικές διαδικασίες (και όχι από παραγοντιλίκια), με μπροστάρηδες αυτούς που έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα προβλήματά τους τα γεννά το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτές οι συλλογικότητες θα πρέπει να ξαναφέρουν στο προσκήνιο την πολιτική ζύμωση που λείπει από τις σχολές.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η συμμετοχή στις εκλογές δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Εγκλωβίζει στην επιλογή του «λιγότερο κακού», στην επιλογή του «δεν υπάρχει κάτι καλύτερο», και αναβάλλει την ανάληψη δράσης από τον κάθε προοδευτικό φοιτητή. Η αποχή από το πανηγύρι αυτών των εκλογών είναι η μόνη στάση που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την οργάνωση των φοιτητών, πέρα από τις δυνάμεις που αρέσκονται στο να μετρούν κουκιά, αρνούμενες να δημιουργήσουν τους όρους για νέους αγώνες του φοιτητικού κινήματος.
Θ.Χ.