Επανάληψη του σκηνικού της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων ήταν η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για το νόμο πλαίσιο.
Αρβυλα, παλάσκες, όπλα, τα πάντα επιστράτευσε ο κυβερνητικός λόχος για να υποστηρίξει το κυβερνητικό νομοσχέδιο-έκτρωμα. Απειροι βο(υ)λευτές του παρήλασαν από το βήμα παινεύοντας την κυβερνητική πρωτοβουλία, κάνοντας το μαύρο-άσπρο.
Εκλιπαρών, ο Απ. Κακλαμάνης του ΠΑΣΟΚ (με τη γνώση του παθόντα ως πρώην υπουργός Παιδείας) ζήτησε από την υπουργό Παιδείας να αναβάλει (όχι να ματαιώσει ούτε να αποσύρει, αυτό το δήλωσε κατηγορηματικά) την ψήφιση του νόμου, ώστε να συζητήσει με τους πρυτάνεις για «να αποφορτιστεί το κλίμα». Ακόμα κι αυτή την ύστατη ώρα -επί του πιεστηρίου κυριολεκτικά- έσπευσε να τείνει χέρι βοήθειας στην κυβέρνηση, πλην όμως η Μ. Γιαννάκου με τη δήλωσή της ότι «έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια» και ότι η καθυστέρηση της απόφασης «θα συνιστούσε κοινοβουλευτικό και θεσμικό ατόπημα» του έκοψε την όρεξη.
Στην ένσταση αντισυνταγματικότητας του νόμου σύσσωμης της αντιπολίτευσης, η οποία επικαλέστηκε και τη γνωμοδότηση της Επιστημονικής επιτροπής της Βουλής (που είχε ψελλίσει κάποιους τέτοιους ενδοιασμούς) η Γιαννάκου απάντησε με το γνωστό αυτοκρατορικό της ύφος: «η κυβέρνηση απορρίπτει διαρρήδην κάθε υπαινιγμό και υπόνοια (!) περί αντισυνταγματικότητας». Η υπουργός Παιδείας υπογράμμισε με ένταση τις πολιτικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση έναντι της ΕΕ και των κατευθύνσεων που χάραξαν οι Συμφωνίες τη Μπολόνιας, της Πράγας, του Βερολίνου, του Μπέργκεν, και τις οποίες -πολύ σωστά κατά τη γνώμη της- είχε υπογράψει και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, την οποία στιγμάτισε για την αδυναμία της να αναλάβει το πολιτικό κόστος να τις εφαρμόσει.
Κι ενώ τους δρόμους της Αθήνας τους συντάραζαν τα γεμάτα παλμό, αγανάκτηση και αποφασιστικότητα συνθήματα των δεκάδων χιλιάδων φοιτητών, οι κραυγές πόνου από τους άγρια ξυλοφορτωμένους από τους πραίτορες του Πολύδωρα φοιτητές, αυτή με αυτιά και μάτια βουλωμένα, προσπερνούσε τις αιτιάσεις των βουλευτών της αντιπολίτευσης με τις γνωστές παπαρίες που επαναλαμβάνει μονότονα, ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» και ότι αυτοί που αντιδρούν είναι «μειοψηφίες» αποδείχνοντας και το πως εννοεί τη «διέξοδο».
Το ΠΑΣΟΚ αναλώθηκε σε μια χλιαρή-χλιαρότατη κριτική. Αποφεύγοντας να μπει στην ουσία των όσων περνάει ο νόμος-πλαίσιο, αφού αυτό αποτελεί ναρκοθετημένο πεδίο, μιας και οι δικές του προτάσεις είναι πανομοιότυπες.
Επιστρατεύθηκαν και πάλι οι γνωστές εκφράσεις «άτολμο», «γραφειοκρατικό» νομοσχέδιο που αναλώνεται σε λεπτομέρειες κ.λ.π.
Επιστρατεύθηκαν και πάλι οι γνωστές εκφράσεις «άτολμο», «γραφειοκρατικό» νομοσχέδιο που αναλώνεται σε λεπτομέρειες κ.λ.π.
Οι ομιλητές του δεν παρέλειψαν να λιβανίσουν τον Προεδρούλη τους και τις προτάσεις του για την Παιδεία, κάνοντας προεκλογική ανέξοδη ρητορεία με υποσχέσεις περί γενναίας χρηματοδότησης των ΑΕΙ. Ο Γιωργάκης περιορίστηκε σε μια αόριστη μπουρδολογία για «ανοικτό» και «ευέλικτο» εκπαιδευτικό σύστημα, εννοώντας προφανώς την «απαλλαγή από τον κρατισμό» που περιέχει το πρόσφατα ανακοινωθέν πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ.
Σαν το φτωχό συγγενή, που παραπονιέται γιατί τον πέταξαν έξω απ’ τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας, έψεξε την κυβέρνηση γιατί ενώ της πρόσφερε -το ΠΑΣΟΚ δηλαδή- τη συναίνεσή του για την εκλογή Βερέμη στη θέση του Προέδρου του ΕΣΥΠ, για την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ και συμμετείχε ως το τέλος σχεδόν «στο διάλογο», αυτή κλώτσησε την ευκαιρία να πάει σε αλλαγές με συναίνεση και επέδειξε αλαζονεία.
Ο Γιωργάκης επέκρινε μάλιστα την κυβέρνηση που τόσο καιρό τώρα δεν εφαρμόζει την αξιολόγηση. Και έκλεισε την ανούσια ομιλία του με τη «δέσμευση» ότι θα αλλάξει τον «πρόχειρο, αντιφατικό, αδιέξοδο» νόμο-πλαίσιο σε περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ νικήσει στις εκλογές, πιστός στη μαυρογιαλούρικη παράδοση.
Το κλου της συζήτησης το διεκδίκησε επάξια ο βουλευτής της Ν.Δ. Κ. Τασούλας. Με αφοπλιστικό τρόπο πρόβαλε όλο το μίσος των εκφραστών του συστήματος για το κίνημα, για τους ανθρώπους εκείνους που κρατούν ακόμα αξίες και παλεύουν γι’ αυτές. Με παραληρηματικό λόγο σε στυλ Παπαδόπουλου δήλωσε ότι «ανεχόμαστε ενεργητικούς εκπροσώπους μειοψηφιών γιατί τους κληρονομήσαμε από τη μεταπολίτευση γιατί υπήρχε τότε η ανάγκη να αποδειχτεί ότι η Ελλάδα έχει ελευθερία, έχει περίσσευμα ελευθερίας». Τη σκυτάλη πήρε ο προεδρεύων Γ. Σούρλας για να πει ότι «όσοι φορούν κουκούλες, δεν είναι άνθρωποι, δεν έχουν ανθρώπινη υπόσταση».
Τούτες οι ναζιστικές αποστροφές δεν θα είχαν πραγματικά σημασία αν δεν απέδιδαν αυτό που βλέπουμε ιδιαίτερα έντονα τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο σήμερα): τη λυσσασμένη προσπάθεια του κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών των συμφερόντων του, να σαρωθεί, να τσαλαπατηθεί, να εξαφανιστεί κάθε εργασιακό δικαίωμα, κάθε ίχνος δημοκρατικού και ανθρώπινου δικαιώματος.
Γιούλα Γκεσούλη








