Κοινή γλώσσα με το υπουργείο Παιδείας βρήκαν οι πρυτάνεις στην τελευταία Σύνοδό τους στην Καλαμάτα το περασμένο Σάββατο, 3 του Νοέμβρη.
Δεν απέρριψαν το νέο νόμο πλαίσιο, αλλά βρήκαν μια σειρά προβλήματα που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή του, πράγμα που με άλλα λόγια μας λέει και ο Στυλιανίδης όλο αυτό το διάστημα: ότι δηλαδή τυχόν δυσλειτουργίες κατά την εφαρμογή ή αβλεψίες θα διορθωθούν. Στο πλαίσιο της συναίνεσης, η Σύνοδος πρότεινε, και ο υπουργός Παιδείας επικρότησε, τη δημιουργία Διακομματικής Επιτροπής για τα θέματα της Παιδείας.
Η Σύνοδος αποδέχτηκε όλα τα βασικά σημεία του νόμου πλαισίου. Δηλαδή τη σύνταξη από το ΥΠΕΠΘ Πρότυπου Εσωτερικού Κανονισμού, που ζήτησε να είναι ένα λιτό πλαίσιο, που να επιτρέπει σε κάθε ίδρυμα να εκφράσει μέσω αυτού τις ιδιαίτερες ανάγκες του, αγνοώντας προκλητικά ότι ο Πρότυπος Εσωτερικός Κανονισμός ενσωματώνει όλες τις διατάξεις του νόμου πλαισίου (άσυλο, μάνατζερ, ανταποδοτικά δάνεια και υποτροφίες, υποχρεωτικά/επιλεγόμενα μαθήματα, προϋποθέσεις συμμετοχής σε εξετάσεις κ.λπ.).
Αποδέχτηκε τον τετραετή αναπτυξιακό προγραμματισμό, θεωρώντας τον «ιδιαίτερα θετικό στοιχείο στην αναπτυξιακή πορεία του Πανεπιστημίου», σημειώνοντας απλώς κάποιες παρατηρήσεις, άνευ αξίας, όπως π.χ. αυτός να είναι «ευέλικτος, προσαρμόσιμος, ρεαλιστικός». Το ότι αυτός πραγματώνει την ανταποδοτική λειτουργία του Πανεπιστήμιου, είναι για τους πρυτάνεις ψιλά γράμματα.
Η Σύνοδος αποδέχτηκε και την αξιολόγηση –εσωτερική και εξωτερική- με το γνωστό ευχολόγιο αυτή «να μην έχει χαρακτήρα διαφοροποίησης και κατηγοριοποίησης» και να γίνεται με «αντικειμενικότητα από αναγνωρισμένους κριτές».
Λόγο αντίθεσης είχαν οι πρυτάνεις μόνο σε όσα αφορούν αποκλειστικά τα του οίκου τους, ό,τι δηλαδή έχει σχέση με τα εκλεκτορικά σώματα και τα ρέστα.
Οι πρυτάνεις ευλόγησαν και το μαγείρεμα του νομοσχέδιου για τα μεταπτυχιακά, αφού βρήκαν «ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση».
Το καλό όμως το φυλούσαν για το τέλος, κλείνοντας στην ουσία το μάτι στην κυβέρνηση να προχωρήσει στην αναγνώριση των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών, αφού την καλούν να καθορίσει «αυστηρές προδιαγραφές ελέγχου και λειτουργίας τους», προτάσσοντας, βεβαίως, για δημαγωγικούς λόγους, την «αντίθεσή τους στην εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας». Τι θα περίμενε κανείς από πανεπιστημιακούς δασκάλους, καλύτερα ας μη το συζητήσουμε. Οτι θα περίμενε δηλαδή την απαίτηση να κλείσουν άμεσα όλα αυτά τα «μαγαζιά», που καπηλεύονται τον τίτλο του Πανεπιστήμιου και εμπορεύονται τις ελπίδες και τα όνειρα χιλιάδων νέων έναντι αδρής αμοιβής, την απαίτηση να ανοίξουν τα Πανεπιστήμια για όλα τα παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν, αφού αυτό το κάνουν τελικά είτε στο εξωτερικό, είτε μέσα από αυτό τον στρεβλό και απατηλό δρόμο (των ΚΕΣ που συμβάλλονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού). Αλλά όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για μια κάστα που αποτελεί θεσμό του συστήματος.
Για να μην τους αδικήσουμε, οι πρυτάνεις, ζήτησαν σε δυο γραμμές και την αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για την Παιδεία. Το ότι γι’ αυτούς, αυτό αποτελεί εθιμοτυπική απαίτηση και όχι αίτημα πιεστικό για διεκδίκηση το αποδεικνύει και η αποδοχή από τη μεριά τους του τετραετούς προϋπολογισμού, ο οποίος βάσει του νέου νόμου πρέπει να κινείται αυστηρά στο πλαίσιο του κρατικού προϋπολογισμού.
Επειτα από όλα αυτά ήταν φυσικό ο υπουργός Παιδείας να βγει κατευχαριστημένος από τη Σύνοδο και να δηλώσει ότι «προχωράμε αποφασιστικά στην εφαρμογή του νόμου πλαισίου με ανοιχτό πνεύμα μετριοπάθειας και συναίνεσης».
Κοντολογίς, οι πρυτάνεις ζήτησαν από τον υπουργό μια ανοχή στο χρόνο για την εφαρμογή του νόμου και κάποια στρογγυλέματα σε κάποιες ακραίες πλευρές του και φυσικά ο Στυλιανίδης συγκατένευσε, μιας και η τακτική αυτή αποτελεί και μέρος της στρατηγικής του.
Ο υπουργός Παιδείας, αναφερόμενος στη συμφωνία με τους πρυτάνεις για το ότι «η ανάγκη εναρμόνισης των κοινοτικών οδηγιών στα θέματα των ΚΕΣ να μην αποτελεί παραίτηση από το εθνικό δικαίωμα να νομοθετήσουμε με αυστηρότητα και ευθύνη ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης», αποκάλυψε επίσης ότι συμφώνησε μαζί τους «στην ανάγκη μιας από κοινού συστηματικής και συνεχούς συνεργασίας, ώστε να μην είμαστε ουραγοί των εξελίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά να διαμορφώνουμε την ευρωπαϊκή πολιτική». Η κατεύθυνση αυτής της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι βεβαίως γνωστή: εφαρμογή της διαδικασίας της Μπολόνια, διαμόρφωση του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης ως το 2010 κ.λπ.. Στο πνεύμα αυτών κινείται άλλωστε και η γνωστή οδηγία 36/05 για τα «κολέγια».








