Την αναγνώριση των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών από το παράθυρο, την ακαδημαϊκή ισοτιμία ξένων Πτυχίων τριετούς φοίτησης με τα ελληνικά πτυχία τετραετούς φοίτησης και κατά συνέπεια την σαφέστατη αμφισβήτηση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης και την υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών στη χώρα μας, εισάγει η πρόταση σχεδίου νόμου για το νέο ΔΙΚΑΤΣΑ.
Η πρώτη παγίδα του νέου νομοσχέδιου εντοπίζεται στο άρθρο 3, όπου δίδεται η έννοια του «αναγνωρισμένου εκπαιδευτικού ιδρύματος» και του «εκπαιδευτικά αξιολογημένου-πιστοποιημένου κλάδου σπουδών». Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο, αναγνωρισμένο ίδρυμα είναι εκείνο που έχει τύχει αναγνώρισης ως πανεπιστήμιο ή άλλης μορφής ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς της χώρας στην οποία λειτουργεί και από τα αρμόδια όργανα της χώρας στην οποία προσφέρεται ο συγκεκριμένος κλάδος σπουδών.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τον κατάλογο των ομοταγών προς τα ελληνικά πανεπιστήμια ιδρύματα καταρτίζουν πλέον οι χώρες στις οποίες τα ιδρύματα αυτά λειτουργούν και όχι το ΔΙΚΑΤΣΑ όπως γινόταν μέχρι σήμερα.
Η διάταξη αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι προβλέπονται τρία επίπεδα αναγνώρισης, δηλαδή πτυχίο, πρώτο μεταπτυχιακό και διδακτορικό (άρθρο 5) και με δεδομένη την κατάσταση που επικρατεί στα πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού (τρεις κύκλοι σπουδών), θα οδηγήσει αναγκαστικά το ΔΙΚΑΤΣΑ να αναγνωρίσει τίτλους τριετούς διάρκειας ως ισότιμους με ελληνικά διπλώματα.
Στην διαπίστωση αυτή δεν καταλήγει κανείς μόνο συμπερασματικά. Σε άλλο σημείο του νομοσχέδιου (άρθρο 4, σημείο 2) αναφέρεται ρητά ότι «εξαίρεση από την προϋπόθεση της διάρκειας σπουδών (ώστε να αναγνωριστεί η ισοτιμία χωρίς αντιστοιχία) γίνεται αποδεκτή στην περίπτωση των τριετών προγραμμάτων πανεπιστημιακής και ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης».
Ετσι, λοιπόν, δια της πλαγίας οδού μία βασική κατεύθυνση της Διακήρυξης της Μπολόνιας, αλλά και του Βερολίνου που ήταν συνέχειά της, γίνεται πράξη. Αλλωστε το ίδιο το νομοσχέδιο, από την εισηγητική του ακόμη έκθεση, κάνει σαφές ότι στόχος είναι ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός και προσαρμογή στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στο σημείο αυτό θυμίζουμε και την αποφασιστική στάση του Καραμανλή, στην πρόσφατη συζήτηση στη βουλή για την Παιδεία, να προωθήσει τους στόχους της Μπολόνιας και ειδικά τον τριετή προπτυχιακό κύκλο σπουδών.
Συνεπώς οι διαβεβαιώσεις του υφυπουργού Παιδείας Ταλιαδούρου ότι θα απαλείψει τις επίμαχες διατάξεις, έπειτα από τη θύελλα αντιδράσεων που ξεσήκωσαν μεταξύ κυρίως των επιστημονικών και επαγγελματικών ενώσεων (ΤΕΕ, ΔΣΑ, Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, Ενωση Χημικών, Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, Οικονομικό Επιμελητήριο), μόνο σαν προσπάθεια να κρυφτεί πρόσκαιρα η ζημιά κάτω απ’ το χαλί μας φαντάζουν.
Για να κατανοήσουμε την αξία τούτων των υποκριτικών και ψεύτικων διαβεβαιώσεων ας θυμηθούμε και τις δηλώσεις της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, όταν με το ΠΔ 165 και το ΠΔ 385 το ΔΙΚΑΤΣΑ κρατούσε μόνο την αρμοδιότητα της ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων σπουδών και η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων περνούσε στο Συμβούλιο Αναγνωρίσεων Επαγγελματικής Ισοτιμίας και τα τρία χρόνια σπουδών θεωρούνταν «νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση», που κατέληγε σε επαγγελματικά δικαιώματα. Τότε, λοιπόν, οι ιθύνοντες δήλωναν ότι πρόκειται μόνο για επαγγελματική αναγνώριση, που άφηνε υποτίθεται στο απυρόβλητο την ακαδημαϊκή ισοτιμία. Ε, από τότε ως σήμερα δεν έχει περάσει δα και πολύς καιρός και τώρα βρισκόμαστε μπροστά και στην πράξη της ακαδημαϊκής ισοτιμίας των πτυχίων τριετούς φοίτησης με τα ελληνικά πτυχία τετραετών σπουδών.
Ποιος βαυκαλίζεται λοιπόν ακόμη με το παραμύθι της «ισχυρής Ελλάδας»;
Η δεύτερη παγίδα του νομοσχέδιου αφορά τη διατύπωση που αναφέρεται στη διάρκεια και τον τόπο διεξαγωγής-υλοποίησης του προγράμματος σπουδών (άρθρο 4, σημείο2, παράγραφος β).
Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι προκειμένου να γίνει η αναγνώριση της ισοτιμίας χωρίς αντιστοιχία, επιβάλλεται «όλο το πρόγραμμα να έχει γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα / ιδρύματα ή σε εκπαιδευτικά αξιολογημένο-πιστοποιημένο κλάδο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης και τουλάχιστον το 1|3 του προγράμματος σπουδών να έχει γίνει στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο».
Ολοι γνωρίζουμε τις μπίζνες που έχουν ανοίξει πανεπιστήμια του εξωτερικού (κυρίως της Αγγλίας) με τα «δικά μας» Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών. Ολοι ξέρουμε πως τα περισσότερα από αυτά, μέσα στο γενικό κλίμα του «ο σώζων ευατόν σωθήτω», που επικράτησε στην Αγγλία κυρίως μετά τη θατσερική λαίλαπα, κατέφυγαν σε συμφωνίες franchising με τους εδώ εμπόρους της γνώσης των ΚΕΣ, που πουλούν ανενόχλητοι φύκια για μεταξωτές κορδέλες σε χιλιάδες νέους και νέες (τον τίτλο σπουδών στην περίπτωση αυτή χορηγούν τα πανεπιστήμια του εξωτερικού).
Τώρα, μέσω του νομοσχέδιου επιχειρείται η αναγνώριση των ΚΕΣ. Παρόλο που το σύνταγμα ορίζει ότι οι τίτλοι σπουδών υποψηφίων από πανεπιστήμια του εξωτερικού, οι οποίοι έχουν διανύσει τμήμα των σπουδών τους σε Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται, καθώς τα Κέντρα ή Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών δεν αναγνωρίζονται ως δομές εκπαίδευσης, το νομοσχέδιο προχωρεί σε καταστρατήγηση των συνταγματικών διατάξεων, αφού θέτει ως όρο το 1/3 τουλάχιστον του προγράμματος των σπουδών να έχει διανυθεί στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο.
Η διατύπωση αυτή του νομοσχέδιου, που μπάζει απ’ το παράθυρο την αναγνώριση των ΚΕΣ, φαίνεται ότι αποτελούσε πρακτική του ΔΙΚΑΤΣΑ τον τελευταίο καιρό. Στις αρχές του Νοέμβρη παραιτήθηκε από τη θέση του στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΙΚΑΤΣΑ ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας Γ. Πιπερόπουλος καταγγέλλοντας ότι «ο πρώην πρόεδρος του ΔΙΚΑΤΣΑ καθηγητής Λιανός και ο νυν πρόεδρος καθηγητής Γ. Λεοντάρης, με αποφάσεις τους δε μας ζητούν απλώς αλλά μας επιβάλλουν να προβούμε σε συμψηφισμό κάποιων ετών σπουδών σε ΚΕΣ που λειτουργούν στη χώρα μας ή να συμψηφίσουμε ένα πτυχίο 4ετούς φοίτησης από ΚΕΣ με έναν τίτλο σπουδών μάστερ ή και διδακτορικού, που στη συνέχεια αποκτήθηκε στην Αγγλία ή τις ΗΠΑ ή οπουδήποτε αλλού και να θεωρήσουμε ότι το άτομο αυτό αποκτά ισοτιμία ελληνικού πτυχίου αφού υποβληθεί σε εξέταση κάποιων μαθημάτων μας».
Η αναφορά στην αρχική Διακήρυξη της Μπολόνιας ανάλογων διατάξεων-κατευθύνσεων, που στις επόμενες συναντήσεις των υπουργών Παιδείας απαλείφθηκαν (σσ. αναγνωρίζονταν διδακτικές μονάδες που μπορούσαν να συγκεντρώνονται και σε συστήματα εκπαίδευσης εκτός του πλαισίου της ανώτατης εκπαίδευσης, αρκεί ν’ αναγνωρίζονταν αυτά από τα πανεπιστήμια υποδοχής) δε γίνεται για την ιστορία και μόνο. Η ζωή αποδεικνύει ότι τίποτε δε γίνεται τυχαία. Οτι λόγοι και μόνον ταχτικής επιβάλλουν την αναδίπλωση, ενώ η πρόθεση παραμένει σταθερή και επανέρχεται όταν βρει κατάλληλο περιβάλλον.
Γιούλα Γκεσούλη








