Πολλές φορές έχουμε επισημάνει πως η μάχη που δίνει το πανεπιστημιακό κατεστημένο για την «υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστήμιου» είναι μάχη άσφαιρων πυρών, μάχη που πατά σε σαθρό έδαφος. Και αυτό γιατί χρόνια τώρα, με την ευθύνη των διοικήσεων των ΑΕΙ, το δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του στην αγορά και τις επιχειρήσεις και έχει αποδεχτεί την ιδιωτικοποίηση μέρους της λειτουργίας του. Μπορούμε να ισχυριστούμε, λοιπόν, πως ο λόγος που αντιδρά το πανεπιστημιακό κατεστημένο στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, έχει να κάνει με τη διαφύλαξη κυρίως της θέσης του, του ρόλου του, των προνομίων του, του πρεστίζ του μέσα στο σύστημα (εξαιρέσεις υπάρχουν, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) και βεβαίως δεν είναι αντίθεση ουσίας.
Πύλες εισόδου των επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο είναι ιδιαίτερα το προνομιακό πεδίο της έρευνας και τα άπειρα προγράμματα που εκπονούνται από τα ιδρύματα, πολλές φορές υπό την ομπρέλα της ΕΕ, ενώ με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στήνονται από την Πολιτεία τριτοβάθμιες εκπαιδευτικές δομές, όπως το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας (με έδρα τη Θεσσαλονίκη), το ΜΑΙΧ, το Μεσογειακό ΤΕΙ. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να δει κανείς και τις μπίζνες που έχουν ανοίξει τα Πανεπιστήμια, με τη συνδρομή οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τραπεζών, επιχειρήσεων και πολυεθνικών, με τις ευλογίες και τις κατευθύνσεις των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, εκμεταλλευόμενα τη φοβερή ανασφάλεια και τη μπαχαλοποίηση των εργασιακών σχέσεων στον αιώνα της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας. Οι μπίζνες φέρουν τον τίτλο και τη δομή των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ). Ο «απασχολήσιμος» εργαζόμενος, μέσα από μια ταχύρυθμη επανεξειδίκευση, την οποία του την παρέχει το Πανεπιστήμιο, αποκτά τα «τυπικά εφόδια», ώστε να διατηρήσει τη θέση του στην εργασία ή να ξαμολυθεί και πάλι στην αγορά, αναζητώντας νέο αντικείμενο και αφεντικό. Από αυτή την ιστορία, το κράτος βγαίνει ωφελημένο γιατί καλύπτει την ανεργία, γιατί απαλλάσσεται από την ευθύνη να χρηματοδοτεί γενναία τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα Πανεπιστήμια κερδίζουν πόρους (απαιτούνται δίδακτρα), εκμεταλλευόμενα άτομα του εκπαιδευτικού τους προσωπικού, που διαθέτουν γνώσεις και εμπειρία στο να σκαρώνουν προγράμματα ή και διαθέτουν κονέ με τις κάθε είδους επιχειρήσεις (η αλλοτρίωση συνειδήσεων, η υποχώρηση απέναντι στην απαίτηση για δημόσια δωρεάν Παιδεία για όλους και σταθερή και μόνιμη δουλειά, κ.λπ. είναι ηθικής τάξεως ζητήματα, που δεν αγγίζουν το πανεπιστημιακό κατεστημένο) και οι επιχειρήσεις πετυχαίνουν με έγκυρο και όχι τόσο δαπανηρό τρόπο να αυξήσουν την κερδοφορία τους, δένοντας πιο πολύ τους εργαζόμενούς τους, προσανατολίζοντάς τους σε τομείς που απαιτεί η καπιταλιστική αγορά. Χαμένοι βγαίνουν οι εργαζόμενοι, γιατί η διαιώνιση αυτής της υπόθεσης, βλάπτει το επίπεδο και το εύρος των γνώσεων που παίρνουν όντας φοιτητές, τη σταθερότητα και την αμοιβή της εργασίας τους όντας ενταγμένοι στην αγορά εργασίας και με δυο λόγια συνθέτει και αναπαράγει το μοντέλο του «απασχολήσιμου». Είναι χαρακτηριστικός ο κυνικός τρόπος με τον οποίο το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στην ιστοσελίδα του περιγράφει αυτό το αλισβερίσι με τις επιχειρήσεις: «Οι περικοπές χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό στρέφει τα Πανεπιστήμια στην κατεύθυνση αναζήτησης συνεργασιών με επιχειρήσεις προκειμένου να αυξήσουν το εισόδημά τους».
ΚΕΚ διαθέτουν όλα τα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως είναι το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Το Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του Πανεπιστήμιου Αθηνών υλοποιεί προγράμματα συμπληρωματικής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, που είναι συνέχεια των προγραμμάτων του υπουργείου Παιδείας, των γνωστών προγραμμάτων του ΕΠΕΑΚ Α΄, από τον Οκτώβρη του 2001. Οπως είναι φυσικό τα προγράμματα αυτά αφορούν κυρίως κατευθύνσεις στις οποίες τα τελευταία χρόνια έδωσε έμφαση η καπιταλιστική οικονομία, όπως η χρηματοπιστωτική κατεύθυνση, η χρηματοοικονομική, η διοίκηση επιχειρήσεων, το Marketing και οι πωλήσεις, η λογιστική, η εφαρμοσμένη πληροφορική, η τεχνολογική, κ.λπ. Μέσω του ΚΕΚ έχει υλοποιηθεί πλήθος προγραμμάτων εταιρικής κατάρτισης και προγράμματα σε συνεργασία με διάφορους φορείς. Συγκεκριμένα 238 επιχειρήσεις έχουν απευθυνθεί στο ΚΕΚ του Πανεπιστήμιου Αθηνών, μεταξύ αυτών η Εμπορική Τράπεζα, η Αγροτική Τράπεζα, η Λαϊκή Τράπεζα, η ΕFG EYROBANK ΕΡΓΑΣΙΑΣ, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, η ΜΟΔ, η ΙΝΤΡΑΚΟΜ, ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ, ΦΑΓΕ, ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΪΑ, ΑΕ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΤΙΤΑΝ, ΑΦΟΙ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΙ, αλλά και πολυεθνικές όπως η ΒΑΥΕRISCHE HUGO UND VEREINSBANK AG, η SONY HELLAS, η BAYERN HELLAS κ.λπ. Το ΚΕΚ ομολογεί ότι θέλει «να συμβάλει ενεργά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων» γι’ αυτό και «εφαρμόζει ειδική πολιτική επιδότησης διδάκτρων για τις επιχειρήσεις» κάνοντας έκπτωση 5%-10% ή και πάνω από 10% στην επιχείρηση, ανάλογα με τα άτομα που στέλνει αυτή να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα. Το ύψος των διδάκτρων (550 ευρώ-2400 ευρώ) κυμαίνεται ανάλογα και με τη διάρκεια του προγράμματος (2 μήνες-9 μήνες). Η επιτυχής δε ολοκλήρωση του προγράμματος οδηγεί στη χορήγηση Πιστοποιητικού Εξειδίκευσης ή Επιμόρφωσης, ανάλογα με το εκπαιδευτικό αντικείμενο.
Από το 1992 το ΕΜΠ διαθέτει Κέντρο Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης (ΚΣΕ), δίνοντας οργανωτική και συλλογική έκφραση σε μια σειρά από δράσεις ανάλογου περιεχομένου, που ανέπτυσσε επί σειρά πολλών ετών. Είναι γνωστές, άλλωστε, οι στενές σχέσεις του ΕΜΠ με τις επιχειρήσεις και τους διάφορους οργανισμούς, που εισέφεραν στο ταμείο του ιδρύματος και κάτω από το τραπέζι στην τσέπη καθηγητών, σεβαστά ποσά. Το ΕΜΠ υπήρξε το πρώτο ΑΕΙ στην Ελλάδα, που δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της «συνεχιζόμενης κατάρτισης» (λογικό, αφού η ελληνική καπιταλιστική οικονομία στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην οικοδομή και τις κατασκευές), με αφετηρία τα βραχυχρόνια αυτοχρηματοδοτούμενα σεμινάρια για Μηχανικούς. Επίσης από το 1995 το ΕΜΠ άπλωσε τη δραστηριότητά του αυτή μακριά από την έδρα του (περιφέρεια, Κύπρος). Η δράση αυτή ενίσχυσε την «ποσοτική και ποιοτική παρουσία του ΕΜΠ στο Δίκτυο Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων για τη Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση (ΕUKEN) και τη συμμετοχή του σε διάφορα Κοινοτικά Προγράμματα». Το Κέντρο Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης του ΕΜΠ διαθέτει απ’ όλα τα φρούτα: προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, προγράμματα κατάρτισης σε ενδοεπιχειρησιακό επίπεδο και σε στελέχη παραγωγής εκτός ΚΠΣ, δράσεις Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης με τη συγχρηματοδότηση του ΕΚΤ (εντός 1ου και 2ου ΚΠΣ), επιδοτούμενα σεμινάρια κατάρτισης ανέργων, κ.λπ. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν 320 σεμινάρια (150 μη επιδοτούμενα στελεχών παραγωγής, 45 ενδοεπιχειρησιακά, 13 στο πλαίσιο ευρύτερων κοινοτικών πρωτοβουλιών και προγραμμάτων, 12 εκπαιδευτικές εφαρμογές στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ-1 κ.λπ.) και αναπτύχθηκαν δεσμοί και σχέσεις με πάνω από 250 οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Από το 1995 -επαίρεται το ΕΜΠ- τα σεμινάρια που υλοποιεί το ΚΣΕ, στο πλαίσιο του προγραμματισμού των εξαμηνιαίων κύκλων Μη Επιδοτούμενων Μη Επιχορηγούμενων σεμιναρίων είναι οικονομικά «αυτοδύναμα» και «αυτοσυντηρούμενα», ενώ μετά το 1997 το ΚΣΕ λειτουργεί με δικούς του πόρους. Στη διοί-κηση του ΚΣΕ (Συγκλητική Επιτροπή Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης) συμμετέχουν εκπρόσωποι του ΤΕΕ, της ΓΣΕΕ και του ΣΕΒ. Συνεργασία ανέπτυξε το ΚΣΕ/ΕΜΠ και με την άλλη, ένοχη για πολλά, πλευρά του κράτους τους ΟΤΑ και με «παραγωγικούς φορείς» στο πλαίσιο έργων των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών Youthstart («Γέφυρα στο Αύριο», μελέτη αγοράς εργασίας νέων στην πολύπαθη Λαυρεωτική, που αφού την απογύμνωσαν από κάθε μονάδα παραγωγής, τη μετέτρεψαν σε φάμπρικα τουριστικών επιχειρήσεων), Integra και Adapt (μεθοδολογία για την πρόβλεψη αναγκών κατάρτισης και ανάλυσης προσφοράς και ζήτησης εργασίας στο Λαύ-ριο).
Πηγές τροφοδότησης των ΚΕΚ των Πανεπιστημίων με υποψήφιους πελάτες και επίδοξους χρηματοδότες αποτελούν τα κακόφημα Γραφεία Διασύνδεσης και τα Γραφεία Διαμεσολάβησης, που διαθέτουν σχεδόν όλα τα ιδρύματα. Οπως αναφέρει το ΕΜΠ, «η συνεργασία με τον παραγωγικό κόσμο έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική, που δημιουργεί νέες δυνατότητες για τη διεύρυνση των σχέσεων στον τομέα της Συνεχιζόμενης Κατάρτισης», από τότε που ιδρύθηκε το Γραφείο Διασύνδεσης, αλλά και «με την επέκταση των προγραμμάτων πρακτικής άσκησης των φοιτητών στις επιχειρήσεις». Από το τελευταίο, οι επιχειρήσεις επωφελούνται με την εξασφάλιση τσάμπα εργατικού δυναμικού, ενώ αλιεύουν και πιθανά αφοσιωμένα στελέχη τους. Πάνω από 250 οργανισμοί και επιχειρήσεις, τα τελευταία 7 χρόνια, έχουν επιδοτήσει την επιμόρφωση των στελεχών τους από το ΚΣΕ/ΕΜΠ. Ιδιαίτερη συνεργασία αναπτύχθηκε επίσης με τον κλάδο των κατασκευών και τις εργοληπτικές/κατασκευαστικές εταιρίες.
Ανάλογη δραστηριότητα αναπτύσσει και το ΚΕΚ του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ενώ ακόμα κι αν δεν διαθέτουν ΚΕΚ τα άλλα Πανεπιστήμια, παραπέμπουν τους φοιτητές τους και όσους απευθύνονται σε αυτά, μέσω των Γραφείων Διασύνδεσης ή Διαμεσολάβησης, στα προγράμματα των ιδρυμάτων που διαθέτουν ΚΕΚ, εξασφαλίζοντας στους «συναδέλφους» πελατεία και χρήμα.
Γιούλα Γκεσούλη








