Ο «εθνικός διάλογος» για την Παιδεία έλαβε τέλος με τη δημοσιοποίηση και του πορίσματος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής για τον «Ενιαίο Χώρο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ερευνας».
Σ' αυτό, μεταξύ άλλων προτείνεται:
– Ο διαχωρισμός των ΤΕΙ σε τρεις κατηγορίες. Ο διαχωρισμός θα γίνει μετά από αξιολόγηση από ολιγομελή επιτροπή, που θα λάβει, λέει, υπόψη της την ποιότητα των προγραμμάτων, την ερευνητική δραστηριότητα, κ.λπ.
Ολοι, βεβαίως, θυμόμαστε πώς έγινε η περίφημη «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ από τις επιτροπές κρίσεων με διαδικασίες «περάστε, ψηφίστε, τελειώσαμε».
Δεν θέλουμε να πούμε με αυτό ότι δεν υπάρχουν και αξιόλογα τμήματα ΤΕΙ, όμως η πολιτική σκοπιμότητα είναι το κύριο στοιχείο που καθορίζει κάθε φορά το αποτέλεσμα της «αξιολόγησης», όπως και το γεγονός ότι υπάρχουν τα ΤΕΙ ή ΤΕΙ με αντικείμενο ταυτόσημο με τα Πανεπιστήμια για το λόγο ότι η αστική τάξη επιθυμεί να εκτρέψει τα παιδιά της εργατικής τάξης από το δρόμο για τα ΑΕΙ και όχι γιατί έτσι απαιτεί το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού.
Οι τρεις κατηγορίες στις οποίες θα διαχωριστούν τα ΤΕΙ είναι οι εξής:
α) Αυτά που είναι ήδη (ακαδημαϊκώς) ισοδύναμα με αντίστοιχα πανεπιστημιακά Τμήματα, ή καλύπτουν επιστημονικά πεδία που δεν θεραπεύονται στα Πανεπιστήμια.
β) Αυτά που δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις, αλλά θα μπορούσαν να τις καλύψουν στη διάρκεια μιας τριετίας (όχι απαραίτητα στο τέλος της).
γ) Αυτά που θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν στα ΤΕΙ ως Τμήματα που παρέχουν τεχνολογική εκπαίδευση, περισσότερο συμβατή με τον αρχικό σκοπό ίδρυσης των ΤΕΙ.
Τα Τμήματα που εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία (και αυτά της δεύτερης που θα ενταχθούν στη διάρκεια της τριετίας στην πρώτη), θα έχουν άμεσα το δικαίωμα να οργανώσουν σπουδές 3ου κύκλου (δηλαδή διδακτορικό) και να διερευνήσουν, επίσης άμεσα τις δυνατότητες μελλοντικής ένταξης σε ένα «ομόλογο» πανεπιστημιακό Τμήμα ή να αποτελέσουν ένα αυτοτελές Τμήμα σε ένα Πανεπιστήμιο.
Οσα ΤΕΙ δεν περάσουν την «αξιολόγηση» θα υποβαθμιστούν, καθώς στο πόρισμα αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «εφόσον υπάρξουν Τμήματα για τα οποία θα φανεί ότι δεν υφίστανται αντικειμενικά, ούτε σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, δυνατότητες διεξαγωγής σπουδών 3ου κύκλου, θα πρέπει να υπάρξει αναπροσαρμογή στα προγράμματα σπουδών, την απαιτούμενη διάρκεια σπουδών και στο είδος του πτυχίου που θα παρέχουν».
Το ίδιο μέλλον, όμως, επιφυλάσσεται και για πανεπιστημιακά τμήματα: «Ρυθμίσεις ανάλογες με αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω θα μπορούσαν να ισχύσουν προκειμένου περί πανεπιστημιακών Τμημάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάλογα με εκείνα που καταγράφονται στα ΤΕΙ».
– Στο πόρισμα αναφέρεται:
«Σε ό,τι αφορά τα ΑΕΙ, ένα επιπρόσθετο πρόβλημα είναι η αδυναμία μετακίνησης των φοιτητών που δεν είναι ικανοποιημένοι από το αντικείμενο σπουδών που επέλεξαν στην αρχή των σπουδών τους. Μία μεταρρυθμιστική πρόταση θα ήταν να προβλεφτεί η δυνατότητα “μεταγραφής” σε συγγενές τμήμα ή/ και η δυνατότητα απόκτησης ενός τίτλου σπουδών του τύπου «joint degree», δηλαδή πτυχίο διπλής εξειδίκευσης».
Πώς θα γίνει αυτό; Με την εφαρμογή, προφανώς, του συστήματος των πιστωτικών μονάδων (Διακήρυξη της Μπολόνια) και με σπουδές δομημένες όχι πάνω σε ένα γνωστικό αντικείμενο, αλλά σπουδές-σούπα, με αποτέλεσμα πτυχία πολλών ταχυτήτων.
– Η πρόταση για τα μεταπτυχιακά είναι η ακόλουθη:
«Θα πρέπει να επανακαθοριστούν με σαφήνεια οι ακαδημαϊκοί στόχοι που εξυπηρετούν τα Π.Μ.Σ., το είδος συνεργασίας ανάμεσα σε Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και ΕΚ για τη συγκρότηση και λειτουργία Π.Μ.Σ., ζητήματα που αφορούν στα δίδακτρα, όπως το ανώτατο όριο διδάκτρων και το ποσοστό των εσόδων που διοχετεύεται στη φοιτητική μέριμνα, τα κριτήρια και η διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και οι ώρες εβδομαδιαίως που θα μπορεί να αφιερώσει ένα μέλος ΔΕΠ σε διδασκαλία στο πλαίσιο του Π.Μ.Σ.».
Κοντολογίς, θα έχουμε και κατηγοριοποίηση μεταπτυχιακών. Ξεκάθαρα λέγεται ότι θα υπάρχουν και μεταπτυχιακά με δίδακτρα (θα υπάρχει ανώτατο πλαφόν), καθώς το πόρισμα αναφέρει ότι αυτό αποτελεί συνισταμένη του γεγονότος ότι «θα πρέπει να διασφαλίζεται η ελεύθερη πρόσβαση των φοιτητών ανεξάρτητα από την εισοδηματική τους κατάσταση» από τη μια, «αλλά και η κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του προγράμματος -που αναπόφευκτα περιλαμβάνει τόσο αναλώσιμα υλικά, όσο και μετακινήσεις ή “συμβολικές αμοιβές“ του τύπου “honorarium“» από την άλλη.