Οι παράμετροι που καθόρισαν και φέτος τις βάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ ήταν ο τρόπος με τον οποίο συμπλήρωσαν το μηχανογραφικό τους οι υποψήφιοι, σύμφωνα με τις προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική καταξίωση, ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων και η μείωση των θέσεων κατά 650 στα ΑΕΙ (σε Ιατρική, Νομική και τις σχολές υψηλής ζήτησης του Πολυτεχνείου) και κατά 700 στα ΤΕΙ.
Ετσι διαμορφώθηκε και πάλι, όπως κάθε χρόνο, μια πλασματική εικόνα, απ’ την οποία κανείς ελάχιστα μπορεί να αντλήσει σχετικά με το πραγματικό επίπεδο και τις γνώσεις των μαθητών, το ποιόν της μαθησιακής διαδικασίας και του σχολείου.
Η ωφελιμιστική δομή του σχολείου, με τη στενή και χυδαία έννοια (μαθαίνουμε μόνο ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για να πετύχουμε στις εξετάσεις, που μας ανοίγουν την πόρτα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ό,τι συνδέεται στενά με την επιτυχή ενασχόληση μ’ έναν κύκλο επαγγελμάτων), που διαμορφώνει ταυτόχρονα και ανάλογες συνειδήσεις και μια ατομικιστική, ανταγωνιστική κοινωνία που λειτουργεί με γνώμονα την αποκόμιση του μέγιστου κέρδους, οδήγησαν τα νέα παιδιά να κάνουν την επιλογή των σχολών όχι με βάση του τι πραγματικά επιθυμούν, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα χαρίσματά τους, αλλά με βάση το βαθμό επαγγελματικής αποκατάστασης και την κατάκτηση του κοινωνικού γοήτρου.
Οι προτιμήσεις των υποψηφίων επηρεάζονται από την αγορά εργασίας, της οποίας όμως τα μηνύματα, λόγω της κατασκευασμένης προπαγάνδας και της άγνοιας των υποψηφίων, φθάνουν στους αποδέκτες-υποψήφιους παραπλανητικά και μερικές φορές και καθυστερημένα.
Ετσι λχ οι άλλοτε «ανυπόληπτες» παιδαγωγικές σχολές βρίσκονται τα τελευταία 2-3 χρόνια σταθερά στις κορυφές των προτιμήσεων των υποψηφίων, λόγω της διοχετευμένης πληροφόρησης ότι όλοι οι απόφοιτοί τους διορίζονται, ενώ η αλήθεια είναι ότι δουλεύουν σαν αναπληρωτές και ωρομίσθιοι επί μακρά σειρά ετών. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι το τι θα γίνει στον κλάδο αυτό τα αμέσως επόμενα χρόνια λόγω του κορεσμού ή και της μείωσης των διορισμών. Ομως το φάσμα της ανεργίας είναι τόσο μεγάλο και τρομαχτικό, που οι περαιτέρω πολύπλοκες σκέψεις περιττεύουν και ο άρτος ο επιούσιος, έστω κι αν είναι απλό αντίδωρο, έχει μεγάλη αξία.
Οι ιατρικές σχολές, οι πολυτεχνικές, οι νομικές εξακολουθούν να έχουν το προβάδισμα, παρά τη μεγάλη ανεργία στους κόλπους αυτών των επαγγελμάτων και τη μακρά αναμονή, επειδή στην ελληνική κοινωνία λειτουργεί έντονα η σταθερή αξία αυτών των πτυχίων και επαγγελμάτων, που συνοδεύεται και από την ελπίδα προσωπικής επαγγελματικής επιτυχίας σε κάποιο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Αντίθετα, οι χρηματοοικονομικές σχολές, που είχαν την τιμητική τους στην περίοδο του εκμαυλισμού από την χρηματιστηριακή υστερία, τα τελευταία δυο χρόνια καταβαραθρώθηκαν.
Η επιλογή των θεμάτων από την Επιτροπή εξετάσεων παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των βάσεων.
Ανάλογα με τις κατευθύνσεις που δίνονται από το υπουργείο Παιδείας, για την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων που αυτό ορίζει κάθε φορά, καθορίζονται τα θέματα των εξετάσεων και ο βαθμός δυσκολίας τους.
Ετσι πχ το 2000, όταν υπήρξε ανάγκη στήριξης της «μεταρρύθμισης Αρσένη», τα θέματα κατασκεύασαν 11.500 αριστούχους και μόλις 4500 υποψήφιους με βαθμολογία κάτω από τη βάση, ενώ τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια η εικόνα έχει πλήρως αναστραφεί.
Κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες παιδιά συγκεντρώνουν βαθμό πρόσβασης κάτω από τη βάση (ποσοστό γύρω στο 40%), αφού τα θέματα «διαβαθμισμένης δυσκολίας» έχουν στήσει καλά τις παγίδες τους. Φέτος, πχ 38.942 υποψήφιοι (ποσοστό 43,59%) έπεσαν κάτω από τη βάση.
Στόχος είναι να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και να χτυπηθεί δυνατά η τάση της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της για πανεπιστημιακή μόρφωση, μειώνοντας παράλληλα και τη διαθέσιμη κρατική χρηματοδότηση.
Η εικόνα αυτή διαμόρφωσε όλα αυτά τα χρόνια το κατάλληλο κλίμα ώστε το υπουργείο Παιδείας να θεσμοθετήσει από του χρόνου το πλαφόν της βάσης εισαγωγής (αλήθεια ποιος νοήμων άνθρωπος μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο μαθητής του 10 ή του 11 είναι καλύτερος -και συνεπώς άξιος να σπουδάσει- από το μαθητή του 9,5 ή του 9;).
Η ρύθμιση αυτή θα έχει σα συνέπεια, πέρα από την ενίσχυση των φροντιστηρίων, τον αποκλεισμό χιλιάδων παιδιών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αν υποθέσουμε ότι το μέτρο του βαθμολογικού πλαφόν εισαγωγής ίσχυε από φέτος, τότε 30.645 παιδιά, που φέτος πέτυχαν να εισαχθούν στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, θα έμεναν εκτός νυμφώνος. Το μέγεθος αυτό προκύπτει αν αφαιρέσουμε από τους 81.021 φετινούς επιτυχόντες τους 50.376 που είχαν βαθμό πρόσβασης πάνω από 10 και που θεωρητικά εισήχθησαν σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ (81.021-50.376=30.645).
Αν τώρα συνυπολογίσουμε και τους 48.359 υποψήφιους, που έτσι κι αλλιώς απέτυχαν να εισαχθούν στα ΑΕΙ-ΤΕΙ (129.380 που υπέβαλαν μηχανογραφικό – 81.021 επιτυχόντες = 48.359) αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της σφαγής.
Η ρύθμιση της βαθμολογικής βάσης εισαγωγής θα αποψιλώσει δεκάδες ΤΕΙ, κυρίως της περιφέρειας, αλλά και ΑΕΙ και θα τα απειλήσει με λουκέτο. Παράλληλα θα ανοίξει το δρόμο για την καθιέρωση στο μέλλον και άλλων φραγμών, όπως πχ ειδική βάση σε κάποια μαθήματα κάποιων σχολών ή τμημάτων ή συντελεστές σε μαθήματα κ.λπ.
Συγκεκριμένα και σύμφωνα με διάταξη που προωθείται στο νομοσχέδιο για τα ΤΕΙ, που δόθηκε αυτές τις μέρες στη δημοσιότητα, ως προϋπόθεση συμμετοχής του υποψήφιου στη διαδικασία επιλογής των εισαγομένων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, ορίζεται η επίτευξη από τον υποψήφιο γενικού βαθμού πρόσβασης τουλάχιστον ίσου με το μισό του μέγιστου δυνατού βαθμού πρόσβασης. Ειδικά, υποψήφιος που δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής εφόσον συγκεντρώνει σύνολο μορίων τουλάχιστον ίσο με το μισό του μέγιστου αριθμού μορίων.
Οι «κομμένοι» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι κυρίως παιδιά των ταπεινών και καταφρονημένων, παιδιά από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, από τις μακρινές και εγκαταλελειμμένες περιοχές της Ελλάδας.
Κοντολογίς, η επιλογή αυτή του συστήματος είναι και πάλι σκληρά ταξική.
Γιούλα Γκεσούλη