Στο περιθώριο του μπαράζ αποκαλύψεων για τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα, έσκασε μύτη και η αποκάλυψη του εκκλησιαστικού νομοσχέδιου, που υπό συνθήκες μυστικότητας προετοιμάζει το υπουργείο Παιδείας, με την προτροπή και υψηλή επίβλεψη του Αγιατολάχ Χριστόδουλου.
Με το νομοσχέδιο αυτό, σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου, αναβαθμίζονται οι ανώτερες εκκλησιαστικές σχολές σε ανώτατες και αποκαλούνται «Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες» (ΑΕΑ).
Η πρόσβαση στις ΑΕΑ προβλέπεται να γίνεται με το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πριν απ’ αυτό όμως θα υπάρχει μια άλλη διαδικασία, ένα «πρόκριμα». Σύμφωνα με αυτό, επιτροπή, που συγκροτείται έπειτα από πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου (που ελέγχεται από την εκκλησία, αφού τα τέσσερα από τα εφτά μέλη του είναι κληρικοί και ο αρχιεπίσκοπος είναι πρόεδρος) και απόφαση του υπουργού Παιδείας, θα δίνει την έγκρισή της για τους υποψήφιους, που θα φέρουν τρεις σχετικές συστατικές επιστολές, εκ των οποίων μία του επισκόπου του τόπου κατοικίας του υποψήφιου, αφού εκτιμήσει ότι «υπάρχει έφεση του υποψήφιου και ότι λειτουργούν οι προϋποθέσεις για το ιερατικό λειτούργημα».
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ήδη εγγραφεί στον κρατικό προϋπολογισμό κονδύλι περίπου 6 δις. δρχ. για τη λειτουργία των ακαδημιών αυτών.
Η αποκάλυψη αυτή, που προκάλεσε όπως ήταν φυσικό ιδιαίτερη αγανάκτηση και θυμό, αφού συνέπεσε και με το βρομερό κλίμα των ημερών, έχει διάφορες πλευρές.
Η μια πλευρά είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να μη διαταράξει τους στενούς δεσμούς που συνδέουν την ορθοδοξία με τη νεοελληνική εθνική ιδεολογία και δεν προτίθεται, παρόλο το ευνοϊκό κλίμα που έχει δημιουργηθεί μέσα στην ελληνική κοινωνία, να δώσει ριζικές λύσεις με το διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος.
Αντίθετα επιβραβεύει τον Χριστόδουλο, ικανοποιώντας τα καπρίτσια του, αναγορεύοντάς τον σε Αγιατολάχ.
Η δεύτερη πλευρά είναι ότι δημιουργούνται δομές που αποτελούν την προνύμφη των «μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών» πανεπιστημίων (όπως άλλωστε και η αντίστοιχη Ακαδημία Εργασίας της ΓΣΕΕ). Καταλύεται έτσι ντε-φάκτο η συνταγματική επιταγή για τα δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Και ναι μεν οι δομές αυτές, πλήττοντας ευθέως τα δημόσια ΑΕΙ, θα διοικούνται από το ιερατείο, πλην όμως θα χρηματοδοτούνται από τον κρατικό κορβανά (πρόκληση τη στιγμή που τα δημόσια πανεπιστήμια παραπαίουν λόγω της φοβερής υποχρηματοδότησης).
Η τρίτη πλευρά είναι ότι ακόμη και με τον τρόπο αυτό μπαίνει επιτακτικά το ζήτημα του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος.
Ναι, οι συστατικές επιστολές έχουν νόημα, η έγκριση των υποψηφίων από το ιερατείο έχει νόημα εφόσον αφορούν αυστηρά το δόγμα, τους πιστούς του και τίποτε πέρα απ’ αυτό. Εμάς τους υπόλοιπους μας αφήνει αδιάφορους και δεν πρέπει να μας απασχολεί. Μόνο που η λυδία λίθος εδώ είναι ο διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος. Αυτό έπρεπε να τονιστεί και να προβληθεί απ’ όλους εκείνους που κατά τα άλλα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για να μας πείσουν ότι παλεύουν γι’ αυτό. Γιατί αλλιώς, τονίζοντας το στοιχείο των συστατικών επιστολών και των εκκλησιαστικών φρονημάτων και αποσιωπώντας το υπ’ αριθμόν ένα και ουσιαστικό ζήτημα του διαχωρισμού, είναι σα να λες ότι όλα τ’ άλλα (άπαξ και απαλειφθούν αυτά) είναι εντάξει, ότι αποδέχεσαι οι εκκλησιαστικές σχολές να αποτελούν μέρος της εκπαίδευσης, ότι αποδέχεσαι στην ουσία με τις ευλογίες και την επίβλεψη του κράτους να δηλητηριάζεται καθολικά και συστηματικά η νεολαία και η εργαζόμενη κοινωνία γενικότερα με το όπιο της θρησκείας και στην περίπτωσή μας ειδικά με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.