Ο ζωηρός διάλογος και οι αντιπαραθέσεις, συχνά σε έντονο τόνο ήταν το χαρακτηριστικό της συζήτησης που για περισσότερες από τρεις ώρες κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον στην εκδήλωση των φοιτητών της «Κόντρας», που έγινε την Παρασκευή 8 Ιούνη στο Πολυτεχνείο. Συζήτηση στην οποία δεν πήραν μέρος μόνο οι εισηγητές του πάνελ, αλλά και αρκετοί από κάτω (φοιτητές και μη).
Ο πλούτος των απόψεων που εκφράστηκαν στη συζήτηση δε μπορεί, βέβαια, να μεταφερθεί σ’ αυτό το ρεπορτάζ. Με τον κίνδυνο που εμπεριέχει κάθε προσπάθεια συνοπτικής ομαδοποίησης απόψεων, θα λέγαμε ότι οι ομιλητές μοιράστηκαν σε δυο ομάδες. Η μία, που εκφράστηκε κυρίως από τάσεις της ΕΑΑΚ, υπερτόνιζε το ρόλο της ριζοσπαστικής αριστεράς στο κίνημα (θεωρούσε περίπου ότι αυτό υπήρξε δημιούργημά της) και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτό το κίνημα εξάντλησε τα όριά του και δε μπορούσε να τραβήξει άλλο. Η άλλη ομάδα (στην οποία περιλαμβάνονται και οι φοιτητές της «Κ») έκανε σκληρή κριτική σε πρακτικές χειραγώγησης και ευνουχισμού του κινήματος, που αναπτύχθηκαν και στη φάση της ανόδου και στη φάση της πτώσης, και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξάντληση της δυναμικής του. Στο επιχείρημα της πρώτης ομάδας, ότι ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες που οδήγησαν στις κρίσιμες καμπές στην υποχώρηση του κινήματος, η δεύτερη ομάδα αντέταξε (με αναφορές σε γεγονότα και απόψεις), ότι δεν δόθηκαν οι μάχες που έπρεπε να δοθούν στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης αυτών των αντικειμενικών συνθηκών.
Ο πυρήνας της εισήγησης της «Κ» αφορούσε τη διαλεκτική σχέση αυθόρμητου-συνειδητού, την σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να οικοδομεί η πρωτοπορία με το κίνημα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποκαθιστά πραξικοπηματικά το τελευταίο, σβήνοντας την πολυμορφία της συνείδησης μεγάλου κομματιού του, συγκαλύπτοντας τις αδυναμίες του και τα λάθη του, αλλά αντίθετα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές του, να αναδεικνύει τις υστερήσεις του, να παίρνει δύναμη και να τη «μεταφράζει» σε θεωρία και πολιτική (σ.σ. όλο το κείμενο της εισήγησης υπάρχει στην ιστοσελίδα μας).
Η εκδήλωση ήταν για μας η πρώτη απόπειρα, μετά το κίνημα των καταλήψεων, να μοιραστούμε δημόσια τους προβληματισμούς μας, τη γενίκευση της πείρας που αποκομίσαμε από το κίνημα. Θεωρούμε πρώτιστο καθήκον των πιο ζωντανών κομματιών του «μπλοκ των καταλήψεων», μπροστά στον κίνδυνο της κινηματικής αμπώτιδος, να σπάσουν τη σιωπή, τη βουβαμάρα που κυριαρχεί στους φοιτητικούς χώρους μετά την υποχώρηση του κινήματος, μετά την λήξη των καταλήψεων, και να δυναμώσουν τη συλλογικότητα.








