Μπορεί η κυβέρνηση με το ένα χέρι να μοιράζει απλόχερα καρπαζιές στη νεολαία, τους εργαζόμενους και τους αγρότες, ν’ ανοίγει κεφάλια και να τους φλομώνει στα χημικά, αλλά έχει αγαθές προθέσεις να συζητήσει ειλικρινά και χωρίς προειλημμένες αποφάσεις με την εκπαιδευτική κοινότητα για να «αναμορφώσει το Λύκειο και να αλλάξει το εξεταστικό σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ». Οσο και να πασχίζει ο Αρης να φτιάξει αυτό το «γλυκό» και «ευπροσήγορο» προσωπείο, τόσο του το στραπατσάρει ο αγροίκος Μαρκογιαννάκης. Αυτό το έργο παρακολουθούμε αυτές τις μέρες. Η τελευταία παράσταση περιελάμβανε επισκέψεις αβροφροσύνης του Αρη στα γραφεία των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, για να τους ζητήσει παράλληλα να συμμετέχουν στον «διάλογο». Απουσία των εκπαιδευτικών, οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές υποδέχτηκαν τον υπουργό και στο τέλος έκαναν δηλώσεις υπό την μορφή χρησμών της Πυθίας, δίνοντας την εντύπωση ότι υπάρχει διαφοροποίηση ΟΛΜΕ-ΔΟΕ, σχετικά με τη στάση που θα κρατήσουν. Κάτω από την επιφάνεια της «διαφοροποιημένης» συμπεριφοράς των γραφειοκρατών συνδικαλιστών, υπάρχει η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να αποδείξει ότι είναι ένα «υπεύθυνο» και «σοβαρό» κόμμα, που σέβεται τους θεσμούς, που δεν τρομάζει τους νοικοκυραίους, που όμως, από την άλλη, δεν θέλει να διευκολύνει τον Καραμανλή να ξεφύγει από τα ζόρια του, ώστε να καρπωθεί εκλογικά οφέλη. Είναι σαφές, από τις δηλώσεις που έγιναν μετά, ότι ούτε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ θα παραμείνει τελικά στον «διάλογο», αφού οι προϋποθέσεις που έθεσε (αύξηση χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών, κ.λ.π.) δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν από την κυβέρνηση. Αλλωστε, ο προϋπολογισμός, που προβλέπει το χαμηλότερο ποσοστό δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση τα τελευταία πενήντα χρόνια, ψηφίστηκε μόλις πρόσφατα και αυτό το επεσήμανε ο πονηρός Μπράτης.
Ασφυκτική πίεση πάνω στους μουδιασμένους συνδικαλιστές (τους προερχόμενους κυρίως από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ) ανέλαβαν να ασκήσουν οι τηλεοπτικοί αστέρες, εκβιάζοντας, στην κυριολεξία, θετική απάντηση για συμμετοχή στο «διάλογο». Εις μάτην περίμενε ο αγανακτισμένος νέος, ο εργαζόμενος τηλεθεατής να ακούσει ένα ηχηρό «ΟΧΙ», απέναντι σε μια κυβέρνηση που έχει πατήσει με τη σιδερένια φτέρνα της το λαό, που έχει κουρελιάσει τα δικαιώματά του, που είναι φανερό ότι είναι παντελώς «αναξιόπιστη και ανάλγητη», όπως σημειώνουν ακόμα και αστοί αναλυτές. Εις μάτην περίμενε να ακούσει έναν καταγγελτικό λόγο για τα όσα έχει πράξει ήδη στο χώρο της εκπαίδευσης και για τις διακηρυγμένες προθέσεις της, τα οποία ουδόλως συνιστούν αυτό που ισχυρίζεται περί tabula rasa, υποκρινόμενος ο Σπηλιωτόπουλος και ο Καραμανλής. Αλλά αυτά, βεβαίως, είναι πολύ βαριά για τους «προοδευτικούς» και «αριστερούς» μαϊντανούς του συστήματος, που σ’ αυτή τη φάση ψελλίζουν ένα μασημένο «ΟΧΙ» για να αποχωρήσουν μετά από τη φιέστα του «διαλόγου», χωρίς να χάσουν ψηφαλάκια από τους νομοταγείς πολίτες και τους νοικοκυραίους.
Παράλληλα με τις δημαγωγικές κινήσεις του υπουργού Παιδείας, έχει ξεκινήσει άτυπα ο «διάλογος», με αρθρογραφία και συνεντεύξεις και εφέ τα μαλλιοτραβήγματα Βερέμη-Μπαμπινιώτη για την πρωτοκαθεδρία στη διαχείριση της διεξαγωγής του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όσο τα πράγματα γίνονται πιο συγκεκριμένα, τόσο απομακρυνόμαστε από τις αρχικές διακηρύξεις περί «ελεύθερης πρόσβασης», όπως είχαμε προβλέψει. Το ΕΣΥΠ του Βερέμη μιλάει πια για κρατικό φροντιστήριο μέσα στο Λύκειο τις απογευματινές ώρες, όπου θα προετοιμάζονται οι μαθητές που επιθυμούν να συνεχίσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (πράγμα που θα αποφασίζουν στη Β΄Λυκείου) και εξετάσεις στο τέλος της Γ΄ Λυκείου σε πανελλαδικό επίπεδο. Ο δε Μπαμπινιώτης, που τοποθετήθηκε επικεφαλής του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που θα έχει την ευθύνη διεξαγωγής του διαλόγου, προτρέχει ήδη να δηλώσει ξεκάθαρα ότι «το τέλειο μπορεί να είναι ¨από το Λύκειο κατ’ ευθείαν στο πανεπιστήμιο¨, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει τώρα». Γι’ αυτό προτείνει μεταλυκειακό (1+4 μαζί με τη διάρκεια σπουδών στα ΑΕΙ) ή προπαρασκευαστικό (1+3) έτος σπουδών, εθνικό εξεταστικό φορέα, όπου οι υποψήφιοι μπο- ρούν να προσέρχονται για να εξεταστούν τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο με δικαίωμα κατοχύρωσης βαθμολογίας και συμμετοχή των ΑΕΙ στον καθορισμό της ύλης, των θεμάτων και των συντελεστών βαρύτητας.
Στο χορό μπήκε και ο Βενιζέλος του ΠΑΣΟΚ για να δηλώσει ότι δεν μπορεί να επιλεγεί η λύση του προπαρασκευαστικού έτους, που προσθέτει χρόνο σπουδών, όταν «διεθνώς επικρατεί η τάση μείωσης του ελάχιστου χρόνου σπουδών πριν από την έξοδο στην αγορά εργασίας (πρώτο πτυχίο τριε- τούς φοίτησης)». Αφού υπενθυμίσει τη Μπολόνια (για να μην ξεχνιόμαστε), ο Βενιζέλος, περνά στο δια ταύτα: Δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε δυο φάσεις, η πρώτη τετραετής στο Γυμνάσιο και η δεύτερη διετούς φοίτησης, κολεγιακού χαρακτήρα στο Λύκειο, κατά τα πρότυπα του διεθνούς απολυτηρίου. (Ο Βενιζέλος αποφεύγει να μας πει πώς θα γίνεται το πέρασμα από τη μια φάση στην άλλη, όταν η δεύ-τερη μάλιστα είναι ιδιαίτερων απαιτήσεων και είναι γνωστό ότι απευθύνεται στην ελίτ των εύπορων στρωμάτων). Το σχέδιο περιλαμβάνει μικρό αριθμό μαθημάτων (μέχρι 6) στο διετές Λύκειο και τελικά εξετάσεις για εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Είναι χαρακτηριστικό πώς αντιλαμβάνεται ο εκσυγχρονιστής Ευάγγελος τη μόρφωση που θα παρέχει αυτό το «αναβαθμισμένο» Λύκειο: «καθορισμός των ελάχιστων δεξιοτήτων» που θα συνίστανται στο «βαθμό γνώσης και ικανότητας χρήσης της ελληνικής γλώσσας, επίπεδο γνώσης δύο τουλάχιστον ξένων γλωσσών, χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ικανότητα πλοήγησης στο Διαδίκτυο κ.ο.κ.». Τέλος, με το απολυτήριο του «νέου Λυκείου» οι απόφοιτοι θα εγγράφονται στα ΑΕΙ «όχι όμως και σε όλα τα τμήματα πρώτης προτίμησης, όταν αυτά είναι υψηλής ζήτησης και άρα υψηλής βαθμολογίας». Είναι φανερό, ότι ο Βενιζέλος πρεσβεύ-ει ένα άκρως νεοφιλελεύθερο και ελιτίστικο σύστημα επιλογής, που απευθύνεται μόνο σε γόνους μεσοαστικών και άνω στρωμάτων.
Στην «πιάτσα» κυκλοφορούν και διάφορα άλλα σενάρια, με κυρίαρχα αυτά του ΠΑΣΟΚ, Περισσού και ΣΥΡΙΖΑ (τα έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα φύλλα), που όλα έχουν ως πυρήνα τελικά τις εξετάσεις με διάφορες παραλλαγές.
Τις προτάσεις αυτών που θα συμμετάσχουν στον «διάλογο» θα τις επεξεργαστεί, λέει, το Συμβούλιο του Μπαμπινιώτη και μετά από 6 μήνες το λιγότερο θα τις υποβάλει στην κυβέρνηση, η οποία θα αποφασίσει! Θεω- ρούν, φαίνεται, ότι η νεολαία και η εργαζόμενη κοινωνία ως τότε θα τρων κουτόχορτο και θα κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου.
Γιούλα Γκεσούλη








