Στις 31 Αυγούστου ξεκίνησε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής η συζήτηση του νομοσχέδιου για την περιβόητη Διά Βίου Μάθηση. Οι διάφορες βερμπαλιστικές κορώνες («γηράσκω αεί διδασκόμενος») γρήγορα γίνονται σκόνη με τις αναφορές ότι «η διά βίου μάθηση υποστηρίζει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας», ότι «στοχεύει στην καλλιέργεια κοινωνικών συμπεριφορών συμβατών με τις νέες συνθήκες» και ότι «στόχος είναι η σύνδεση με την απασχόληση». Κοντολογίς, διαλύεται ο μύθος ότι η Διά Βίου Μάθηση εξυπηρετεί το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να μορφώνεται διαρκώς, να κατακτά τα επιτεύγματα της επιστήμης, του πολιτισμού, των κοινωνικών επιστημών. Αποκαλύπτεται ότι έχει να κάνει με την αμορφωσιά, με τη διαιώνιση της δημιουργίας μισομορφωμένων-μισοειδικευμένων ανθρώπων μιας χρήσης, οι οποίοι έχουν αποδεχτεί ότι δεν θα έχουν εξασφαλισμένη εργασία και εργασιακά δικαιώματα και ότι για να επιβιώσουν πρέπει να αλλάζουν συνεχώς επάγγελμα, με τα μεσοδιαστήματα που πετάγονται στην ανεργία να γίνονται όλο και μεγαλύτερα. Στο πλαίσιο αυτό αναβαθμίζεται η συμμετοχή των «κοινωνικών εταίρων» (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) σε όλες τις φάσεις σχεδιασμού, εφαρμογής και αξιολόγησης των δραστηριοτήτων της διά βίου μάθησης.
Με το νομοσχέδιο μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι και αλέθονται οι τίτλοι των εκπαιδευτικών βαθμίδων, τα πτυχία των πανεπιστημίων και τα «πτυχία» από κάθε είδους μαγαζιά που δραστηριοποιούνται στον τομέα της «μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», καθώς και τα παντός είδους πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που αποχτιούνται από τη φάμπρικα των γνωστών «σεμιναρίων», «επιμορφώσεων» και τα ρέστα, για να επιβεβαιωθεί η επικρατούσα τάση να μετρά το «μαθησιακό αποτέλεσμα» και όχι η γνώση που βρίσκεται πίσω από ένα πτυχίο. Ο αχταρμάς που δημιουργείται από το σκόπιμο ανακάτεμα της Παιδείας με την κατάρτιση μεγαλώνει τις γκρίζες ζώνες γύρω απ’ ό,τι αποκαλείται Παιδεία και μόρφωση, κάνει τα όριά τους δυσδιάκριτα και δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την άλωση της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και των πανεπιστημιακών σπουδών. Η πάσης φύσεως εκπαιδευτική αγορά νομιμοποιείται και αναβαθμίζεται μπαίνοντας κάτω από την σκέπη του υπουργείου Παιδείας.
Ωστόσο αναφέρεται ότι το νομοσχέδιο «ρυθμίζει κυρίως το χώρο που βρίσκεται έξω από τα όρια του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος, ιδιαίτερα τη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση». Βέβαια, γιατί εκεί είναι η πρεμούρα, να αναβαθμιστούν όλοι οι έμποροι της γνώσης, μέσω της «πιστοποίησης». Θεσμοθετείται επίσης και το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, που θα είναι ένα «πλαίσιο προσόντων (διπλώματα, τίτλοι, πιστοποιητικά) με τη μορφή μαθησιακών αποτελεσμάτων», του οποίου τη δημιουργία και υλοποίηση, το νομοσχέδιο αναθέτει στον Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων. Ετσι δεν μαθαίνουμε πού θα καταταγούν π.χ. τα Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης, δηλαδή τα κολέγια. Ανεξάρτητα από το μελάνι της σουπιάς που προσπαθεί να ρίξει το υπουργείο, κατατάσσοντας τα κολέγια σε επίπεδο κατώτερο των πανεπιστημίων, γεγονός είναι ότι αυτά που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού δίνουν «πτυχία», που χορηγούνται με την ευθύνη και τη σφραγίδα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και συνεπώς η ψωροκώσταινα είναι υποχρεωμένη να τα αναγνωρίσει στην ουσία ως πανεπιστημιακά ιδρύματα, αφού έτσι διατάσσει η ευρωπαϊκή Οδηγία, που μόλις πρόσφατα ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το ΠΔ.
Το υπουργείο Παιδείας αποφεύγει, προς το παρόν, να διασαφηνίσει και το πώς θα επιτευχθεί η περίφημη «λειτουργική διασύνδεση εκπαίδευσης και κατάρτισης (τυπικής, μη τυπικής και άτυπης» και τι ρόλο θα παίξει το θεσμοθετούμενο με το εν λόγω νομοσχέδιο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων σε αυτή. Πώς δηλαδή ένας κάτοχος πτυχίου «μεταλυκειακής εκπαίδευσης», διάφορων «βεβαιώσεων», πιστοποιητικών, ακόμη και εμπειρίας θα μπορεί να μεταπηδά σε δομές τυπικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανεβαίνοντας αντίστοιχα επίπεδα στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων (λέμε τώρα, γιατί όλα αυτά είναι πολύ θεωρητικά –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και πολύ επικίνδυνα για το μέλλον των πανεπιστημιακών σπουδών στη χώρα μας– αφού στην πράξη οι διάφορες δομές κατάρτισης καμιά αξία δεν είχαν για την εύρεση εργασίας και στηρίζονταν από τις κυβερνήσεις για την απόκρυψη των υψηλών ποσοστών ανεργίας, ενώ και στο καπιταλιστικό εργοστάσιο και στους χώρους δουλειάς οι ειδικότητες έχουν ουσιαστικά καταργηθεί και οι εργαζόμενοι γίνονται «μπαλαντέρ» στα διάφορα πόστα, ώστε να μην χάνεται ούτε λεπτό και να ξεζουμίζονται στο έπακρον από τον καπιταλιστή, του οποίου το διευθυντικό δικαίωμα, ειδικά στις μέρες μας, έχει απογειωθεί).
Οσο για τις υπεροπτικές φανφάρες του υπουργείου Παιδείας για τον επιτελικό του ρόλο στην υπόθεση, θυμίζουμε μόνο ότι τα μισά κονδύλια της κατάρτισης (αρχικής και συνεχιζόμενης) τα έχει πάρει το υπουργείο Εργασίας.