Το σχέδιο ΠΔ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δόθηκε ήδη στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες, ώστε να φανεί ότι πραγματώνεται το τελευταίο στάδιο της στημένης «διαβού-λευσης», πριν ο πέλεκυς πέσει βαρύς επί των κεφαλών των εκπαιδευτικών.
Αφού έκριναν ότι ο εκπαιδευτικός μπορεί να προσφέρει ποιοτικό έργο δίνοντας την ψυχή του στο σχολειό με 700 περίπου ευρώ το μήνα (ο νεοδιόριστος, σε περίπτωση που έχει κάποια προϋπηρεσία στο δημόσιο), σιτιζόμενος σε συσσίτια των στρατιωτικών λεσχών (όχι δωρεάν), περιπλανώμενος στις εσχατιές της Ελλάδας μακριά από την οικογένειά του, πολύ συχνά αναγκαζόμενος να συμπληρώνει ωράριο σε δυο και τρία σχολεία, φορτωμένος επιπλέον με τις συνέπειες του Αρμαγεδώνα στα κοινωνικά και ασφαλιστικά του δικαιώματα, τις οποίες έχει υποστεί το σύνολο της εργαζόμενης κοινωνίας, τώρα τα ντόπια και ξένα αφεντικά ετοιμάζουν και το σχέδιο πλήρους εξόντωσής του. Βάζουν μπροστά την τρομοκρατία των απολύσεων, της μισθολογικής και βαθμολογικής καθήλωσής του, με όχημα την αξιολόγηση.
Η «κινεζοποίηση» και του εκπαιδευτικού συνδέεται με την προσπάθεια ολοκληρωτικής πλέον υποταγής του σχολείου στην αγορά, με την ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας του και την αποψίλωση όλων των δημόσιων και δωρεάν χαρακτηριστικών του, με την ένταση των ταξικών φραγμών όσον αφορά στην πρόσβαση στη γνώση και με τη φασιστικοποίηση γενικότερα της δημόσιας ζωής. Εξ ου και τα λεγόμενα «καινοτόμα προγράμματα», που δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την εισροή ιδιωτών και επιχειρήσεων στο δημόσιο σχολείο, ο οικονομικός στραγγαλισμός των σχολείων, που οδηγεί από άλλη κατεύθυνση στα ίδια αποτελέσματα και στην αυξανόμενη «συμμετοχή» των γονιών στα λειτουργικά έξοδα, οι συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολικών μονάδων, ο αφανισμός όλων των υποστηρικτικών δομών μάθησης, η ψήφιση και ενεργοποίηση του φασιστικού δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, αλλά και οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που μεγεθύνουν τη δυσκολία για τα παιδιά της εργατικής τάξης, η προσπάθεια επιβολής του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου, κ.λπ.
Η αξιολόγηση, που προωθείται με το σχέδιο ΠΔ, είναι η αποτύπωση της κυριαρχίας του ισχυρού (εν προκειμένω του υπουργείου Παιδείας και παραπέρα της κυβέρνησης και του συστήματος) επί του αδύνατου, δηλαδή του εκπαιδευτικού, με «παράπλευρη απώλεια» τον μαθητή, στην καμπούρα του οποίου θα φορτω- θούν τελικά οι «τεχνικές» «αντικειμενικής» αξιολόγησης του δασκάλου του. Είναι δε ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα όλων των προσπαθειών αξιολόγησης που έγιναν στο παρελθόν και θεσμοθετήθηκαν με τους νόμους 2525/1987, 2986/2002 και 3848/ 2010, ενώ συνδέεται με τον πρόσφατα ψηφισθέντα από τη μνημονιακή κυβέρνηση κακόφημο νόμο του ενιαίου μισθολόγιου-φτωχολόγιου (νόμος 4024/ 2011), που ανοίγει το δρόμο στη μισθολογική και βαθμολογική καθήλωση και νομιμοποιεί τις απολύσεις και στην εκπαίδευση.
Η φιλοσοφία είναι επαναλαμβανόμενη. Βασίζεται στην ιεραρχική διοικητική πυραμίδα της εκπαίδευσης, στην κορυφή της οποίας στέκεται ο διορισμένος Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας, με άμεσους αποδέκτες τους διορισμένους περιφερειακούς διευθυντές εκπαίδευσης και στη βάση της είναι ο εκπαιδευτικός, ο οποίος αίρει όλες τις αμαρτίες της εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής, ενώ συνάμα κρίνεται και ως προς την υπαλληλική του ιδιότητα, δηλαδή το βαθμό προσαρμογής, πειθάρχησης και υποταγής του σε όλες τις επιταγές του αστικού συστήματος εξουσίας.
Κάθε κρίκος της ιεραρχικής πυραμίδας αξιολογεί τον αμέσως κατώτερο. Η αξιολόγηση διακρίνεται σε διοικητική και εκπαιδευτική. «Ως διοικητική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που συνθέτουν το τυπικό υπηρεσιακό έργο και ως εκπαιδευτική ορίζεται η αξιολόγηση των ενεργειών και αποτελεσμάτων που σχετίζονται με την άσκηση του διδακτικού καθώς και του εν γένει επιστημονικού και παιδαγωγικού έργου». Η διοικητική αξιολόγηση είναι ετήσια, ενώ η εκπαιδευτική αξιολόγηση διενεργείται μία, τουλάχιστον, φορά ανά τριετία εντός συνεχούς χρονικού διαστήματος που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες (διμηνιαί-α αξιολογική περίοδος). Τη διοικητική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού διενεργεί ο διευθυντής του σχολείου στο οποίο υπηρετεί, ενώ την εκπαιδευτική του αξιολόγηση κάνει ο σχολικός σύμβουλος.
Οι τυχόν αντιστάσεις των εκπαιδευτικών στις αυθαιρεσίες των διευθυντών τους, οι οποίοι θα προσπαθούν να διατηρήσουν τη θέση τους επιδεικνύοντας «έργο» στους ανωτέρους τους (π.χ. συχνή είναι σήμερα η παραβίαση των διδακτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, προκειμένου, παρά τα φοβερά λειτουργικά κενά και αδυναμίες, να εξασφαλίζεται το φαίνεσθαι στη λειτουργία του σχολείου), θα τους καθιστούν «μαύρα πρόβατα» και προφανώς θα επισύρουν και την ανάλογη ποινή, την αρνητική τους αξιολόγηση. Το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει και η αμφισβήτηση του αντιδραστικού περιεχόμενου της προσφερόμενης εκπαίδευσης, των αναλυτικών προγραμμάτων, των βιβλίων, των μεθόδων διδασκαλίας, των μέσων που χρησιμοποιούνται γι’ αυτήν,της αστικής παιδαγωγικής και των προταγμάτων της για τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών της νεολαίας, της πραγματικής χρησιμότητας των «καινοτόμων» προγραμμάτων, κ.λπ., που θα κομίζουν οι σχολικοί σύμβουλοι.
Οι εκπαιδευτικοί που συμπληρώνουν ωράριο σε περισσότερα του ενός σχολεία αξιολογούνται απ’ όλους τους διευθυντές των σχολικών μονάδων και απ’ όλους τους σχολικούς συμβούλους, στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκουν τα σχολεία αυτά.
Ο εκπαιδευτικός συμβάλλει στην αξιολόγησή του,ώστε να γίνει μέρος του προβλήματος, να γίνει συνυπεύθυνος της καρατόμησής του, συντάσσοντας έκθεση αυτο-αξιολόγησης, η οποία, όμως, σε περίπτωση που δεν υποβληθεί, δεν θεωρείται εμπόδιο για τη διεξαγωγή της αξιολογικής διαδικασίας (το υπουργείο Παιδείας φροντίζει να έχει πάντα το γάιδαρό του δεμένο στην περίπτωση που εκδηλωθούν φαινόμενα ανυπακοής).
Κατηγορίες και κριτήρια αξιολόγησης
Οι θεματικές κατηγορίες βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι 1) το εκπαιδευτικό περιβάλλον 2) ο σχεδιασμός, προγραμματισμός και προετοιμασία της διδασκαλίας 3) η διεξαγωγή της διδασκαλίας και η αξιολόγηση των μαθητών 4) η υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια 5) η επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού. Η ανταπόκριση του εκπαιδευτικού ανά θεματική κατηγορία αξιολογείται βάσει κριτηρίων, όπως οι διαπροσωπικές σχέσεις, το παιδαγωγικό κλίμα στη σχολική τάξη, η οργάνωση της σχολικής τάξης, ο βαθμός πρόσληψης των δυνατοτήτων και αναγκών των μαθητών, οι στόχοι και το περιεχόμενο, τα εκπαιδευτικά μέσα, η εμπέδωση της νέας γνώσης και η αξιολόγηση των μαθητών, η συμμετοχή στη λειτουργία της σχολικής μονάδας και στην αυτο-αξιολόγησή της, η επικοινωνία και συνεργασία με γονείς και φορείς, τα τυπικά προσόντα, η επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη, κ.λπ.
Είναι φανερό ότι οι παραπάνω στρογγυλεμένες και γενικόλογες ανώδυνες εκφράσεις κρύβουν πολλά υπονοούμενα για τον έχοντα στοιχειώδη σχέση με τη σχολική πραγματικότητα. Πόσο π.χ. απερίσπαστος μπορεί να είναι ένας εκπαιδευτικός και δοσμένος στο εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό του έργο, όταν το βιοτικό του επίπεδο είναι κάτω από το όριο της φτώχειας και βασανίζεται από την αγωνία του αγώνα της επιβίωσης; Τί σόι «διαπροσωπικές» σχέσεις μπορεί να κτίσει με τους συναδέλφους και μαθητές του, όταν κατατρύχεται απ’ αυτά τα προβλήματα και όταν αδυνατεί σχεδόν να γνωρίσει όλους τους μαθητές του, αφού συχνά-πυκνά είναι ωρομίσθιος, αναπληρωτής μειωμένου ωραρίου ή έχει καταντήσει γυρολόγος, συμπληρώνοντας ωράριο σε τρία διαφορετικά σχολεία; Πώς μπορεί να οργανώσει την τάξη του, όταν λείπει η στοιχειώδης υποδομή και τα εποπτικά μέσα και τα σχολεία έχουν μείνει «στον άσο», στερούμενα πλέον και της θέρμανσης; Και αν υποθέσουμε ότι αντιλαμβάνεται τις δυνατότητες και τις ανάγκες των μαθητών του, πώς, με τι μέσα (δυνατότητες ωρολόγιου και αναλυτικού προγράμματος, περιεχόμενο σχολικών εγχειριδίων, ύπαρξη σχολικών βιβλιοθηκών, επισκέψεις σε χώρους τέχνης, πολιτισμού με πόρους των γονιών κ.λπ.) θα μπορέσει να τις αναδείξει και καλλιεργήσει; Πώς νοείται για το αστικό σύστημα η «επικοινωνία με τους φορείς» και ποιους «φορείς»; Πώς θα εξασφαλιστεί η επιστημονική και επαγγελματική του ανάπτυξη, όταν η επιμόρφωση είναι τυχάρπαστη, ταχύρυθμη και ελλιπής, όταν πολλές φορές απαιτεί οικονομική συμμετοχή του εκπαιδευτικού ή όταν η απουσία του από την τάξη είναι απαγορευτική γιατί δεν υπάρχει κανείς να σταθεί στο πόδι του και να τον αναπληρώσει;
Πώς τελικά, θα μηδενιστούν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, μέσα στις οποίες διαβιούν οι μαθητές του, η ταξική τους προέλευση, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα ανταπόκρισή τους στη μαθησιακή διαδικασία και την εξέλιξή τους, όλο το βάρος, λοιπόν, θα μετατοπιστεί στις πλάτες του εκπαιδευτικού, γιατί έτσι βολεύει το αστικό σύστημα, που σβήνει με τον τρόπο αυτό μονοκοντυλιά τις αβελτηρίες,την αδιαφορία και τη συνειδητή επιλογή του, της εγκατάλειψης της δημόσιας εκπαίδευσης και της ολοκληρωτικής παράδοσής της στην αγορά.
Αναλύοντας το χαρακτήρα της αξιολόγησης (που δεν μπορεί να είναι διαφορετικός στον καπιταλισμό, αφού αυτή –η αξιολόγηση– είναι πάντοτε συνδεδεμένη με το ρόλο του σχολείου, ως μηχανισμού αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή) που επιβάλλεται, επικεντρωνόμαστε στον εκπαιδευτικό, γιατί είναι και ο μόνος τα παθήματα και τα συμφέροντα του οποίου οφείλουν να απασχολούν το κίνημα. Οι υπόλοιποι κρίκοι της αξιολογικής πυραμίδας ανήκουν στην διοικητική πυραμίδα, ασκούν διευθυντικό δικαίωμα και έχουν επιλέξει να βρίσκονται στη θέση αυτή.
Είναι, όμως, χαρακτηριστικά, για το βάρος που θα επωμιστούν οι απλοί εκπαιδευτικοί και τις πιέσεις που θα υποστούν για να «προσαρμοστούν», τα κριτήρια, βάσει των οποίων θα αξιολογούνται οι περιφερειακοί διευ-θυντές εκπαίδευσης, οι διευθυντές εκπαίδευσης, οι διευθυντές σχολείων, οι σχολικοί σύμβουλοι. Η τήρηση της νομοθετικής και ευρύτερης κανονιστικής λειτουργίας, η «αποτελεσματική» λειτουργία των μονάδων, ο έλεγχος, η εποπτεία στην εφαρμογή της αξιολόγησης, παραπέμπουν στην απαρέγκλιτη εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, που στον καιρό των Μνημονίων συνοδεύ-εται από χιλιάδες συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων και τμημάτων, ακόμη και στη μέση της σχολικής χρονιάς, χιλιάδες κενά, υποχρεωτικές μετακινήσεις εκπαιδευτικών σε όλο το εύρος του γεωγραφικού χώρου της Ελλάδας, “διαθεσιμότητες” και “αργίες” ακόμη και με την απλή παραπομπή σε ΕΔΕ, κ.λπ.
Κατάταξη- βαθμολογίες
Για τη αξιολόγηση χρησιμοποιείται τετράβαθμη περιγραφική κλίμακα. Η ένταξη του αξιολογούμενου σε βαθμίδα της περιγραφικής κλίμακας συνεπάγεται τον ποιοτικό του χαρακτηρισμό: «ελλιπής», «επαρκής», «πολύ καλός», «εξαιρετικός».
Οι ποιοτικοί χαρακτηρισμοί αντιστοιχίζονται με βαθμολογική κλίμακα, στην οποία κατώτατος βαθμός είναι το 0 και ανώτατος το 100, ως εξής:
α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί
β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί
γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί
δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί.
Στις μεταβατικές διατάξεις του ΠΔ προβλέπεται ότι «αξιολογούνται κατά προτεραιότητα οι εκπαιδευτικοί που κατά την 31η Μαΐου του 2014 συμπληρώνουν τον ελάχιστο χρόνο που απαιτείται για την προαγωγή από το βαθμό που κατέχουν στον επόμενο βαθμό σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του ν. 4024/2011».
Το άρθρο 17 του ΠΔ αποκαλύπτει τον «τιμωρητικό» χαρακτήρα της αξιολόγησης, που επιμελώς προσπαθούσαν όλο τον καιρό να κρύψουν οι εμπνευστές της. Προβλέπει ότι «οι εκπαιδευτικοί που, σύμφωνα με την τελική τους βαθμολογία ή σύμφωνα με την παράγραφο 4 (σ.σ. η παράγραφος 4 ορίζει ότι οι εκπαιδευτικοί που χαρακτηρίζονται ελλιπείς σε περισσότερα του ενός κριτηρίου ανά κατηγορία χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς), χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς εγγράφονται στον πίνακα των μη προακτέων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4024/2011». Πρόκειται για το νόμο του ενιαίου μισθολόγιου-φτωχολόγιου. Σημειώνουμε ότι ο εργατοκτόνος αυτός νόμος καθορίζει ποσόστωση για τη μετάβαση από βαθμό σε βαθμό, με το ποσοστό των υπάλληλων που απορρίπτεται «με το καλημέρα» και μένει στάσιμο στο βαθμό του, να γίνεται τεράστιο όσο προχωρούμε στον καταληκτικό βαθμό Α, τον οποίο και θα προσεγγίσουν μόνο τα «στελέχη» της εκπαίδευσης. Κοντολογίς, οι αξιολογητές βαδίζουν πάνω σε συμπεφωνημένα και τα χαρτιά είναι σημαδεμένα.
Θυμίζουμε, δε, ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου 1566/1985, όποιος εκπαιδευτικός κριθεί δυο φορές συνεχώς μη προακτέος ή τρεις φορές σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τότε παραπέμπεται με το ερώτημα της απόλυσης. Οι απολύσεις έτσι κι αλλιώς απαιτούνται από την τρόικα και αποτελούν δέσμευση των δωσίλογων της κυβέρνησης έναντι των αφεντικών τους. Η αξιολόγηση και οι συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων, που οδηγούν σε «πλεονάζοντες» εκπαιδευτικούς και σε απώλεια οργανικών θέσεων, είναι το όχημα για την υλοποίηση τούτης της δέσμευσης.
Γιούλα Γκεσούλη