Η έχουσα πάντα «στενή επαφή» με τις γαλάζιες κυρίως ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας, συντάκτρια του εκπαιδευτικού ρεπορτάζ του «Ελεύθερου Τύπου», μας πληροφορεί (Τύπος της Κυριακής, 7/10) ότι το υπουργείο «μελετά» την καθιέρωση εξετάσεων «στην ‘’καρδιά’’ και στο ‘’τέρμα’’ του Δημοτικού, στη Γ’ και τη ΣΤ’ τάξη», «για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των ‘’κενών’’ στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά». Οι εξετάσεις «θα είναι διαγνωστικού χαρακτήρα με στόχο να λειτουργούν ως συναγερμός για επεμβάσεις ενισχυτικής διδασκαλίας».
Την είδηση της εφημερίδας επιβεβαίωσε έμμεσα ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, Κυριαζής, μιλώντας στην άτυπη συνάντηση των υπουργών Παιδείας της ΕΕ στην Κύπρο, όταν αναφέρθηκε στις δράσεις «βελτίωσης της σχέσης κόστους – οφέλους», σε όλα τα επίπεδα της Εκπαίδευσης, στις οποίες συμπεριέλαβε και τη «μέτρηση και παρακολούθηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων στην Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση».
Τούτο το νέο δεν αποτελεί αξιοπερίεργο γεγονός, στην εποχή μας, της άγριας επίθεσης και του σαρώματος όλων των κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών. Τα «μαθησιακά αποτελέσματα» γίνονται κριτήριο «οφέλους», που θα επηρεάζει με τη σειρά του το «κόστος», δηλαδή την κρατική χρηματοδότηση της Παιδείας, εφόσον η μόρφωση, και κατ’ επέκταση η εκπαίδευση, αντιμετωπίζεται ως ένα προϊόν της καπιταλιστικής αγοράς, που μπορεί να πουλιέται και να αγοράζεται.
Στο σχολείο της αγοράς, της ιδιωτικοποιημένης λειτουργίας, της απόλυτης προσήλωσης στην απλή κατάκτηση «των δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα», σημαίνοντα ρόλο έχει η αξιολόγηση, γιατί επιβάλλει τη σιγή νεκροταφείου και την υποταγή. Κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της (με την απειλή της απόλυσης ή της μισθολογικής και βαθμολογικής καθήλωσης), οι εκπαιδευτικοί θα κληθούν να υπηρετήσουν με συνέπεια τους στόχους αυτής της κατεύθυνσης.
Πολλές φορές έχουμε επισημάνει πως η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα σηματοδοτήσει και την «αναβάθμιση» των αξιολογικών κρίσεων των μαθητών. Διότι, αφού η αξιολόγηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και του εκπαιδευτικού αποκτά «ποσοτικά» χαρακτηριστικά, θα πρέπει να εξευρεθούν και «μετρήσιμα» κριτήρια. Η ίδια η Διαμαντοπούλου στο περίφημο «πόνημά» της για το «νέο σχολείο» της αγοράς, είχε φροντίσει να απαριθμήσει τούτα τα «κριτήρια», σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΟΟΣΑ (όπως π.χ. οι οικονομικοί πόροι του σχολείου, ο τρόπος άσκησης της διοίκησης, η υλοποίηση των προγραμμάτων χωρίς απώλεια διδακτικών ωρών, η υλοποίηση «καινοτόμων» προγραμμάτων, κ.λπ.), μεταξύ των οποίων ήταν και η «απόδοση» των μαθητών.
Ετσι, λοιπόν, μιας και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων έχει ήδη δρομολογηθεί (αν δεν ακυρωθεί από τον αγώνα της εκπαιδευτικής κοινότητας) αρχίζει και η επεξεργασία της «κοινής γνώμης» για την επιβολή εξετάσεων -και μάλιστα δυο φορές- από το Δημοτικό.
Φυσικά είναι να γελά κανείς με το γελοίο επιχείρημα που επιστρατεύει το υπουργείο Παιδείας, ότι οι εξετάσεις γίνονται για να «διαγνωστούν» οι αδυναμίες των μαθητών και να παίρνονται έγκαιρα τα διορθωτικά μέτρα υποστηρικτικού χαρακτήρα και να αποφεύγεται η «σχολική διαρροή» στο Γυμνάσιο. Καμιά πραγματική ανάγκη των μαθητών και της μαθησιακής διαδικασίας δεν επιβάλλει τις εξετάσεις. Ο δάσκαλος μπορεί κάλλιστα, μέσα από την καθημερινή επαφή, να διαγνώσει τις μαθησιακές δυσκολίες των μαθητών και το σχολείο μπορεί να τους βοηθήσει να τις ξεπεράσουν αρκεί να διαθέτει τα «μέσα». Δηλαδή οι τάξεις να μην είναι πολυπληθείς, ώστε να υπάρχει περιθώριο και για εξατομικευμένη διδασκαλία, ο δάσκαλος να είναι απερίσπαστος στο έργο του, απαλλαγμένος από το άγχος και την αγωνία της επιβίωσης, το σχολείο να διαθέτει εκπαιδευτικούς ενισχυτικής διδασκαλίας και φυσικά επαρκή υλικοτεχνική υποδομή. Και βέβαια, απαιτούνται αναλυτικά προγράμματα που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των μαθητών. Ολα τούτα μέσα στο σχολείο, γιατί έξω από τις πόρτες του το λόγο έχει η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, η ταξική προέλευση των μαθητών, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει το επίπεδό τους και την εξέλιξή τους στο πλαίσιο της μαθησιακής διαδικασίας.
Το υπουργείο Παιδείας, βεβαίως, έχει φροντίσει να ξεγράψει ό,τι το αφορά. Στραγγαλίζει, οικονομικά με τις ευλογίες κυβέρνησης και τρόικας, τη δημόσια εκπαίδευση, εξαθλιώνει τους εκπαιδευτικούς της, εξαφανίζει κάθε δομή υποστήριξης της εκπαιδευτικής διαδικασίας (π.χ. ενισχυτική διδασκαλία, παράλληλη στήριξη, ειδικές τάξεις, κ.λπ.), συγχωνεύει και καταργεί σχολικές μονάδες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολυπληθή τμήματα μαθητών, συμπιέζει προς τα κάτω τη γνώση και τη φορτώνει πληροφορίες, ενώ παράλληλα απαιτεί αποστήθιση και αποσπασματική και μηχανιστική προσέγγισή της, συντηρεί τις ιδεοληψίες, τις ανιστόρητες και αντιδραστικές απόψεις και επιβάλλει συνεχώς νέους ταξικούς φραγμούς (βαθμολογία, εξετάσεις, τεστ, κλπ.), που λειτουργούν αποθαρρυντικά για τους μαθητές, τους προερχόμενους κυρίως από τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Την ίδια στιγμή, υπερασπίζει, ως ένα κομμάτι του μηχανισμού, με νύχια και δόντια τον καπιταλισμό, που κάθε ώρα, κάθε μέρα ορίζει «τη μοίρα» των παιδιών της εργατικής τάξης, φροντίζοντας να διασφαλίζει τα συμφέροντά του, με το σμίλευμα μέσα στο σχολείο του «μερικού» ανθρώπου, του μεθαυριανού υποταγμένου γραναζιού των καπιταλιστικών κάτεργων.
Οι εξετάσεις των μαθητών, σώμα ξένο και επένθετο στη μαθησιακή διαδικασία, επιβάλλονται για να στηρίξουν την καρατόμηση, μέσω της αξιολόγησης, των εκπαιδευτικών, αλλά και για να αποσυμφορήσουν (ειδικά οι εξετάσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) την ιστορικά διαμορφωμένη τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση. Οι μαθητές, από πολύ νωρίς πρέπει να ξεχάσουν τα όνειρά τους για σπουδές, πρέπει να «ενσωματώσουν» την απόρριψη και την αποτυχία. Τα δάκρυα του υπουργείου Παιδείας για τη «σχολική διαρροή» είναι κροκοδείλια.
Εκπαιδευτικοί, μαθητές, αλλά και η εργαζόμενη κοινωνία πρέπει να ενωθούν σε μια γροθιά, για να αντιπαλέψουν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αλλά και των μαθητών.
Γιούλα Γκεσούλη