Η εφημερίδα ήταν ήδη στο τυπογραφείο, όταν διεξήχθη στο Α΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας η δίκη της Στέλλας Πρωτονοταρίου, πρώην διευ-θύντριας του 132ου Δημοτικού Σχολείου, και έτσι δε γνωρίζουμε την απόφαση. Ετσι κι αλλιώς, όμως, είναι πολύ προκλητικό να σέρνεται στα αστικά δικαστήρια μια εκπαιδευτικός που τίμησε την αποστολή της.
Θυμίζουμε ότι η Στέλλα Πρωτονοταρίου στήριξε με πίστη τη συλλογική απόφαση του συλλόγου διδασκόντων του σχολείου της να γίνουν μαθήματα μητρικής γλώσσας στους αλλόγλωσσους μαθητές (καταρχήν αλβανικά για τους αλβανούς μαθητές και έπειτα αραβικά για τους Αιγύπτιους), που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών (ποσοστό 70%), θεωρώντας ότι η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας είναι αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών, αλλά και στοιχείο ομαλής ένταξής τους στο σχολείο. Οι δάσκαλοι του 132ου ΔΣ, παρακινούμενοι από αληθινό ενδιαφέρον και από την πίστη τους, όπως οι ίδιοι δηλώνουν, σε έναν δικαιότερο κόσμο, για τον οποίο αγωνίζονται, προχώρησαν σε μια σειρά παρεμβάσεις με στόχο να αγκαλιάσουν όλα τα παιδιά (γιορτές χωρίς να τονίζονται τα εθνικιστικά ή θρησκευτικά στοιχεία, αλλά με πανανθρώπινο ενδιαφέρον και προσέγγιση, έκδοση υποστηρικτικού υλικού κ.λπ.), αλλά και τους μετανάστες γονείς τους.
Στην προσπάθεια αυτή τέθηκε επικεφαλής η διευθύντρια του σχολείου, η οποία δημόσια είχε δηλώσει ότι στα πέντε χρόνια που μετρούσαν αυτές οι προσπάθειες (από το 2002) «από μέρους της διοίκησης του υπουργείου Παιδείας (σ.σ. δηλαδή με κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον για την πορεία της δουλειάς μας», ενώ «αντίθετα υπήρξαν αντιδράσεις από φορείς της διοίκησης για τη διακοπή των μαθημάτων αλβανικής γλώσσας, με την αιτιολογία ότι κάτι τέτοιο “δεν προβλέπεται”». Η Στέλλα Πρωτονοταρίου τόνιζε επίσης: «Θεωρούμε ότι οι προσπάθειες των εκπαιδευτικών όχι μόνο δεν ενισχύονται, αλλά συχνά παρεμποδίζονται και απαξιώνονται», ενώ διευκρίνιζε ότι «οι πρωτοβουλίες του σχολείου δεν ήταν ενταγμένες σε κανένα χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα και οι δάσκαλοι δεν είχαν καμιά απολύτως αμοιβή για τις προσπάθειες που κατέβαλαν».
Το αστικό κράτος, λοιπόν, που δήθεν παθιάζεται για την «ισότητα των πολιτών του» και για «ίσες ευκαιρίες» σε όλους τους μαθητές, ενοχλήθηκε σφόδρα από τέτοιες πρωτοβουλίες, που στο κέντρο τους μάλιστα έχουν παιδιά μεταναστών και τους γονείς τους και έρχονται σε αντίθεση με τη ρατσιστική πολιτική που ακολουθεί και τον εκφασισμό της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας που επιδιώκει. Γι’ αυτό οι μηχανισμοί του στην εκπαίδευση καταρχήν έβαζαν κάποια εμπόδια ή απλά αδιαφορούσαν, όταν είδαν όμως, ότι το πρόγραμμα του 132ου ΔΣ προχωρά σταθερά και παίρνει διαστάσεις, λειτουργώντας ως παράδειγμα και για άλλα σχολεία, έβγαλε το ρόπαλο (κορύφωση για την ανάληψη δράσης εκ μέρους του κράτους ήταν η κατάργηση της πρωινής προσευχής και η αντικατάστασή της από ένα ποίημα του Ρίτσου). Μετακίνησε τη διευθύντρια Σ. Πρωτονοταρίου σε άλλο σχολείο και έφερε νέο διευθυντή στη θέση της, που σταμάτησε όλα τα προγράμματα και τις δράσεις που υλοποιούνταν στο σχολείο. Με αναφορά δε του ίδιου ξεκίνησε και η δίωξη ενάντια στην Σ. Πρωτονοταρίου, με την κατηγορία ότι παραχώρησε τους χώρους του σχολείου για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των αλλόγλωσσων μαθητών. Μαζί με τη διευθύντρια δικάζεται και η δασκάλα που δίδαξε τη μητρική γλώσσα. Μάρτυρας, λοιπόν, κατηγορίας είναι ο νυν διευθυντής, Γιουτλάκης, με δεύτερη αναφορά του οποίου έχει σχηματιστεί δικογραφία και διεξάγεται προκαταρκτική εξέταση από την αστυνομία σε βάρος της διευθύντριας για «παράβαση καθήκοντος», επειδή μαζί με τους δασκάλους του σχολείου εφάρμοσε προγράμματα διδασκαλίας της αλβανικής γλώσσας και μαθήματα ελληνικών στους μετανάστες γονείς.
Η Οδύσσεια της Στέλλας Πρωτονοταρίου και των εκπαιδευτικών του 132ου ΔΣ αποκαλύπτει με τρόπο χαρακτηριστικό την ουσία της περίφημης «μεταναστευτικής πολιτικής» στα καπιταλιστικά κράτη, που επιδιώκεται πάντα να είναι σφιχτή, απόλυτα ελεγχόμενη από τα πάνω και να μην παραχωρείται για πειραματισμούς σε πρόσωπα που μπορεί να την οδηγήσουν σε άλλες, επικίνδυνες ίσως για το σύστημα, ατραπούς. Παράλληλα, είναι και μια απόδειξη ότι για το αστικό κράτος το σχολείο είναι ένας αδιαπραγμάτευτος ισχυρός μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή. Που όμως δε μπορεί να αποτρέψει τους ταξικούς εκπαιδευτικούς, τους δασκάλους που ονειρεύονται μια κοινωνία και ένα σχολείο με κέντρο τον Ανθρωπο και τις ανάγκες του, να παλεύουν μέσα από τις χαραμάδες που τους αφήνει το σύστημα να πλάσουν έναν μαχητικό και σκεπτόμενο άνθρωπο (στο βαθμό που μπορούν), να αναδείξουν τα αδιέξοδα και την αναγκαιότητα ανατροπής του συστήματος.
Γιούλα Γκεσούλη