Με βασικά στοιχεία τη δραστικότατη μείωση των διορισμών, τη συρρίκνωση του δημόσιου δωρεάν σχολείου, τη χειραγώγηση-πειθάρχηση και υποταγή των εκπαιδευτικών και την προσαρμογή στις απαιτήσεις της ΕΕ, όσον αφορά στη λειτουργία των σχολείων, αλλά και στη νομιμοποίηση της λειτουργίας των κολεγίων, το πολυνομοσχέδιο-σκούπα του υπουργείου Παιδείας κατατέθηκε «νύχτα» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στη Βουλή, την περασμένη Δευτέρα.
Η Διαμαντοπούλου ισχυρίσθηκε ότι το πολυνομοσχέδιο υπηρετεί τη βασική αρχή «πρώτα ο μαθητής», ασελγώντας πάνω στη νοημοσύνη μας. Αρκεί να αναλογιστούμε την ελλιπέστατη , πολλές φορές και άθλια, υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων, την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης (το λογιστικό τρικ του 1 δισ. ευρώ στην Παιδεία πολύ γρήγορα έγινε καπνός), τα υπέρογκα ποσά που πληρώνει από την τσέπη της η οικογένεια για τις σπουδές των παιδιών της, τους κακοπληρωμένους εκπαιδευτικούς, τις περικοπές στους πενιχρούς μισθούς τους, τα χιλιάδες κενά στα σχολεία κάθε χρόνο, τη στελέχωσή τους με εκπαιδευτικούς εργασιακού καθεστώτος γαλέρας (ωρομίσθιοι), τη στεγνή μαθησιακή διαδικασία που δε στοχεύει στη μόρφωση, αλλά στη διοχέτευση πληροφοριών και στη «βελτίωση των απαραίτητων για τον 21ο αιώνα δεξιοτήτων», όπως ισχυρίζεται το σχέδιο για το «νέο σχολείο», τα ακατάληπτα σχολικά βιβλία, που δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο των μαθητών, τις οδηγίες για 30ρια τμήματα από τη νέα χρονιά, τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων που προοιωνίζει το σχέδιο «Καλλικράτης», την υπολειτουργία των τάξεων υποδοχής, της ενισχυτικής διδασκαλίας και πάει λέγοντας.
Τρεις είναι οι ενότητες-κλειδιά του πολυνομοσχέδιου που αλλάζουν άρδην το τοπίο, ανασύροντας φαντάσματα αποκρουστικά από τα σκουριασμένα μπαούλα της εκπαίδευσης:
Ο στόχος είναι ο δραστικότατος περιορισμός των μόνιμων διορισμών στην εκπαίδευση. Το επιτάσσει το Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά και το ΔΝΤ, του οποίου πολύ σύντομα θα γευτούμε τη γλύκα των εντολών του.
Αμέτρητες οι Συμπληγάδες, που πρέπει να διαβούν οι εκπαιδευτικοί για να «κατοχυρώσουν» (;) (ακόμα και αυτός ο διορισμός τίθεται εν αμφιβόλω με την επιβολή της αξιολόγησης) μια θέση στο δημόσιο σχολείο. Καταρχήν, ως βασική προϋπόθεση για το διορισμό σε θέσεις μονίμου εκπαιδευτικού προσωπικού ή την πρόσληψη αναπληρωτών, πέραν του προβλεπόμενου τίτλου σπουδών, τίθεται αποκλειστικά η επιτυχία σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Για να συμμετάσχει, όμως, κανείς σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ απαιτείται η εξασφάλιση Πιστοποιητικού Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας. Το εν λόγω Πιστοποιητικό δεν παραπέμπει σε αναμόρφωση των βασικών προγραμμάτων σπουδών των λεγόμενων καθηγητικών σχολών, με τον εμπλουτισμό τους με παιδαγωγικά μαθήματα και μαθήματα διδακτικής, όπως ίσως φαντάζεται κανείς λογικά σκεπτόμενος. Αποχτιέται είτε με την επιτυχή παρακολούθηση ειδικού προγράμματος τουλάχιστον εξαμηνιαίας διάρκειας, το οποίο θα προσφέρουν τα ΑΕΙ μετά την αποφοίτηση, είτε με την κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ή διδακτορικού διπλώματος στις επιστήμες της αγωγής (η κατοχή πτυχίου παιδαγωγικών τμημάτων ΑΕΙ θεωρείται ότι αυτοδίκαια περιέχει και το εν λόγω Πιστοποιητικό). Αντιλαμβάνεστε ότι μια τέτοια ρύθμιση συνεπάγεται και την καθιέρωση διδάκτρων, ενώ ο αριθμός αυτών που τελικά θα αποκτά το Πιστοποιητικό, θα είναι μικρότερος από τον αριθμό αυτών που εισάγεται και αποφοιτά από τις λεγόμενες καθηγητικές σχολές.
Οι διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ θα διεξάγονται ανά διετία και θα είναι ανοικτοί, δηλαδή δεν θα προκηρύσσεται συγκεκριμένος αριθμός θέσεων. Με τον τρόπο αυτό, το υπουργείο αποδεσμεύεται από την κάλυψη συγκεκριμένου αριθμού θέσεων μέσα στη διετία και από την καλλιέργεια προσδοκιών διορισμού στους εκπαιδευτι- κούς. Ταυτόχρονα επανεξετάζεται ο τρόπος διεξαγωγής του διαγωνισμού, τα γνωστικά αντικείμενα, η εξεταστέα ύλη ανά ειδικότητα, ο τρόπος επιλογής των θεμάτων, κ.λπ. Θυμίζουμε ότι η Διαμαντοπούλου ανακοίνωσε ότι θα υπάρχει έμφαση στο παιδαγωγικό και διδακτικό μέρος. Η συνολική βαθμολογία του υποψήφιου προκύπτει από τον μέσο όρο βαθμολογίας σε όλες τις θεματικές ενότητες. Η βαθμολογική βάση επιτυγχάνεται εφόσον ο υποψήφιος συγκεντρώσει μέσο όρο βαθμολογίας τουλάχιστον 55 μονάδες, με βαθμολογική κλίμακα από το 1 έως το 100 και λαμβάνει τουλάχιστον 50 μονάδες σε κάθε θεματική ενότητα.
Η επιτυχία, όμως, στο διαγωνισμό δε σημαίνει ταυτόχρονα και διορισμό, αλλά τοποθέτηση σε λίστα αναμονής-πίνακα. Η κατάταξη στον πίνακα θα προσδιορίζεται από τις μονάδες που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι στο διαγωνισμό, από ακαδημαϊκά κριτήρια, από την προϋπηρεσία τους ως εκπαιδευτικών και από κοινωνικά κριτήρια (αναπηρία, πολύτεκνες οικογένειες, κ.λπ.). Ως ακαδημαϊκά κριτήρια θεωρούνται: ο βαθμός πτυχίου, η γλωσσομάθεια, η πιστοποιημένη γνώση χειρισμού Η/Υ, τα μεταπτυχιακά, το διδακτορικό, δηλαδή γνώσεις που αποκτήθηκαν με προσωπική ευθύνη του καθενός, με πολύ κόπο και καταβολή ζεστού χρήματος. Από τη ρύθμιση βγαίνουν σαφώς ευνοημένοι οι γόνοι οικογενειών προερχόμενων από σχετικά εύπορα στρώματα. «Η προϋπηρεσία είναι σαφώς απαξιωμένη -όπως σημειώνουν το Συντονιστικό των Ωρομίσθιων και οι Αδιόριστοι Εκπαιδευτικοί-, αφού με το νέο τρόπο μοριοδότησης 18 μήνες πραγματικής δουλειάς στο σχολείο ισούνται με τη γνώση μιας ξένης γλώσσας συν ecdl, ενώ το ανώτατο σύνολο μορίων προϋπηρεσίας μπορεί κανείς να το αποκτήσει με 42 χρόνια ωρομισθίας ή 7 χρόνια αναπλήρωσης πλήρους ωραρίου». Κυνικό το υπουργείο Παιδείας, αφού χρησιμοποίησε στο έπακρον αυτούς τους παρίες της εκπαίδευσης, που μάζευαν σπυρί-σπυρί την προϋπηρεσία τους γυρνώντας όλη την Ελλάδα (θεωρώντας τους ικανούς και άξιους να διδάξουν στα σχολεία), τώρα τους πετά σα στυμμένες λεμονόκουπες.
Τα κενά στα οποία θα διορίζονται οι εκπαιδευτικοί θα ανακοινώνονται κάθε έτος, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου. Η ευθύνη του ορισμού των κενών περνά στους διευθυντές εκπαίδευσης, οι οποίοι σε συνεργασία με τους διευθυντές των σχολικών μονάδων καταρτίζουν την «κάρτα του σχολείου», όπου θα παρουσιάζονται όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε σχολείου. Οι διευθυντές εκπαίδευσης θα έχουν τον τελικό λόγο για το πόσα τμήματα, τάξεις, κατευθύνσεις, κ.λπ. θα λειτουργήσουν το επόμενο σχολικό έτος σε κάθε σχολείο. Σε κάθε περίπτωση για τον υπολογισμό των κενών θέσεων και των λειτουργικών αναγκών, θα προηγούνται: οι συμπτύξεις των τμημάτων με κατεύθυνση τα 30ρια τμήματα, η υποχρεωτική ανάθεση υπερωριών (μέχρι και 5 ώρες) σε εκπαιδευτικούς, η ανάληψη δεύτερης ειδικότητας από εκπαιδευτικούς (π.χ. η καθηγήτρια Αγγλικών θα κάνει και Ιστορία), η δυνατότητα διδασκαλίας μαθημάτων με δεύ-τερη ανάθεση, η εξάντληση του υποχρεωτικού ωραρίου όλων των εκπαιδευτικών, η χρήση κυλιόμενων ωραρίων, κ.λπ., αφού, όπως λέγεται στο «νέο σχολείο» θα υπάρξει παράταση του ωραρίου λειτουργίας του σχολείου.
Αν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι οι διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ μπορεί να μην πραγματοποιούνται ανά διετία, αφού η κυβέρνηση θα επικαλείται την πειθάρχηση σε εντολές της ΕΕ και του ΔΝΤ, και επομένως οι επιτυχόντες του προηγούμενου διαγωνισμού θα διορίζονται με το σταγονόμετρο σε βάθος χρόνου (κάτι που γίνεται ήδη με αυτούς που κρίθηκαν διοριστέοι από τον προηγούμενο διαγωνισμό, ενώ ο επόμενος μετατέθηκε για τουλάχιστον μια χρονιά -μέχρι το 2012-, αν πιστέψουμε τη Διαμαντοπούλου) και παράλληλα το γεγονός ότι πολλά μικρά σχολεία θα βάλουν λουκέτο με τον «Καλλικράτη», τότε αντιλαμβάνεται ότι το περιθώριο για μόνιμο διορισμό εκμηδενίζεται.
Το πολυνομοσχέδιο επιφυλάσσει ακόμη μια τιμωρία για τον νέο εκπαιδευτικό, που θα πετύχει να διοριστεί ως μόνιμος στο δημόσιο σχολείο. Τον υποχρεώνει να μείνει τουλάχιστον για τρία χρόνια στην Κωλοπετινίτσα του πρώτου διορισμού του. Λογαριάστε ότι πολλοί από αυτούς τους εκπαιδευτικούς έχουν ήδη δημιουργήσει οικογένεια και ότι οι μισθοί τους είναι μισθοί πείνας, για να αντιληφθείτε τη βαρβαρότητα του μέτρου. Παράλληλα, το νομοσχέδιο καθιερώνει την υποχρεωτική διετία στην οργανική θέση για τον εκπαιδευτικό που επιθυμεί μετάθεση.
Η Οδύσσεια των βασάνων, όμως, δεν έχει τέλος. Ο νεοδιοριζόμενος εκπαιδευτικός δεν κατοχυρώνει αυτόματα τη θέση του. Το νομοσχέδιο ενεργοποιεί το θεσμό του «δόκιμου εκπαιδευτικού» επί διετία. Ο νεοδιοριζόμενος παρακολουθείται στενά από το σχολικό σύμβουλο, το διευθυντή της σχολικής μονάδας και τον Μέντορα, ο οποίος είναι εκπαιδευτικός που υπηρετεί στην ίδια σχολική μονάδα ή την ίδια ομάδα σχολείων και έχει μεγάλη εκπαιδευτική και διδακτική εμπειρία (αναζητούνται ρουφιάνοι μέσα από τους κόλπους της βάσης των εκπαιδευτικών, οι οποίοι προφανώς θα προσβλέπουν σε ανέλιξη). Στο τέλος αξιολογείται από την τρόικα και κρίνεται αν θα παραμείνει στην τάξη ή θα υποστεί τις συνέπειες των παραγράφων 5 και 6 του Κεφαλαίου Α του άρθρου 16 του νόμου 1566/1985. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν με σαφήνεια ότι «εκπαιδευτικοί που κρίνονται μη προακτέοι δυο φορές συνέχεια ή τρεις φορές σε διάφορα χρονικά διαστήματα, παραπέμπονται με απόφαση του νομάρχη στο κεντρικό υπηρεσιακό συμβούλιο με το ερώτημα της απόλυσης», ενώ «αν το κεντρικό υπηρεσιακό συμβούλιο διαπιστώσει ότι ο κρινόμενος δεν είναι κατάλληλος για το έργο του εκπαιδευτικού, κρίνεται όμως επαρκής για την προσφορά διοικητικής υπηρεσίας, μπορεί να αποφασίσει τη μετάταξή του σε προσωρινή θέση διοικητικού προσωπικού των διευθύνσεων ή γραφείων της εκπαίδευσης…».
Η αξιολόγηση του νεοδιοριζόμενου, που αποτελεί και τον αδύναμο κρίκο σ’ αυτή τη φάση, είναι η Κερκόπορτα για την άρση της μονιμότητας. Το υπουργείο Παιδείας σκόπιμα αρχικά αναφερόταν μόνο στη μετάταξη, όμως, όταν ήρθε η ώρα του νομικού κειμένου, η αλήθεια βγήκε στο φως. Πονηρά σκεπτόμενη η κυβέρνηση, διά τον φόβο των Ιουδαίων (ο επιθεωρητισμός προκαλεί πάντοτε ρίγη και σκληρές αναμνήσεις), αποφεύγει να ορίσει στο πολυνομοσχέδιο τα «ειδικότερα προσόντα των μεντόρων, τον τρόπο επιλογής τους, τα ειδικότερα καθήκοντά τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια». Παραπέμπει τη ρύθμιση σε Υπουργική Απόφαση, ενώ και τα «όργανα, η διαδικασία και τα ειδικότερα κριτήρια μονιμοποίησης των νεοδιοριζόμενων» θα καθοριστούν με σχετικό ΠΔ.
Το πολυνομοσχέδιο εισάγει και το θεσμό του αναπληρωτή με μειωμένο ωράριο (από 4 έως 16 ώρες). Η μισή δουλειά σαφώς οδηγεί και στο μισό μισθό, αλλά με αυξημένες υποχρεώσεις (εφημερίες, επιτηρήσεις, κ.λπ.), που δεν τις αναλάμβανε ως τώρα ο ωρομίσθιος εκπαιδευτικός. Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί προεκλογικά για την κατάργηση των ωρομίσθιων, γι’ αυτό και τώρα προσπαθεί να ξεγελάσει τους χαχόλους μετατρέποντας τον αναπληρωτή σε ωρομίσθιο. Και βέβαια παραμένει και ο «γνήσιος» ωρομίσθιος, για την πρόσληψη του οποίου επιβάλλεται η επιτυχία στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ.
Οι μεταβατικές διατάξεις του νομοσχέδιου, που υποτίθεται ότι θα κάλυπταν τους δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικούς που σταλίζουν στους πίνακες προϋπηρεσίας, έχουν μηδενική αξία. Καταρχήν, οι ισχύοντες ενιαίοι πίνακες προσωρινών αναπληρωτών παύουν να τροφοδοτούνται με νέα στοιχεία προϋπηρεσίας από 1/7/2010. Για την επόμενη διετία (έως και το σχολικό έτος 2011-12) οι διορισμοί μόνιμων και αναπληρωτών γίνονται σε ποσοστό 60% από τον πίνακα διοριστέων του ΑΣΕΠ (έχουν πετύχει δηλαδή στον διαγωνισμό. Στον πίνακα αυτό εντάσσονται και οι διοριστέοι του τελευταίου διαγωνισμού που δεν έχουν ακόμη τοποθετηθεί) και σε ποσοστό 40% από τον ενιαίο πίνακα εκπαιδευτικών με προϋπηρεσία. Αν μετρήσει κανείς το γεγονός ότι οι διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών έχουν μειωθεί κατά 50% και των αναπληρωτών κατά 70% με το Σύμφωνο Σταθερότητας και ότι οι διοριστέοι του προηγούμενου διαγωνισμού δεν έχουν ακόμη απορροφηθεί, και βεβαίως όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω για τον υπολογισμό των κενών θέσεων, τότε θα αντιληφθεί ότι οι ελπίδες για διορισμό έχουν ήδη εξανεμιστεί. Το υπουργείο είχε τη φιλευσπλαχνία να νοιαστεί και γι’ αυτούς που δε θα προλάβουν να διοριστούν με τις μεταβατικές διατάξεις (και που θα είναι χιλιάδες). Τους έδωσε, βρ’ αδερφέ, ακόμη μια ψεύτικη ελπίδα.
Σε όσους μέχρι την 1/7/2010 θα έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 24μηνη προϋπηρεσία, τους έδωσε το δικαίωμα να περιληφθούν στους τελικούς πίνακες κατάταξης, που θα συνταχθούν μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων του πρώτου μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος και του επόμενου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, πριμοδοτούμενοι με 50 μονάδες, έστω κι αν δεν έχουν πετύχει τη βαθμολογική βάση σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Αλλά και η «μέριμνα» για διορισμό «επιπλέον» μέχρι και το σχολικό έτος 2014-2015 των εκπαιδευτικών που συμπλήρωσαν τουλάχιστον 30 μήνες προϋπηρεσίας στις 30/6/2008, είναι απάτη. Το νομοσχέδιο είναι σαφές: «εφόσον υπάρχουν εκπαιδευτικές ανάγκες».
Το πολυνομοσχέδιο επαναφέρει τον μπαμπούλα του επιθεωρητισμού, με καλυμμένη μορφή. Επιλέγεται σ’ αυτή τη φάση η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου, γιατί, όπως παραδέχεται το υπουργείο Παιδείας η εξωτερική αξιολόγηση μπορεί να δημιουργήσει «άγχος» στους εκπαιδευτικούς. Οι σαρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, η συρρίκνωση του δημόσιου σχολείου, η πλέρια υποταγή του στην αγορά, η λειτουργία του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια σε ζώνες που επιτρέπουν ανάλογες μορφές, η παραπέρα μερικοποίηση του νέου ανθρώπου που επιχειρείται με τη «βελτίωση των δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα», απαιτούν σιγή νεκροταφείου και καθεστώς τρόμου και υποταγής.
Το πολυνομοσχέδιο επιχειρεί να παρουσιάσει την αυτοαξιολόγηση ως μια απλή διαδικασία καταγραφής των αναγκών της σχολικής μονάδας, των εκπαιδευτικών της στόχων για κάθε χρονιά και του προγράμματος δράσης που επιλέγει για να τους υλοποιήσει (το πρόγραμμα δράσης με τους εκπαιδευτικούς στόχους καταρτίζεται στην αρχή της χρονιάς, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη και η έκθεση με την οποία αξιολογούνται «η απόδοση της σχολικής μονάδας στο σύνολό της, η επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων, οι επιτυχίες, αδυναμίες και τα προβλήματα», συντάσσεται στο τέλος της χρονιάς). Για να αποδείξουμε ότι δεν πρόκειται γι’ αυτό, ας απαντήσουμε στο ερώτημα: τι διαφορετικό θα διαπιστώσει το υπουργείο από αυτά που γνωρίζει πολύ καλά ως τώρα, ότι δηλαδή τα σχολεία φυτοζωούν λόγω της ασφυκτικής υποχρηματοδότησης, ότι σε πολλά από αυτά, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα υπάρχουν διπλοβάρδιες, ότι υπάρχει στις υποβαθμισμένες περιοχές μεγάλος αριθμός αλλοδαπών μαθητών και μαθητών προερχόμενων από περιθωριοποιημένες κοινωνικά ομάδες, που απαιτούν ιδιαί-τερη προσοχή και στήριξη (τάξεις υποδοχής, εξατομικευμένα προγράμματα, κ.λπ.), ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα τα τμήματα είναι πολυπληθή, ότι τα βιβλία είναι για πέταμα (μεγάλη και απαιτητική ύλη), ότι οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται επιμόρφωση πανεπιστημιακού επιπέδου με απόσπαση από τα διδακτικά καθήκοντα, στα νέα δεδομένα της αστικής παιδαγωγικής και της επιστήμης τους και άπειρα άλλα που μπορεί να γεμίσουν σελίδες αν τα απαριθμήσουμε;
Συνεπώς, το πρόβλημα δεν έγκειται στο γεγονός ότι το υπουργείο Παιδείας δεν γνωρίζει. Γνωρίζει και πολύ καλά μάλιστα. Απλά θέλει με την αξιολόγηση να φορτώσει την ευθύνη όλων των δεινών της εκπαίδευσης στις πλάτες των εκπαιδευτικών, να τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό χειραγώγησής τους, να αποφύγει μέσω αυτής της διαδικασίας την υποχρέωση για γενναία χρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου, να το υποτάξει στην αγορά και να το μετατρέψει σε κυνηγό «πόρων», ώστε να επιβιώσει. Γι’ αυτό, άλλωστε, θεσπίζει υποκριτικά και τη συμμετοχή των μαθητών και των γονιών στη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης, αφού οι τελευταίοι θα κληθούν να πληρώσουν μέρος από το «μάρμαρο».
Το αποτέλεσμα θα είναι με μαθηματική ακρίβεια προδιαγεγραμμένο. Τα σχολεία, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές τους θα κατηγοριοποιηθούν και το υπουργείο θα περιορίζει την «κάνουλα» της χρηματοδότησης στα σχολεία που δεν «πιάνουν τους στόχους». Αυτό θέλει να πετύχει σε τελευταία ανάλυση η κυβέρνηση, όμως δε μπορεί να το ομολογήσει. Για μια ακόμη φορά, το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να κρύψει τις πραγματικές διαστάσεις της αξιολόγησης. Το πολυνομοσχέδιο παραπέμπει σε Υπουργική Απόφαση την «εξειδίκευση των στοιχείων της αξιολόγησης και τη ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής», ενώ η εφαρμογή της θα γίνει πιλοτικά από το Σεπτέμβρη. Ομως, η αρχική εισηγητική έκθεση του πολυνομοσχέδιου που παρουσίασε το υπουργείο Παιδείας πριν αυτό κατατεθεί στη Βουλή, περιγράφει σαφώς τα περίφημα «κριτήρια»: τους «πόρους» της σχολικής μονάδας, τον τρόπο διαχείρισής τους από διευθυντές-μάνατζερ, την απόδοση των μαθητών, τη λειτουργία του σχολείου χωρίς χάσιμο διδακτικών ωρών, τη συμμετοχή στα καινοτόμα προγράμματα. Στην τελευταία παράγραφο του σχετικού άρθρου (άρθρο 32), το πολυνομοσχέδιο πετάει και τη σχετική βόμβα: «την αξιολόγηση της δράσης των σχολικών μονάδων κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ακολουθεί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις». Οι «ισχύουσες διατάξεις» είναι ο γνωστός «νόμος Αρσένη», στον οποίο αντιτάχθηκαν με πάθος εκπαιδευτικοί και μαθητές.
Για να μην τρέφουν δε κάποιοι αφελείς αυταπάτες ότι η αξιολόγηση θα ακυρωθεί στην πράξη από την ευνοϊκή θέση που θα πάρουν κάποιοι σύμβουλοι, διευθυντές, κ.λπ. έναντι των εκπαιδευτικών, αναφέρουμε τις διατάξεις του άρθρου 26 του πολυνομοσχέδιου, οι οποίες προβλέπουν τον πέλεκυ να πέφτει βαρύ επί των κεφαλών αυτών των «στελεχών της εκπαίδευσης» (απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους), που θα κατηγορηθούν για «πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως ιδίως για αδυναμία άσκησης ελέγχου επί των υπαλλήλων, αδικαιολόγητη επιεί-κεια ή μεροληψία… απροθυμία εφαρμογής νέων μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας… μειωμένη ποιοτική και ποσοτική απόδοση».
Το πολυνομοσχέδιο τροποποιεί διατάξεις του νόμου Στυλιανίδη για τα κολέγια, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της ΕΕ. Επιλέγεται ο παραπλανητικός τίτλος των «Κέντρων Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης» για να υποβαθμιστεί το ζήτημα, όμως για τα μαγαζιά του είδους που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού και οσονούπω (μετά τη δημοσίευση του ΠΔ για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας, που έχει εγκριθεί ήδη από το ΣτΕ) θα αποτελέσουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα μας, ο τίτλος γίνεται «Κολέγια Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης».
Στην εισηγητική έκθεση του πολυνομοσχέδιου, το υπουργείο Παιδείας ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Καραμανλή που κατήρτισε τον σχετικό νόμο, γιατί αυτός «αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής εξέτασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία από τον Απρίλιο του 2009, εξέφρασε αντιρρήσεις για τη συμβατότητα διατάξεών του, καθώς και διατάξεων των κατ’ εξουσιοδότησή του υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν», ενώ αναφέρονται και η απόφαση του Κολεγίου των Επιτρόπων και η αποστολή Προειδοποιητικής Επιστολής. Το πολυνομοσχέδιο, λοιπόν, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ανέλαβε να διορθώσει τα «κακώς κείμενα», με τα οποία δε συμφωνούσε η ΕΕ και τα οποία ο Στυλιανίδης είχε βάλει ως περικοκλάδες στο νόμο για να μας ρίξει στάχτη στα μάτια.
Δεν προβλέπεται καμιά παρέμβαση στο πρόγραμμα σπουδών των κολεγίων που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «σε περίπτωση σύμπραξης με εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής… η συνδρομή του κριτηρίου αυτού (της πληρότητας του προγράμματος σπουδών) αποδεικνύεται με την υποβολή εγκεκριμένου από το εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής εγκεκριμένου από το εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής αναλυτικού προγράμματος σπουδών, που συνοδεύεται από σχετική βεβαίωση της εθνικής αρχής διασφάλισης ποιότητας ή και πιστοποίησης». Ο νόμος δηλαδή για τη νομιμοποίηση των κολεγίων συμβαδίζει με αυτά που ορίζει επακριβώς το ΠΔ που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή οδηγία. Το πολυνομοσχέδιο αναφέρει, (για τους ίδιους λόγους εντυπωσιασμού και παραπλάνησης με τον Στυλιανίδη), ότι οι διδάσκοντες πρέπει να είναι κάτοχοι πτυχίου Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου, χωρίς να ορίζει ποσόστωση.
Καταργεί επίσης το Γραφείο Κολεγίων στο υπουργείο Παιδείας, που υπάγονταν στον Γενικό Γραμματέα και συνιστά Τμήμα Κολεγίων Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης στο υπουργείο, που υπάγεται στη Διεύθυνση Ευρωπαϊκής Ενωσης του υπουργείου (για να μην αφήνεται καμιά αμφιβολία ως προς το ποιος ασκεί τον έλεγχο και έχει το πάνω χέρι, δηλαδή το ευρωπαϊκό κεφάλαιο). Η άδεια για τη λειτουργία των κολεγίων μεταβιβάζεται στο Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΕΚΕΠΙΣ), σύμφωνα με το σχέδιο της Διά Βίου Μάθησης και της κατάρτισης του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων.
Κατά τα άλλα, διατηρούνται οι υποτονικές διατάξεις του νόμου Στυλιανίδη για τις κτιριακές υποδομές, τους χώρους διδασκαλίας, κ.λπ., χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά σε συγκεκριμένες προδιαγραφές (η σχετική παράγραφος του άρθρου 45 του πολυνομοσχέδιου είναι πολύ αόριστη και γενική). Ολα τούτα μαρτυρούν ότι μοναδική πρόθεση της κυβέρνησης είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων της ΕΕ και η απαλοιφή κάθε εμπόδιου στη δραστηριοποίηση αυτών των εκπαιδευτικών επιχειρήσεων, που θα δημιουργήσουν ντε φάκτο καθεστώς ύπαρξης ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας, κάτι που διακαώς επιθυμούσε ο «πρωτοπόρος» πρωθυπουργός «μας».
Γιούλα Γκεσούλη