Η σύνοδος των υπουργών Παιδείας που πραγματοποιήθηκε στις 18 και 19 Μαΐου στις Βρυξέλλες επιβεβαίωσε και πάλι το γνωστό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη ορίζουν τις κατευθύνσεις στις οποίες πρέπει να κινηθούν τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης των κρατών-μελών.
Το πλαίσιο αυτό δεν είναι άλλο από τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης στην κατεύθυνση εξυπηρέτησης της «απασχολησιμότητας» και της «ανταγωνιστικότητας».
Οι όροι αυτοί, που εισήχθησαν και στο ελληνικό λεξιλόγιο εδώ και μια εικοσαετία περίπου (επί εκσυγχρονιστών και Σημίτη) περιγράφουν τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στη σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής με το πλήρες ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση των ειδικοτήτων, τα ωράρια-λάστιχο, στο πλαίσιο της λεγόμενης «συνολικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας», ώστε να μην υπάρχουν «νεκρά σημεία» στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης κατά την ώρα εργασίας μέσα στα καπιταλιστικά κάτεργα (ο εργάτης-λάστιχο και μπαλαντέρ που μετακινείται από πόστο σε πόστο χωρίς ανάσα), με στόχο τη μέγιστη παραγωγή υπεραξίας προς όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Η κατάσταση αυτή είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, την αντανάκλασή της στην εκπαίδευση, η οποία υποβιβάζεται σε κατάρτιση. Εξ ου και γίνεται πλέον επίσημα από τα χείλη των υπουργών Παιδείας πολύς λόγος για την καλλιέργεια των αναγκαίων δεξιοτήτων, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς (λίγα ελληνικά, λίγα αγγλικά, ψήγματα γνώσης από τις θετικές επιστήμες και γνώση των Η/Υ) και για την αναγκαιότητα της «διά βίου μάθησης», δηλαδή της διά βίου αμάθειας. Οι νέοι πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα της μη σταθερής δουλειάς και να επιδίδονται σε έναν διαρκή προσωπικό αγώνα με ίδια έξοδα για την απόκτηση πρόσκαιρων γνώσεων και δεξιοτήτων, ελπίζοντας να αποκτήσουν μια θέση στην αγορά εργασίας.
Ταυτόχρονα άρχισε και η επίθεση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι νόμοι-πλαίσιο διαδοχικών κυβερνήσεων προσπαθούν να εισάγουν και στο ελληνικό πανεπιστήμιο τη φιλοσοφία της κακόφημης Συνθήκης της Μπολόνια. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσονται: Ο διαχωρισμός των σπουδών σε κύκλους (στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν κατέστη ακόμη δυνατόν, λόγω των αντιστάσεων της πανεπιστημιακής κοινότητας και ειδικά του φοιτητικού κινήματος, ο πρώτος κύκλος να γίνει τριετούς διάρκειας). Η εισαγωγή σε πολλές περιπτώσεις διδάκτρων στον μεταπτυχιακό κύκλο. Η αποτίμηση των σπουδών σε πιστωτικές μονάδες, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό, τη διάσπαση της ενότητας της επιστήμης, τα πτυχία πολλών ταχυτήτων, που οδηγούν και σε διαφορετικά επαγγελματικά δικαιώματα. Η λειτουργία του πανεπιστήμιου με επιχειρηματικά κριτήρια. Η σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης με την αξιολόγηση. Ο διαχωρισμός της αναγνώρισης της ισοτιμίας των επαγγελματικών δικαιωμάτων από την αναγνώριση της ισοτιμίας των ακαδημαϊκών σπουδών. Η προώθηση της αναγνώρισης των κολλεγίων, κ.λπ.
Το περιβάλλον αυτό απαιτεί τη λειτουργία της εκπαίδευσης με όρους επιχείρησης. Γι’ αυτό και σε όλες τις βαθμίδες εντείνεται ο αυταρχισμός και η καταστολή με την προώθηση συστημάτων ελέγχου (καθηκοντολόγιο, φασιστικός δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας) και αξιολόγησης, που οδηγούν σε διαθεσιμότητα και απολύσεις.
Ταυτόχρονα, αυξάνονται και εντείνονται και οι ταξικοί φραγμοί στη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ώστε να υπάρξει περιορισμός της ροής προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση και χιλιάδες μαθητές σπρώχνονται βίαια έξω από το σχολείο είτε σε δομές κατάρτισης είτε στη μαύρη εργασία είτε στην ανεργία.
Το Συμβούλιο, λοιπόν, των υπουργών Παιδείας της ΕΕ καλεί τα κράτη-μέλη «να εκσυγχρονίσουν την εκπαίδευση και τα συστήματα κατάρτισης, ώστε να συμβάλλουν στις γενικές πολιτικές προτεραιότητες όπως ορίζονται από τη στρατηγική ‘’Ευρώπη 2020’’». Στις προτεραιότητες δηλαδή, που θέτει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο για την απασχόληση, τις εργασιακές σχέσεις, με στόχο την αύξηση της «ανταγωνιστικότητας».
Η «ανταγωνιστικότητα», δηλαδή ο πλήρης εξευτελισμός της αξίας της εργατικής δύναμης, που κάνει κερδοφόρες τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές επιχειρήσεις και «ανταγωνιστικές» στον διεθνές πλαίσιο, είναι το κόκκινο νήμα που διαπερνά όλο το κείμενο και εκφράζει την έγνοια των ευρωπαίων καπιταλιστών και κυβερνήσεων να «εκσυγχρονίσουν» έτσι τα εκπαιδευτικά τους συστήματα από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο, που να την υπηρετούν (η συμβολή της «ποιοτικής εκπαίδευσης» είναι «να προωθεί την απασχολησιμότητα και ανταγωνιστικότητα των μεθόδων δουλειάς»).
Το Συμβούλιο επίσης προτρέπει τα κράτη-μέλη να εστιάσουν σε προτεραιότητες που καλλιεργούν τις «ευρωπαϊκές αξίες». Ποιες είναι αυτές τις γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον από πρώτο χέρι. Ο νόμος του ισχυρού (αυτού δηλαδή που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη κεφαλαίου), που με τη σιδερένια φτέρνα του λιώνει τον αδύναμο, του άγριου ανταγωνισμού, του «ο θάνατός σου η ζωή μου», οι πολιτικές των διακρίσεων στην εργασία, της αύξησης της εκμετάλλευσης, η Ευρώπη-φρούριο, τα φαινόμενα τύπου Lampenduza και των καθημερινών πνιγμών στο Αιγαίο μεταναστών και προσφύγων, η υποκίνηση και η συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους ανά τον πλανήτη, είναι οι «ευρωπαϊκές αξίες», που βρίσκονται πίσω από τη βιτρίνα της «δημοκρατίας», της «ανεκτικότητας στη διαφορετικότητα», της «ισοτιμίας», της «αλληλεγγύης», της «δικαιοσύνης» και τόσων άλλων εύηχων εννοιών με τις οποίες τα ευρωπαϊκά ιμπεριαλιστικά κράτη συσκοτίζουν την πολιτική τους. Ο «ενεργός πολίτης» της ΕΕ πρέπει να είναι προσανατολισμένος σε αυτές τις «Κοινές Ευρωπαϊκές Αρχές» και στο στόχο αυτό οφείλει να ανταποκρίνεται και ένας από τους ρόλους της εκπαίδευσης.
Μιλώντας στο Συμβούλιο, η υπουργός Παιδείας της Λετονίας Mαrιte Seile (η Λετονία προεδρεύει στο Συμβούλιο της ΕΕ αυτή την περίοδο) δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο την αγορά εργασίας. Η εκπαίδευση παίζει ουσιώδη ρόλο στη δημιουργία συνεκτικών και βιώσιμων κοινωνιών και στην προετοιμασία των πολιτών για το άγνωστο. Εξασφαλίζει ότι οι πολιτισμικές αξίες και οι αξίες του πολίτη που μοιραζόμαστε μεταφέρονται στις μελλοντικές γενεές». Κοντολογίς, μαζί με όλα όσα προαναφέραμε για τις «ευρωπαϊκές αξίες», η εκπαίδευση πρέπει να συμβάλλει και στη διαμόρφωση «συνεκτικών και βιώσιμων κοινωνιών», δηλαδή να καλλιεργεί συνειδήσεις υποταγμένες και δουλοπρεπείς, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος της όξυνσης της ταξικής πάλης.
Συνεχίζοντας στο ίδιο πνεύμα, το Συμβούλιο των υπουργών, στο πλαίσιο και της Διακήρυξης που υπογράφτηκε στο Παρίσι το Μάρτη, καλεί την εκπαίδευση να συμβάλλει στην «αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης».
Σύμφωνα με τους υπουργούς Παιδείας, η «προσέλκυση του ιδιωτικού κεφαλαίου σε στρατηγικά σχέδια», που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι επιβεβλημένη. Με τον τρόπο αυτό απαλλάσσονται τα αστικά κράτη από την υποχρέωση να χρηματοδοτούν τα δημόσια συστήματα εκπαίδευσης, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν απευθείας πρόσβαση και λόγο στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων και στον καθορισμό του περιεχομένου της εκπαίδευσης και της έρευνας, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
Σ’ αυτή τη λυκοσυμμαχία, που μένει αδιατάρακτη και στο πλαίσιο του Συμβουλίου των υπουργών Παιδείας, πήρε μέρος και ο υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς. Καθόλου, βεβαίως αξιοπερίεργο, καθώς οι συριζαίοι έχουν δώσει ρέστα για το «κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι», στο οποίο, ακόμη και τώρα, μετά το ολοφάνερο στραπάτσο των «σκληρών διαπραγματεύσεων», προσβλέπουν, αναπαράγοντας το γνωστό παραμύθι του «καλού» και του «κακού» μπάτσου.
Αλλωστε, τον καπιταλισμό θέλουν να διαχειριστούν οι άνθρωποι (και το διατυμπανίζουν) και όχι να τον ανατρέψουν και έχουν αποδεχτεί απόλυτα τον προσανατολισμό και τη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας.
Ο συριζαίος υπουργός, λοιπόν, πήγε εκεί για να δώσει «μαθήματα» στις μαριονέτες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στον τομέα της εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου του υπουργείου Παιδείας, ο Αριστείδης Μπαλτάς «επεσήμανε τις βασικές αξίες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη Στρατηγική “Ευρώπη 2020’’, διακρίνοντάς τες σε γνωσιακές, ηθικές και κοινωνικές. Εξήγησε ότι οι κοινωνικές αξίες αφορούν στην αλληλεγγύη και την αναγνώριση του άλλου και του πολιτισμού του και διευκρίνισε ότι απαιτείται ισχυρή συνεκτική βάση στις θεμελιώδεις γνώσεις, τις θετικές (Μαθηματικά, Φυσική, Βιολογία) και τις ανθρωπιστικές (Γλώσσα, Παγκόσμια Ιστορία -Global History- και Φιλοσοφία).
Τελειώνοντας, υπογράμμισε την ανάγκη συσχέτισης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών -όχι εικονικών- προβλημάτων της αγοράς».
Οι παρεμβάσεις Μπαλτά θυμίζουν τους αστερίσκους που έβαζε για δημαγωγικούς λόγους (για να παραπλανά το εγχώριο πόπολο) ο Ανδρέας Παπανδρέου στα ανακοινωθέντα του ΝΑΤΟ.