Την περασμένη Τρίτη, η υπουργός Παιδείας υπέγραψε τις άδειες λειτουργίας 30 κολεγίων (μετονομάστηκαν σε Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης, ώστε να υποβαθμιστεί το ζήτημα και να ριχτεί στάχτη στα μάτια της εργαζόμενης κοινωνίας, της πανεπιστημιακής κοινότητας και κυρίως του φοιτητικού κινήματος και να αποφευχθούν οι αντιδράσεις).
Η Αννα Διαμαντοπούλου έκανε πολύ θόρυβο όλο το προηγούμενο διάστημα για να αποδείξει ότι ο προκάτοχός της Σπηλιωτόπουλος ακολούθησε πολιτική άρπα-κόλλα για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των κολεγιαρχών, δίνοντας άδειες λειτουργίας την παραμονή των εκλογών σε 40 κολέγια, ενώ τώρα το υπουργείο Παιδείας έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποκατασταθεί «η τάξη, η σοβαρότητα, ο έλεγχος και η νομιμότητα». Ποιο ήταν, λοιπόν, το αποτέλεσμα αυτής της «έντονης, σοβαρής και προσεκτικής προσπάθειας», όπως ισχυρίζεται το υπουργείο Παιδείας; Να δοθούν άδειες λειτουργίας στο 75% των κολεγίων, των οποίων οι άδειες είχαν εγκριθεί αρχικά από τον Σπηλιωτόπουλο. Μάλιστα, το υπουργείο θέλει να μας πείσει ότι σε ένα μήνα και μια εβδομάδα συγκρότησε κλιμάκια επιτόπιων αυτοψιών και διενήργησε αυτοψίες σε όλα τα κολέγια που είχαν υποβάλει αίτηση για άδεια λειτουργίας, ενώ μέσα σε 16 ημέρες έκανε και έλεγχο στα προγράμματα σπουδών.
Καταρχήν, πρέπει να θυμηθούμε ότι η Διαμαντοπούλου δεν κατήργησε το νόμο Στυλιανίδη (Νόμος 3696/2005, όπως άφηνε αρχικά σκόπιμα να διαφανεί, αλλά τροποποίησε διατάξεις του. Οι τροποποιήσεις αποτέλεσαν το άρθρο 45 του πολυνομοσχέδιου Διαμαντοπούλου (Νόμος 3848/19-5-2010). Αλλαξε η ονομασία των κολεγίων, αφαιρέθηκαν οι πολλές φανφάρες για έλεγχο στα προγράμματα σπουδών και τα ρέστα για να υπάρξει προσαρμογή στην ευρωπαϊκή οδηγία, ενώ διατηρήθηκαν τα «αυστηρά κριτήρια» των 300 τ.μ., ως κτιριακή προϋπόθεση για να πάρει άδεια λειτουργίας ένα κολέγιο. Κοντολογίς, αρκούν 300 τετραγωνικά για να έχουμε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο με σοβαρή υλικοτεχνική υποδομή!
Τα άλλα είναι περιττά, αφού, όπως ξέρουμε τα «πτυχία» των κολεγίων χορηγούνται από τα ξένα πανεπιστήμια, με τα οποία συνεργάζονται τα κολέγια και το ελληνικό κράτος δεν έχει κανένα δικαίωμα να παρέμβει, ενώ στη χειρότερη περίπτωση, που διατηρεί «δικαιολογημένες αμφιβολίες» δικαιούται να επιβάλλει στον αιτούντα την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων του, δοκιμασία επάρκειας ή πρακτική άσκηση διάρκειας το πολύ τριών ετών.
Οσον αφορά στον «έλεγχο της ποιότητας» του εκπαιδευτικού προσωπικού, ισχύουν όσα αναφέραμε παραπάνω. Το ελληνικό κράτος αρκείται μόνο σε τυπικό έλεγχο διασταύρωσης των στοιχείων που του δίνει το ξένο πανεπιστήμιο, ενώ δίνεται η δυνατότητα να διδάσκουν γνωστικά αντικείμενα άνθρωποι με επταετή πρακτική εμπειρία (πενταετή στο νόμο Στυλιανίδη), χωρίς κανένα τίτλο σπουδών!
Γι’ αυτήν, λοιπόν, την «ποιότητα» κορδώνεται το υπουργείο Παιδείας και μέμφεται τον Σπηλιωτόπουλο ότι έδωσε άδειες «ισοπεδώνοντας δικαίους και αδίκους». Και μόνο η έκφραση αυτή αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά διαφορά μεταξύ της παλιάς και νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας και ότι το παιχνίδι παίχτηκε στα κουκιά. Και η Διαμαντοπούλου θεωρεί ότι δικαιωματικά κάποιοι έμποροι γνώσης μπορούν να κατέχουν τον τίτλο του ιδιωτικού πανεπιστήμιου (συγνώμη, του κολεγίου) και να εκμεταλλεύονται τις ελπίδες χιλιάδων νέων, που το ίδιο το σύστημα του υπουργείου Παιδείας θεωρεί ανίκανους να σπουδάσουν.
Γιούλα Γκεσούλη