Η μορφωτική και κοινωνική περιθωριοποίηση των ατόμων με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες διαιωνίζεται και με το νέο νομοσχέδιο για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (EAE).
Η καθιέρωση της υποχρεωτικότητας στην EAE παραμένει γράμμα κενό, παρά τους πανηγυρισμούς του υπουργείου Παιδείας, εφόσον η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση αντιμετωπίζεται από το κράτος με όρους κόστους, όπως άλλωστε και η «γενική» εκπαίδευση. Μόνο που τώρα τα πράγματα είναι πιο κραυγαλέα, αφού πρόκειται για την εκπαίδευση και αγωγή ατόμων ανυπεράσπιστων, καταδικασμένων στο περιθώριο από διπλή αιτία: την αδιαφορία του αστικού κράτους και την κοινωνική προκατάληψη.
Είναι γεγονός ότι η ειδική εκπαίδευση έχει τεράστιο κόστος. Δεν απαιτεί μόνο σύγχρονες υποδομές και εξειδικευμένο πολυπληθές προσωπικό, αλλά και μια γενικότερη πολύπλευρη υποστήριξη (π.χ. έργα διευκόλυνσης της πρόσβασης των ατόμων με ειδικές ανάγκες στις εκπαιδευτικές δομές). Και επιπλέον οφείλει να φροντίζει και για το μετά, να εξασφαλίζει δηλαδή και την εργασιακή ένταξη των ατόμων αυτών.
Στον καπιταλισμό, όμως, δε μετριούνται ως υπολογίσιμα μεγέθη οι ανθρώπινες ανάγκες, πόσο μάλλον εκείνες ομάδων του πληθυσμού και δη περιθωριοποιημένων.
Τέτοια φαινόμενα αποκτούν τεράστιες διαστάσεις, σε περιόδους όπως η σημερινή, που το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» τείνει να εξαλειφθεί και πισωγυρίζουμε σε καταστάσεις μεσαιωνικής βαρβαρότητας.
Μπούσουλας υπήρξε και εδώ το αγγλοσαξωνικό μοντέλο. Από την ανάπτυξη ειδικών σχολείων περάσαμε στην «ενσωμάτωση και την ένταξη» στα γενικά σχολεία των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Το θατσερικής έμπνευσης παράδειγμα ακολούθησε όλη η Ευρωπαϊκή Ενωση, που έκανε σημαία της την εύηχη «αποϊδρυματοποίηση». Βεβαίως δεν πρόκειται γι’ αυτό, αλλά για το δραστικό περιορισμό της ανέγερσης και λειτουργίας των ειδικών σχολείων και τη «χύμα» ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες στα γενικά σχολεία, ώστε να γλιτώσει το αστικό κράτος το μεγάλο κόστος.
Την πολιτική αυτή έρχεται να εξυπηρετήσει και το εν λόγω νομοσχέδιο, συνεχίζοντας την πρακτική που ακολουθούνταν τα τελευταία χρόνια. Λίγα ειδικά σχολεία, ελάχιστα ειδικά εργαστήρια και μπόλικη ανέξοδη φιλολογία περί ειδικών τάξεων, τμημάτων ένταξης, τάξεων υποδοχής, τμημάτων ενισχυτικής διδασκαλίας, φροντιστηριακής υποστήριξης και τα ρέστα στα γενικά σχολεία, που υπολειτουργούν ή κινδυνεύουν να κλείσουν, με μειωμένο και απλήρωτο προσωπικό και ανεπαρκέστατες υποδομές.
Η λειψή χρηματοδότηση μόνιμο σαράκι που κατατρώει τα μεγαλεπήβολα σχέδια.
Από τη μια μεριά το νομοσχέδιο υποδηλώνει το ενδιαφέρον δήθεν της Πολιτείας με καθιέρωση της υποχρεωτικότητας στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση και από την άλλη μεριά δεν υπάρχει καμιά εμπεριστατωμένη μελέτη για την καταγραφή των ατόμων με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει η ΟΛΜΕ, επικαλούμενη επίσημη καταγραφή του υπουργείου Παιδείας και της ΕΣΥΕ, το 2004 υπήρχαν στη χώρα μας 200.000 άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑμΕΑ) και από αυτά μόνο 18.500, δηλαδή ποσοστό 9%, βρίσκονταν ενταγμένα σε κάποια εκπαιδευτική διαδικασία αμφίβολης ποιότητας. Αν τώρα πάρουμε υπόψη μας τα στατιστικά δεδομένα της ΕΕ (1/10 των ευρωπαίων πολιτών είναι άτομα με ειδικές ανάγκες, ενώ η UNESCO και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 15% του πληθυσμού), προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός ΑμΕΑ στη χώρα μας είναι πολύ μεγαλύτερος (σε 100.000 υπολογίζονται τα άτομα που έχουν ανάγκη ειδικής αγωγής, ενώ πάνω από 180.000 είναι τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες).
Από τη μια μεριά το υπουργείο Παιδείας θεωρείται αποκλειστικός φορέας της ΕΑΕ και από την άλλη το νομοσχέδιο ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην κερδοσκοπία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των κάθε λογής «φιλάνθρωπων». Καμιά δέσμευση δεν υπάρχει ότι η ΕΑΕ, αυτός ο τόσο σημαντικός τομέας υποτίθεται «κοινωνικής ευαισθησίας», θα είναι αποκλειστικά Δημόσια και Δωρεάν για όλα τα άτομα που έχουν την ανάγκη της. Καμιά πρόβλεψη δεν υπάρχει για την κατάργηση της ιδιωτικής ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης. Με δεδομένο ότι οι υπάρχουσες κρατικές δομές βρίσκονται σε μαρασμό, λόγω υποχρηματοδότησης και γραφειοκρατικής λειτουργίας, τα ιδιωτικά ιδρύματα του είδους ανθούν, απευθυνόμενα σε πελατεία που έχει την οικονομική ευχέρεια. Ενώ αν η τύχη το ‘φερε να γεννήθηκες ή να έμεινες ανάπηρος ή να είσαι άτομο με ειδικές ανάγκες και συνάμα φτωχός, τότε άστο καλύτερα…Μην ψάχνεις για ευαισθησία από τους διαχειριστές του συστήματος.
Οσον αφορά στην «επαγγελματική εκπαίδευση» των ΑμΕΑ, αυτή ακολουθεί το γνωστό παράδειγμα της επαγγελματικής γενικής εκπαίδευσης: ελλιπής εξοπλισμός εργαστηρίων, ελλιπές προσωπικό, γνώσεις μιας χρήσης και αυτές χωρίς σχεδιασμό, ανάλογα με το πού φυσάει ο άνεμος. Τα πιο ανίσχυρα ΑμΕΑ, κατεξοχήν μαθητές αυτών των δομών, καταλήγουν στην επαιτεία και στα επιδόματα μιας άθλιας πρόνοιας.
Το νομοσχέδιο, όπως και κάθε νομοσχέδιο που θέλει να δώσει στην αποκλειστική ευχέρεια του κράτους τη διαχείριση ζητημάτων που έχουν κόστος (χρηματικό είτε πολιτικό), αφήνει ανοιχτά πολλά ζητήματα, δίνοντας το περιθώριο αυτά να ρυθμιστούν με Υπουργικές Αποφάσεις και Π.Δ. Eνα μεγάλο μέρος του «φροντίζει» για τις αξιολογικές, υποστηρικτικές δομές της ΕΑΕ, ακολουθώντας το παράδειγμα της μετονομασίας των υπουργείων από την κυβέρνηση της ΝΔ: αλλαγή ονομασίας στο πιο βαρύγδουπο και παραγωγή ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής. Τα παλιά ΚΔΑΥ (Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών) μετονομάζονται σε ΚΕΔΔΥ (Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών). Λειτουργούν κυρίως ως διοικητικοί και γραφειοκρατικοί μηχανισμοί και όχι ως μηχανισμοί παιδαγωγικής υποστήριξης. Στελεχώνονται από 5 άτομα, στα οποία περιλαμβάνεται μόνο ένας εκπαιδευτικός και είναι αναγκασμένα να σηκώνουν το βάρος μιας τεράστιας «πελατείας», αφού λειτουργούν κυρίως στις πρωτεύουσες των νομών και δέχονται χιλιάδες ΑμΕΑ. Το νομοσχέδιο φορτώνει στα ΚΕΔΔΥ υπέρμετρο αριθμό αρμοδιοτήτων, που έχει σχέση με την διάγνωση, αξιολόγηση, υποστήριξη και συνδρομή χιλιάδων ατόμων. Είναι φυσικό, λοιπόν, να δρα καθαρά διεκπεραιωτικά, να αδυνατεί να παρέχει ουσιαστική βοήθεια και να περιορίζεται μόνο στη διάγνωση (που και αυτή πολλές φορές είναι πρόχειρη).
Τα «άτομα με γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες» (μετανάστες, αθίγγανοι, Πομάκοι κ.λπ.) αφήνονται και πάλι απέξω απ’ τις ρυθμίσεις αυτού του νομοσχέδιου. Κανένα εμπεριστατωμένο πρόγραμμα ένταξης στα σχολεία δεν υπάρχει γι’ αυτά. Καμιά φροντίδα να διδαχθούν τη μητρική τους γλώσσα και την ελληνική γλώσσα. Παραπέμπονται στην κατ’ ευφημισμόν αντισταθμιστική αγωγή (ενισχυτική διδασκαλία, τάξεις υποδοχής κ.λπ.), η οποία τα οδηγεί στη συντριπτική τους πλειοψηφία εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Το νομοσχέδιο διαιωνίζει και τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, που εργάζονται στην ΕΑΕ. Αναπληρωτές και ωρομίσθιοι δίνουν και εδώ το παρόν. Τι σχέση να οικοδομήσουν οι περιπλανώμενοι αυτοί εκπαιδευτικοί, με την αγωνία του επιούσιου να τους κατατρώγει, με τα παιδιά αυτά, που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής και φροντίδας; Πώς να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στο έργο τους; Πώς να βοηθήσουν ουσιαστικά τα ΑμΕΑ εκπαιδευτικοί, που η ειδίκευσή τους στην ΕΑΕ εξαντλείται σε μια «επιμόρφωση» 400 ωρών (και αυτό το προβλέπει το νομοσχέδιο);
Για τους «φιλάνθρωπους» αστούς αυτά είναι ψιλά γράμματα, φτάνει που μειώνεται το κόστος.
Γιούλα Γκεσούλη








