Αφρούς βγάζει η Διαμαντοπούλου από τη διαφαινόμενη έγερση του φοιτητικού κινήματος και από το γεγονός ότι σχεδόν σύσσωμη στέκει ενάντια στο νόμο, ακόμα και μετά την ψήφισή του, η συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημιακών και μάλιστα η σύνοδος των πρυτάνεων και οι πανεπιστημιακές διοικήσεις των μεγάλων Πανεπιστημίων. Η αλαζονεία της, τροφοδοτούμενη και από το γεγονός ότι απέσπασε και τη συναίνεση της ΝΔ (Διαμαντοπούλου: «αποτελεί ύβρη απέναντι στη Δημοκρατία να συζητούμε την αλλαγή του νόμου που ψηφίστηκε από τα 5/6 της Βουλής») την είχε τυφλώσει και τώρα δέχεται ισχυρά χτυπήματα. Γνωρίζει ότι η αγριότητα του νόμου είναι τέτοια που αγγίζει όλους τους φοιτητές, από τους πολιτικοποιημένους έως τους απολιτίκ και τους «αδιάφορους». Κυρίως η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις αυτής της μεγάλης «σιωπηρής πλειοψηφίας» των φοιτητών είναι που την τρομάζει. Γι’ αυτό και έχει πάρει σβάρνα τα ραδιοκάναλα και κατηγορεί αυτούς που εναντιώνονται στο νόμο για «άθλια ψέματα». Επαναλαμβάνει σα χαλασμένο γραμμόφωνο ότι τεράστια ψέματα είναι η καθιέρωση διδάκτρων στις προπτυχιακές σπουδές, η κατάργηση της δωρεάν διανομής των συγγραμμάτων, η διακοπή της δημόσιας χρηματοδότησης και η κατάργηση της δωρεάν σίτισης-στέγασης των φοιτητών. Θεωρεί, φαίνεται, η Διαμαντοπούλου ότι είμαστε χαχόλοι και δε μπορούμε να διαβάσουμε πίσω απ’ τις γραμμές και ν’ αντιληφθούμε την ουσία των πονηρών διατάξεων του νόμου. Και η ουσία είναι η εξής:
♦ Μετά την καθιέρωση του τριετούς προπτυχιακού κύκλου σπουδών, ένας φοιτητής για να πάρει ένα πτυχίο ισάξιο αυτού που έπαιρνε μέχρι σήμερα, μετά από τέσσερα, πέντε ή έξι χρόνια αδιάσπαστων σπουδών, πρέπει να φοιτήσει οπωσδήποτε και στον μεταπτυχιακό κύκλο, ο οποίος, όμως, απαιτεί δίδακτρα. Κοντολογίς, τα δίδακτρα εισέρχονται έμμεσα και στον προπτυχιακό κύκλο σπουδών.
♦ Στο άρθρο 37 του νόμου δίνεται διασταλτική ερμηνεία στον όρο «σύγγραμμα», ώστε αυτός να περιλαμβάνει «κάθε έντυπο ή ηλεκτρονικό βιβλίο, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών βιβλίων ελεύθερης πρόσβασης, καθώς και τις έντυπες ή ηλεκτρονικές ακαδημαϊκές σημειώσεις», ενώ δίνεται η δυνατότητα, με κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, να «ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τη δωρεάν διάθεση στους φοιτητές των διδακτικών συγγραμμάτων». Η δυνατότητα αυτή, που μπορεί π.χ. να γίνει πράξη και από του χρόνου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ως «διδακτικό σύγγραμμα» θεωρούνται ακόμη και οι ηλεκτρονικές σημειώσεις, μπορεί να σηματοδοτήσει την πλήρη κατάργηση των έντυπων συγγραμμάτων.
♦ Η κρατική χρηματοδότηση του δημόσιου Πανεπιστήμιου εξαφανίζεται ως συνταγματική επιταγή και κατανέμεται σε δυο ταχύτητες: Μια ελάχιστη για τα απαραίτητα (φως, νερό, τηλέφωνο, κατά το κοινώς λεγόμενο) και μια που δεν θεωρείται δεδομένη, αλλά κατανέμεται βάσει δεικτών (κόστος σπουδών ανά φοιτητή, διάρκεια προγραμμάτων σπουδών, αριθμός εγγραφόμενων φοιτητών, γεωγραφική διασπορά, αποθεματικό κ.λπ.). Η πρόσβαση σ’ αυτή συνδέεται με την αξιολόγηση. Το δεύτερο μέρος παίρνουν μόνο όσα ΑΕΙ ανταποκρίνονται σε οριζόμενους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων (αποτελεσματικότητα εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως σχέση αποφοίτων-εισερχομένων, αριθμός Κέντρων Αριστείας, αριθμός εγγεγραμμένων στα προγράμματα διά βίου μάθησης, διεθνοποίηση, κ.λπ.). Κοντολογίς, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα ασκείται ένας ωμός εκβιασμός να προσαρμοστούν στα κριτήρια της «ανταγωνιστικότητας», ώστε να επιβιώσουν.
♦ Η σίτιση-στέγαση παραχωρείται στην αρμοδιότητα ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Και μόνο αυτό αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι θα μπουν ασφυκτικοί όροι στη δωρεάν σίτιση-στέγαση, η οποία, προφανώς και θα αφορά όλο και λιγότερους φοιτητές. Ο στόχος της «ευελιξίας» στη λειτουργία του Πανεπιστήμιου, που επιτυγχάνεται, σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, και με την ίδρυση αυτού του ΝΠΙΔ, όπως και τα σχέδια για έναν «νέο στρατηγικό σχεδιασμό για τη λειτουργία των φοιτητικών Εστιών», τα λένε όλα. Το στράγγισμα των κονδυλίων που διατίθενται στη δημόσια εκπαίδευση είναι η πρώτη μαρτυρία για την εξαφάνιση και του παραμικρού ψήγματος δωρεάν Παιδείας που έχει απομείνει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιόνιου Πανεπιστήμιου, που πέταξε τους φοιτητές, που στεγάζονταν ως τώρα στα ενοικιαζόμενα από το Πανεπιστήμιο ξενοδοχεία, στο δρόμο.
Ποντάροντας στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος της εργαζόμενης κοινωνίας ενημερώνεται από την τηλεόραση, η Διαμαντοπούλου παίζει μετά μανίας ένα βρόμικο χαρτί για να αποτρέψει τη στήριξη του φοιτητικού κινήματος από τους εργαζόμενους: αποσιωπά όλες τις ρυθμίσεις του νόμου, που βάζουν ταφόπλακα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο (τριετείς σπουδές μεταλυκειακού χαρακτήρα, ρευστοποίηση σπουδών, πτυχία πολλών ταχυτήτων, εμπορευματοποίηση της γνώσης, αυταρχισμός, επιβολή της σιωπής των αμνών, κατάργηση κάθε ίχνους δωρεάν Παιδείας, κ.λπ.) και προσπαθεί να πείσει ότι η αντίθεση στο νόμο είναι αντίθεση κάποιων συνδικαλισταράδων φοιτητοπατέρων, που αντιδρούν γιατί χάνουν το προνόμιο να κάνουν αλισβερίσια με το πανεπιστημιακό κατεστημένο στην εκλογή των καθηγητών. Ακόμα και σ’ αυτό το επίπεδο η Διαμαντοπούλου δεν δικαιούται να ομιλεί. Γιατί το κόμμα της καθιέρωσε τη «συνδιοίκηση», προσδοκώντας να ενσωματώσει στο σύστημα κάθε ριζοσπαστική φωνή και πρακτική και γιατί το παιχνίδι με το πανεπιστημιακό κατεστημένο το έκαναν πάντα με επιτυχία τα πρωτοπαλλήκαρα των παρατάξεων των κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΠ-ΔΑΠ).
Αυτή η βρόμικη προπαγάνδα, η αγωνιώδης προσπάθεια να φανεί ότι η αντίθεση στο νόμο βασίζεται σε «άθλια ψέματα», όπως και η τρομοκρατική απειλή, για να αναχαιτιστεί το κίνημα των καταλήψεων στο ξεκίνημά του, ότι το εξάμηνο κινδυνεύει να χαθεί αν δεν εξαντληθούν 13 εβδομάδες διδασκαλίας, φανερώνουν τον πανικό της υπουργού Παιδείας. Στην καλλιέργεια κλίματος τρομοκρατίας και επίδειξης σιδερένιας πυγμής εντάσσεται και η ομιλία Παπανδρέου στη συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ και η απάντησή του στους αντιδρώντες νεολαίους της ΠΑΣΠ, που φώναζαν συνθήματα.
Εν τω μεταξύ τα πρόθυμα παπαγαλάκια του Τύπου προσπαθούν να φτιάξουν κλίμα συναίνεσης στο νόμο από τους πανεπιστημιακούς καθηγητές. Προς τούτο, χρησιμοποιούν τη σχετική απόστροφο από την απόφαση της τελευταίας έκτακτης συνόδου των πρυτάνεων που «καλεί τα πανεπιστημιακά όργανα να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις ακαδημαϊκής και δημοκρατικής λειτουργίας των ΑΕΙ ώστε να διασφαλισθούν Πανεπιστήμια ανοιχτά στην υπηρεσία της κοινωνίας». Ομως, η έκφραση «Πανεπιστήμια ανοιχτά στην υπηρεσία της κοινωνίας» έχει διπλή ανάγνωση. Σημαίνει και το ότι το συμφέρον της κοινωνίας υπηρετείται από την «ακαδημαϊκή και δημοκρατική λειτουργία των ΑΕΙ» και όχι από το μεταλλαγμένο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο της Διαμαντοπούλου. Αλλωστε, το κείμενο της συνόδου, στην αρχή του ξεκαθαρίζει πως «η σύνοδος επιβεβαιώνει τις απόψεις της, όπως αυτές διατυπώθηκαν στις προηγούμενες αποφάσεις της και αφορούν στην προάσπιση του Δημόσιου και Αυτοδιοικούμενου Πανεπιστημίου». Ακόμα, όμως, κι αν ισχύει η ερμηνεία των οπαδών των «ανοιχτών» Πανεπιστημίων, δηλαδή η ερμηνεία όλων αυτών που επιτίθενται ενάντια στις καταλήψεις, γεγονός είναι ότι οι πανεπιστημιακές διοικήσεις των μεγάλων Πανεπιστημίων τάσσονται ενάντια στο νόμο και κλείνουν το μάτι στο φοιτητικό κίνημα, διευκολύνοντάς το με αποφάσεις για αναβολή της εξεταστικής, να αναπτυχθεί. Παρά αυτό το ευνοϊκό κλίμα, που μπορεί να έχει και πισωγυρίσματα, όσον αφορά τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, καθοριστικό ρόλο θα παίξει η ίδια η δυναμική του φοιτητικού κινήματος και η αποφασιστικότητά του να αγωνιστεί για να καταργήσει το νόμο-έκτρωμα. Σ’ αυτό ανήκει η τελευταία λέξη.
Γιούλα Γκεσούλη