Τη Γνώμη της για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και την Προσχολική Αγωγή κατέθεσε η ΟΚΕ (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: διακοσμητικός θεσμός που έφτιαξε το ΠΑΣΟΚ για να δώσει σάρκα και οστά στις αρχές του «κοινωνικού εταιρισμού») και επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά το ρόλο της ως καραμπινάτου στυλοβάτη του συστήματος.
Με μια Επιτροπή Εργασίας, αποτελούμενη από Συνασπισμένους, Πασόκους και Νεοδημοκράτες έθεσε εξαρχής, προμετωπίδα των απόψεών της, την αγοραία αντίληψή της για την εκπαίδευση.
Η εκπαίδευση -δήλωσε- οφείλει «να δίνει στα άτομα μια εικόνα για τον πολύπλοκο κόσμο μας που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη και ταυτόχρονα να παρέχει την πυξίδα που θα τα βοηθήσει να πορευθούν με ασφάλεια μέσα σ’ αυτόν». Τουτέστιν, η εκπαίδευση να δίνει κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις («μια εικόνα»), ανταποκρινόμενες σε μια καπιταλιστική αγορά που συνεχώς μεταβάλλει τις ανάγκες της και να περιέχει τις δομές (Δια Βίου Μάθηση), που θα επιτρέπει στα άτομα με πρόχειρες, ευέλικτες, φθηνές επανακαταρτίσεις, να αντιμετωπίζουν (το «με ασφάλεια» είναι χοντροϊδέστατο ψέμα) τα περιοδικά πετάγματά τους στο καναβάτσο της ανεργίας.
Και όχι η εκπαίδευση να κάνει τον άνθρωπο κοινωνό του συσσωρευμένου πλούτου των γνώσεων και του πολιτισμού της ανθρωπότητας, προσφέροντάς του πλατύ και στέρεο γνωστικό υπόβαθρο, να αναδεικνύει τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα χαρίσματά του, χαρακτηριστικά μιας γνήσιας ανθρωπιστικής Παιδείας, που βεβαίως δεν αποτελεί όραμα της ΟΚΕ.
Γι’ αυτό και η ΟΚΕ ζητά «την ανάγκη προσαρμογής του σχολείου, των μεθόδων που χρησιμοποιεί και των αναλυτικών προγραμμάτων στις απαιτήσεις του νέου διεθνούς περιβάλλοντος και της κοινωνίας της γνώσης» και καλεί για το σκοπό αυτό σε ευρεία συναίνεση και διάλογο «που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες με τις απαραίτητες προσαρμογές που επιβάλλουν οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες».
Η άποψη αυτή της ΟΚΕ για την εκπαίδευση, άποψη του κεφαλαίου και των διαχειριστών του συστήματος, που λανσάρεται με ένταση τα τελευταία χρόνια, καθορίζει στη συνέχεια και τις κατευθύνσεις, στις οποίες αυτή επικεντρώνει το ενδιαφέρον της και το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της Γνώμης της.
Δεν είναι τυχαίο ότι δίνεται μεγάλη σημασία και πιστώνονται στα θετικά βήματα της εκπαιδευτικής πολιτικής (ξεκίνησε από το ΠΑΣΟΚ και συνεχίζεται από τη ΝΔ) τα νέα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και βιβλία, που είναι δομημένα πάνω στη λεγόμενη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης (πλευρά της αποτελεί και η λεγόμενη ευέλικτη ζώνη). Οχι, μην πάει ο νους σας στην ολόπλευρη μόρφωση. Η «διαθεματικότητα» είναι μια καρικατούρα προσέγγισης ενός θέματος από πολλές πλευρές, που γίνεται πάνω σε ένα αυστηρά καθορισμένο περιεχόμενο μερικών, «τυχαίων» (δηλαδή ευκαιριακών), ασύνδετων, αντιδραστικών, καμιά φορά και αναχρονιστικών γνώσεων (στην ουσία πληροφοριών), που αποτελεί και τη βάση του σχολείου. Παράλληλα, η επιμονή στην κατεύθυνση απόκτησης τεχνοκρατικών γνώσεων και δεξιοτήτων και γενικά σε ό,τι θεωρείται χρήσιμο για τις ανάγκες της αγοράς, αποστεώνει πλήρως το περιεχόμενο του σχολείου και συντείνει στην «παραγωγή» ανθρώπων άδειων από σκέψη και συναισθήματα. Η βιωματική προσέγγιση, που βαυκαλίζεται ότι εμπεριέχει η διαθεματική προσέγγιση, δεν έχει να κάνει με τίποτε εργαστήρια, επαλήθευση μέσα από το πείραμα και την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο, εξοπλισμό του σχολείου με πλούσια υλικοτεχνική υποδομή, αλλά με μετρημένες επισκέψεις σε επιχειρήσεις, εργοστάσια ή χώρους πολιτισμού κ.λπ., που γίνονται με την οικονομική επιβάρυνση των γονιών ή και τις προσφορές «χορηγών» και βεβαίως το κριτήριο επιλογής τους κάθε φορά είναι ο βαθμός συμφωνίας τους με τα περίφημα «καινοτόμα προγράμματα» της ΕΕ (περιβαλλοντική εκπαίδευση, αγωγή υγείας, διαπολιτισμική εκπαίδευση, νέες τεχνολογίες κ.λπ.) και το τι λανσάρει το εμπόριο των εκδοτικών οίκων. Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά να αποκτούν ένα πασάλειμμα γνώσεων, με τη λαμπερή επίφαση της «ολόπλευρης» διαθεματικής προσέγγισης.
Ενα άλλο βήμα, που θεωρεί πολύ σημαντικό η ΟΚΕ για την εκπαίδευση, είναι το Ολοήμερο Σχολείο και Νηπιαγωγείο, για το οποίο ζητά τη διεύρυνση και την εξάντληση όλων των περιθωρίων για την επίτευξη όλων των στόχων. Και αυτό όχι τυχαία, αφού το Ολοήμερο Σχολείο αποτελεί μια φθηνή λύση, που λύνει τα χέρια στους εργαζόμενους γονείς, ώστε αυτοί να υφίστανται στη συνέχεια, χωρίς να τους βαραίνει η έγνοια του παρκαρίσματος των παιδιών τους, τη μέγιστη εκμετάλλευση από τους καπιταλιστές, που τους έχουν ζέψει πια στο καθεστώς γαλέρας, χωρίς δικαιώματα.
Η ΟΚΕ, στην οποία προϊσταται ο γίγας Πολυζωγόπουλος, μετά από όλα αυτά τα φιλεργατικά και φιλολαϊκά μέτρα, επισημαίνει και την ανάγκη να ενισχυθούν και οι δράσεις που λειτουργούν ως κοινωνικά αμορτισέρ στην σημερινή κοινωνία της άγριας εκμετάλλευσης ντόπιων και ξένων εργατών, όπως π.χ. οι δομές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και να μην κινδυνέψουν να αφανιστούν (αυτές και οι άλλες, όπως π.χ. το Ολοήμερο Σχολείο, οι αθλητικές δραστηριότητες, το διαδίκτυο, οι ξένες γλώσσες, που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από χρήματα της ΕΕ) μόλις τελειώσει το πανηγύρι των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Είναι χαρακτηριστικό, παρόλο που το αίτημα είναι χρόνιο, πολύ συγκεκριμένο και διεκδίκηση όλων των εκπαιδευτικών κινημάτων, ότι η ΟΚΕ δεν μιλά πουθενά για αύξηση των δαπανών για την Παιδεία στο 15% του ΓΚΠ ή έστω στο 5% του ΑΕΠ, αύξηση που είναι αναγκαία για οποιαδήποτε βελτίωση της κατάστασης στην εκπαίδευση. Αντίθετα, μιλά γενικά, σε μια υποτονική αποστροφή, για «αύξηση των δαπανών», περισσότερο για ξεκάρφωμα, ενώ επανειλημμένα κάνει λόγο για «εξασφάλιση πρόσθετων πόρων» και για «αξιοποίηση χορηγιών και εθελοντικών προσφορών από κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς για να βοηθηθούν ο διευθυντής της σχολικής μονάδας, οι εκπαιδευτικοί και ο σύλλογος γονέων στην προσπάθεια αναζήτησης πόρων για τη στήριξη των αναγκών και εκδηλώσεων του σχολείου». Προφανώς στην «αξιοποίηση και χρήση των πόρων αυτών», βλέπει η ΟΚΕ και το «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία», με την παραχώρηση των χώρων του σε λογής λογής δραστηριότητες επιχειρηματικού κέρδους, τις ώρες που το σχολείο δεν λειτουργεί.
Το επόμενο θέμα που υπογραμμίζει πολλές φορές η έκθεση της Επιτροπής, είναι η «αποκέντρωση» της εκπαίδευσης, ζήτημα που θεωρείται από αυτήν εκ των ων ουκ άνευ για την «αυτονομία» του σχολείου. Τονίζει ότι έγιναν βήματα στην κατεύθυνση αυτή (προφανώς θεωρεί τους νόμους 2218 και 2240 του 1994, που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ), όμως τα θεωρεί ελλιπή και ζητά να προχωρήσει η αποκέντρωση ώστε «να καταστεί η σχολική μονάδα ο εκπαιδευτικός πυρήνας, όπου θα προσδιορίζεται και θα ασκείται το σύνολο των δράσεων». Κοντολογίς, η αποκέντρωση να μην αφορά μόνο την παραχώρηση στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση της αρμοδιότητας για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του σχολείου, της οποίας τα ολέθρια αποτελέσματα τα βιώνουν καθημερινά στο πετσί τους εκπαιδευτικοί, παιδιά και γονείς, αλλά και όλοι οι εργαζόμενοι δημότες με την πρόσθετη επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού λόγω της αύξησης των δημοτικών τελών. Αλλά να περιλαμβάνει και τη μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων, που αφορούν τη σχολική μονάδα, από τους μισθούς και το διορισμό των εκπαιδευτικών, την ανέγερση των σχολικών κτιρίων, κλπ. Προφανώς, η ΟΚΕ, ως εκφραστής του συστήματος, έχει επίγνωση του ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης (άρα και τα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία) δεν μπορεί να παραχωρηθεί στις «τοπικές κοινωνίες» και τις δημοτικές αρχές τους, για να μην υπάρξει η παραμικρή περίπτωση διακύβευσης. Επουσιώδεις πλευρές θέλει να παραχωρηθούν, όπως π.χ. κάποια επιπλέον δράση, κάποιο πρόγραμμα, κάποιο επιπλέον μάθημα (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ευέλικτη ζώνη), που θα είναι στην κατεύθυνση εξυπηρέτησης των συμφερόντων των «χορηγών», που θα βάζουν και τα φράγκα γι’ αυτά και βεβαίως δεν θα βγαίνουν έξω από τα όρια των «αξιών» του καπιταλισμού. Η «αποκέντρωση» παρουσιάζεται και εδώ ως ένα μέτρο που αυξάνει τα περιθώρια της δημοκρατίας και αποκρύβεται ο πραγματικός στόχος της, που είναι η απαλλαγή του αστικού κράτους από την υποχρέωσή του να παρέχει δημόσια, δωρεάν παιδεία σε όλο το λαό και υπηρεσίες κοινωνικής πολιτικής.
Η «αξιολόγηση» του εκπαιδευτικού έργου και «όλων των βασικών συντελεστών του», δηλαδή η αύξηση της υποταγής εκπαιδευτικών και μαθητών στο σύστημα, που αντιπροσωπεύεται με την ιεραρχική πυραμίδα του στην εκπαίδευση (διευθυντής, σχολικός σύμβουλος, προϊστάμενος γραφείου, διεύθυνσης, περιφερειακός διευθυντής) και τα διάφορα Καθηκοντολόγια, αποτελεί «άμεση ανάγκη» για την Επιτροπή. Υπογραμμίζεται ότι παρόλο που υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο (Νόμος 2986), στο πεδίο της πρακτικής εφαρμογής, παρατηρούνται καθυστερήσεις και ζητείται η «διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού, έγκαιρου και αξιόπιστου πλαισίου για την αξιολόγηση».
Τρανό παράδειγμα για το ότι η ΟΚΕ αντιλαμβάνεται το σχολείο ως ένα μηχανισμό παροχής στοιχειωδών ευκαιριακών γνώσεων, υποταγμένο στις ανάγκες της αγοράς, από τον οποίο το κράτος θα πρέπει να αποδεσμευτεί σταδιακά οικονομικά, αποτελεί η Γνώμη της για την Προσχολική Αγωγή. Δεν είναι τυχαίο ότι πουθενά δε γίνεται αναφορά στην απόφαση της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας (απόφαση που επικυρώθηκε με το άρθρο 32 του νόμου για τη «δημιουργία φορέα διαχείρισης ολοκληρωμένου προγράμματος δια βίου μάθησης) να αναιρέσουν τον προηγούμενο νόμο (νόμος 3518/2006), που ψήφισαν οι ίδιοι, κάτω από την πίεση της φετινής μεγάλης απεργίας των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας, για ένα έτος υποχρεωτική Προσχολική Αγωγή και να δώσουν το δικαίωμα στους δημοτικούς και ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς να λειτουργούν νηπιαγωγεία. Και αυτό δε γίνεται φυσικά από άγνοια, αφού η Γνώμη της Επιτροπής έπεται χρονικά της πράξης αυτής του ΥΠΕΠΘ (έκδοση Γνώμης 3 /7/2007). Γίνεται γιατί η ΟΚΕ συμφωνεί αναφανδόν με την «αποκέντρωση», όπως περιγράψαμε παραπάνω, αφού απαλλάσσει το αστικό κράτος από τα «περιττά» έξοδα της δημόσιας, δωρεάν Παιδείας και δίνει τη δυνατότητα σε «τοπικούς άρχοντες» και κεφάλαιο να κάνουν μπίζνες και με την εκπαίδευση.
Σκόπιμα, λοιπόν, μιλά κυρίως για «υπηρεσίες προσχολικής αγωγής», μπλέκοντας τα νηπιαγωγεία με τους παιδικούς σταθμούς, μέσα από ένα θολό λόγο, όπου δεν ξεχωρίζει κανείς με ευκρίνεια ποιος είναι ο ρόλος του νηπιαγωγείου (κυρίως εκπαιδευτικός στη συγκεκριμένη ηλικία των 4-6 ετών) και ποιος αυτός του παιδικού σταθμού (μέριμνα, φύλαξη), αν και κάνει αναφορά στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών του νηπιαγωγείου και στην ανυπαρξία αυτών στους παιδικούς σταθμούς. Αποδέχεται την κατ’ εξακολούθηση και στο διηνεκές λειτουργία νηπιαγωγείων μέσα στους παιδικούς σταθμούς και δε βάζει θέμα πουθενά για άμεση υλοποίηση του νόμου της μονοετούς υποχρεωτικότητας, με ταυτόχρονη απορρόφηση όλων των παιδιών από το δημόσιο νηπιαγωγείο, παρόλο που αυτό αποτελεί αίτημα της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας και όλου του εκπαιδευτικού κόσμου, για το οποίο μάλιστα έγιναν και απεργίες. Εκείνο μόνο που ζητά είναι «να διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής λειτουργίας της προσχολικής εκπαίδευσης. Και ως προς τη λειτουργία νηπιαγωγείων σε παιδικούς σταθμούς να εφαρμόζονται οι προδιαγραφές του ΥΠΕΠΘ».
Το γεγονός αυτό φανερώνει ότι η παραπάνω κίνηση της κυβέρνησης και του ΥΠΕΠΘ, να επιτρέψουν δήθεν για φέτος τη λειτουργία νηπιαγωγείων στους δημοτικούς και ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς, δεν είναι μια πρόσκαιρη λύση ανάγκης, αλλά μια πολιτική που θα έχει μέλλον και διάρκεια.
Η ΟΚΕ όχι τυχαία υπενθυμίζει και «το άρθρο 2, παρ. 1 του Ν.1566/85, το οποίο προβλέπει επιπλέον ότι τα νηπιαγωγεία μπορούν να εντάσσονται στα λεγόμενα ¨παιδικά κέντρα¨, δηλαδή στους πρώην κρατικούς παιδικούς σταθμούς, οι οποίοι στη συνέχεια περιήλθαν στην τοπική αυτοδιοίκηση με την υπαγωγή τους στους δημοτικούς σταθμούς». Το εδάφιο αυτό ως τώρα δεν είχε εφαρμογή, αφού τα νηπιακά τμήματα των παιδικών σταθμών δεν αναγνωρίζονταν ως νηπιαγωγεία, ως φορείς δηλαδή εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Να, λοιπόν, τώρα που έχει ο καιρός γυρίσματα και που η παράγραφος αυτή δεν είχε μπει τυχαία από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (ας τα βλέπουν αυτά οι οπαδοί των «παιδικών κέντρων» και κυρίως αυτοί της ΕΣΑΚ-ΔΕΕ, της συνδικαλιστικής παράταξης του Περισσού, που κατά τα άλλα είναι δήθεν φανατικοί -όψιμοι θα λέγαμε εμείς- πολέμιοι της «αποκέντρωσης»).
Υπαινίσσεται δε και αύξηση του ωραρίου λειτουργίας των δημόσιων νηπιαγωγείων, αφού παντού και πάντα προέχουν οι ανάγκες των γονιών (οι ανάγκες των καπιταλιστών δηλαδή) και όχι οι ανάγκες των παιδιών αυτής της ευαίσθητης ηλικίας.
Γιούλα Γκεσούλη








