Με την ένδειξη «Αποκλειστικό» δύο εκπαιδευτικά sites δημοσίευσαν τη μελέτη του υπουργείου Παιδείας για την Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΕ) στην Ελλάδα, που φέρει τον τίτλο «Η στρατηγική της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα 2016-2020».
Από την αρχή της μελέτης γίνεται καθαρό ότι η σχεδιαζόμενη «στρατηγική για την Ανώτατη Εκπαίδευση» θα καθοριστεί «σε συνδυασμό με τις σοβαρές διαρθρωτικές και θεσμικές αδυναμίες στην παραγωγική βάση της οικονομίας» και θα λάβει υπόψη της «τις συνθήκες και τις προκλήσεις του εγχώριου και διεθνούς περιβάλλοντος… το Ευρωπαϊκό και Εθνικό περιβάλλον πολιτικής, αλλά και τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες που προκύπτουν από τις πολιτικές της δημοσιονομικής εξυγίανσης» (σ.σ. οι συριζαίοι παίρνουν ως δεδομένο την άρπα-κόλλα ένταξη των ΤΕΙ στην Ανώτατη Εκπαίδευση, εξ ου και η εξ υπαρχής παραδοχή ότι η ΑΕ αποτελείται από δυο «παράλληλους τομείς», τον Πανεπιστημιακό Τομέα και τον Τεχνολογικό).
Και μόνον αυτές οι αναφορές είναι αρκετές για να καταλάβει κανείς την κατεύθυνση των σχεδιαζόμενων αλλαγών στην ΑΕ. Το «Ευρωπαϊκό και Εθνικό περιβάλλον πολιτικής» και οι «πολιτικές της δημοσιονομικής εξυγίανσης» παραπέμπουν στο σχεδιασμό μιας ΑΕ στο έδαφος της σκληρής πραγματικότητας των εσαεί μνημονίων και της αποδοχής του ρόλου της ψωροκώσταινας, που επιφυλάσσει για την Ελλάδα το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Ο καθορισμός της στρατηγικής «σε συνδυασμό με τις σοβαρές διαρθρωτικές και θεσμικές αδυναμίες στην παραγωγική βάση της οικονομίας» περιγράφει μια Ανώτατη Εκπαίδευση προσανατολισμένη στην ενίσχυση και επικράτηση της διαμόρφωσης του «μερικού» επιστήμονα, του επιστήμονα δηλαδή που κατέχει γνώσεις και δεξιότητες όχι σύμφωνα με την ολιστική θεώρηση της επιστήμης του, αλλά μόνον αυτές που απαιτεί η αγορά και η παραδοχή της απόλυτης εξειδίκευσής του. Η δε οικονομία -που είναι και αυτή που καθορίζει το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό της ανώτατης εκπαίδευσης- μιας χώρας όπως η Ελλάδα, μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, ενταγμένης στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, απόλυτα εξαρτημένης από το ξένο κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές δανειστές, παραπέμπει στον προσανατολισμό σε τομείς που υπαγορεύουν αυτός ο καπιταλιστικός καταμερισμός και οι ξένοι δυνάστες (χώρα γκαρσονιών και υπηρεσιών κυρίως).
Η μελέτη του υπουργείου Παιδείας κάνει τις ακόλουθες παραδοχές και συνεπώς μας προετοιμάζει για τις σχεδιαζόμενες «αναγκαίες δράσεις»:
♦ Κάθε χρόνο, τα Α.Ε.Ι. δέχονται περίπου 70.000 με 80.000 νέους φοιτητές. Ο συνολικός αριθμός των τακτικών φοιτητών σταθεροποιήθηκε την τελευταία πενταετία στο επίπεδο των 270.000 – 280.000 φοιτητών. Ο αριθμός των φοιτητών που έχουν τελειώσει τα προβλεπόμενα από το νόμο έτη σπουδών και οφείλουν μαθήματα έχει διπλασιαστεί την τελευταία δωδεκαετία στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ.
Το ποσοστό των αποφοίτων ανά έτος τα τελευταία χρόνια, ανέρχεται στο 18% περίπου του συνόλου των «ενεργών» φοιτητών, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση του συνολικού αριθμού των φοιτητών πέραν των κανονικών εξαμήνων. Γι’ αυτό, σημαντικό ρόλο έχουν παράγοντες όπως το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον της δημοσιονομικής κρίσης, τα προβλήματα διοίκησης και διαχείρισης των ιδρυμάτων, η δομή και η ποιότητα της διδασκαλίας, η ελλειμματική φοιτητική μέριμνα και η συρρικνωμένη υποστήριξη των φοιτητών, καθώς επίσης οι ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας του κάθε ιδρύματος (πχ. ιδρύματα σε απομακρυσμένες περιοχές, κ.λπ).
Συμπέρασμα: Οι συριζαίοι μελετούν τρόπους για την αύξηση του αριθμού των «ενεργών» φοιτητών. Τρόπους κυρίως με πειθαναγκαστικό περιεχόμενο (π.χ. αλυσίδες μαθημάτων, προαπαιτούμενα κ.ά), αφού τα περί ενίσχυσης της φοιτητικής μέριμνας (σίτιση, στέγαση, δωρεάν συγγράμματα) είναι παραμύθια. Αλλωστε, δεν είναι τυχαία η πρόταση Γαβρόγλου για ανάθεση αυτής της αρμοδιότητας αποκλειστικά στα ίδια τα ιδρύματα, γεγονός που θα τα εξαναγκάσει, δεδομένης της απαράδεκτα χαμηλής κρατικής χρηματοδότησης, σε ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας της και στον περιορισμό του αριθμού των φοιτητών που τη δικαιούνται.
Σχεδιάζουν επίσης την εφαρμογή νέου κύκλου συγχωνεύσεων και καταργήσεων Τμημάτων, Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
♦ Tα Πανεπιστήμια έχουν ιδρύσει την τελευταία δωδεκαετία έναν αυξανόμενο αριθμό μεταπτυχιακών προγραμμάτων που προσελκύουν αυξητικά σημαντικό αριθμό φοιτητών, ο οποίος και έχει υπέρ-διπλασιαστεί την τελευταία δωδεκαετία (αύξηση 119,8%), με το 1/4 περίπου αυτών όμως να λαμβάνει τελικώς μεταπτυχιακό δίπλωμα. Παρομοίως, οι υποψήφιοι διδάκτορες φοιτητές έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 2003 στο 2014 (αύξηση 90,3%), με λιγότερο από το 1/10 αυτών όμως τελικά να ολοκληρώνει τη διδακτορική διατριβή. Παρομοίως, τα ΤΕΙ έχουν ιδρύσει τα τελευταία χρόνια έναν αυξανόμενο αριθμό μεταπτυχιακών προγραμμάτων που προσελκύουν πολλαπλασιαστικά αυξανόμενο αριθμό φοιτητών, ο οποίος και έχει αυξηθεί κατά 257,8% από το 2006, με κυμαινόμενο αριθμό απόφοιτων από 25%-50%.
Συμπέρασμα: Αναμένονται αλλαγές στις μεταπτυχιακές σπουδές, που έχουν γιγαντωθεί λόγω του αυξανόμενου ενδιαφέροντος των φοιτητών, που αναζητούν τρόπους για επαγγελματική αποκατάσταση (ο φόβος της ανεργίας έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις), αλλά και για το ότι αυτές αποτελούν μια επικερδή μπίζνα για τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ (τα τελευταία, μέσω αυτών, επιζητούν και την αναβάθμισή τους, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα).
Αν κρίνουμε από τις υποσχέσεις Γαβρόγλου στους πρυτάνεις, έπειτα από τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε το νομοσχέδιο της πρώην αναπληρώτριας υπουργού Σίας Αναγνωστοπούλου, το οποίο και τελικά αποσύρθηκε, οι αλλαγές δεν θα καταργούν τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, ούτε θα καθορίζουν ανώτατο πλαφόν σε αυτά. Θα ρυθμίζονται από τα ίδια τα ΑΕΙ, που θα υποβάλλουν αιτιολογικές μελέτες (λέμε τώρα). Οι δε υποσχέσεις του υπουργού ότι θα ληφθούν μέτρα ώστε να μην απορρίπτονται οι οικονομικά αδύνατοι φοιτητές από αυτά, είναι απλώς η χρυσόσκονη που καλύπτει το «χάπι» (αλήθεια, πόσες υποτροφίες μπορούν να δοθούν, από ποιους και με ποια κριτήρια;).
♦ Το πλήθος του διδακτικού προσωπικού έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, από το μέγιστο 24.636 το 2009/10 σε 14.686 το 2014/15. Πρόκειται για μια μείωση της τάξης του 40% λόγω της συνταξιοδότησης του μόνιμου διδακτικού προσωπικού και της σοβαρής μείωσης των κονδυλίων για τις προσωρινές θέσεις διδασκαλίας.
Συμπέρασμα: Η διαπίστωση είναι άνευ αντικειμένου. Γίνεται μόνο για δημαγωγικούς λόγους. Η διαχείριση της κρίσης από τους συριζαίους, οι οποίοι έχουν αποδείξει με έργα ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πάρουν τα επαχθέστερα μέτρα, ώστε να παραμείνουν στην εξουσία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για διορισμούς του απαραίτητου μόνιμου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Η κατάσταση θα διαιωνίζεται με τους συμβασιούχους καθηγητές, που εργάζονται με χαμηλές αποδοχές και μεσαιωνικές εργασιακές σχέσεις, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ποιότητα της διδασκαλίας.
υ Τα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης που εφαρμόζονται από το 2010 οδήγησαν σε μια δραματική μείωση των κονδυλίων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για την ΑΕ. Η καταγεγραμμένη μείωση, για την περίοδο 2009-2013, ανέρχεται περίπου στο 31,74%, αλλά η πραγματική μείωση τα τελευταία 6 χρόνια είναι πολύ μεγαλύτερη. Περιλαμβάνονται οι μειώσεις στους μισθούς του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού κατά περίπου 30-40%, περικοπές σε λειτουργικά έξοδα κατά περίπου 50-60% και σημαντικότατες περικοπές κατά 60- 80% στον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων που αφορούσε στη συντήρηση, στον επιστημονικό εξοπλισμό για τα εργαστήρια και την έρευνα ή τις εκπαιδευτικές υποδομές.
Οι περικοπές στον προϋπολογισμό για τα τρέχοντα έξοδα καθιστά την λειτουργία των ΑΕΙ πολύ δύσκολη, καθώς δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις βασικές τους ανάγκες. Μέρος των λειτουργικών εξόδων των ΑΕΙ και κυρίως των Πανεπιστημίων καλύπτεται σε πολλές περιπτώσεις από ίδιες πηγές που προέρχονται από τις γενικές δαπάνες των ερευνητικών προγραμμάτων, όπως επίσης και από έσοδα από άλλες δραστηριότητες, όπως αμοιβές από μεταπτυχιακά προγράμματα, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης ή υπηρεσίες εργαστηρίων.
Συμπέρασμα: Και αυτή η διαπίστωση έχει την ίδια αξία με την προηγούμενη. Το γαϊτανάκι της ανάπτυξης του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου, που επινοεί διαρκώς και με την κάλυψη του νόμου (η αρχή έγινε με το νόμο Διαμαντοπούλου) νέες πηγές εσόδων (δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, προγράμματα κατάρτισης και πιστοποίησης δεξιοτήτων, κ.λπ.), εκτός της κρατικής χρηματοδότησης, θα συνεχιστεί.
Εξ ου και η αποστροφή της μελέτης ότι «Η έλλειψη δημόσιων πιστώσεων μπορεί εν μέρει να καλυφθεί από αυτοχρηματοδότηση των Ιδρυμάτων, μέσω της ενεργοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού και της πιστοποιημένης εκπαίδευσης, μέσα από χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ καθώς και μέσα από τη δόμηση εσωτερικών αποτελεσματικών συστημάτων διαχείρισης των πόρων τους».
♦ Η Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση αποτελεί το βασικό στόχο του Ευρωπαϊκού Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, στον οποίο έχει ενταχθεί και η Ελλάδα. Η πολιτική και οι διαδικασίες Διασφάλισης Ποιότητας των ΑΕΙ, όπως και των ακαδημαϊκών τους μονάδων (Σχολών, Τμημάτων κλπ.), αξιολογούνται και πιστοποιούνται περιοδικά – τόσο εσωτερικά, με ευθύνη των ΜΟΔΙΠ (Μονάδες Διασφάλισης Ποιότητας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων), όσο και εξωτερικά, με ευθύνη της Α.ΔΙ.Π. (Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση).
Η διαδικασία της εσωτερικής αξιολόγησης επικουρεί τα ΑΕΙ στην επιθεώρηση των εσωτερικών διαδικασιών τους. Η διαδικασία εξωτερικής αξιολόγησης πραγματοποιείται με την βοήθεια ανεξάρτητων αξιολογητών που συνήθως είναι ανώτερα μέλη Δ.Ε.Π σε αναγνωρισμένα Πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Τα σχήματα (σ.σ. περιέχονται στη μελέτη) δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εκθέσεων αξιολόγησης διαπιστώνουν ότι η δομή και η οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών, η επικαιροποίηση του προγράμματος σπουδών και η πρακτική άσκηση είναι ικανοποιητικά. Προκύπτουν ανησυχίες σχετικά με την ύπαρξη επικαλύψεων και του υπερβολικού όγκου μαθημάτων, καθώς και για το ζήτημα της πτυχιακής εργασίας. Ανησυχίες προκύπτουν και σχετικά με την αξιολόγηση της διδασκαλίας που εφαρμόζεται στα περισσότερα ΑΕΙ και την ποιότητα του εργαστηριακού εξοπλισμού…
Συμπέρασμα: Οι συριζαίοι αναπέμπουν ύμνους στην αξιολόγηση των ΑΕΙ, που νομικά αποθεώθηκε με το νόμο Διαμαντοπούλου, ο οποίος, για να μην ξεχνιόμαστε, συνδέει την αξιολόγηση των ιδρυμάτων με τη χρηματοδότησή τους.
Αποδέχονται ότι θα εργαστούν για τη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, που στην ουσία έχει να κάνει με την προώθηση των κατευθύνσεων της κακόφημης Διακήρυξης της Μπολόνια (σπουδές που καταργούν τον ενιαίο τρόπο προσέγγισης της επιστήμης -εξ ου και οι πιστωτικές μονάδες-, ατομικές διαδρομές των φοιτητών, πτυχία για όλα τα γούστα και σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, κ.λπ.). Και αναφέρονται μετ’ επαίνων στην κατάταξη των ελληνικών πανεπιστημίων στις διεθνείς λίστες κατάταξης.
Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί από τις στήλες της Κόντρας στη σκληρή ανταγωνιστικότητα των πανεπιστημίων και στο φιάσκο των λιστών της διεθνούς κατάταξής τους. Μιλάμε για φιάσκο γιατί πρώτον, η κατάταξη αυτή λαμβάνει υπόψη της δεδομένα από έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων όλου του κόσμου, με εντελώς διαφορετικά καθεστώτα λειτουργίας και δεύτερον, γιατί τα κριτήρια κατάταξης είναι αυθαίρετα και ποσοτικά (π.χ. ποια είναι η συμμετοχή των αποφοίτων σε διεθνείς διαγωνισμούς, πόσοι από τους καθηγητές είναι καταξιωμένοι με βραβεία, πόσο «δημοφιλή» είναι τα ιδρύματα στους καθηγητές παγκοσμίως, δηλαδή αν μπορούν να τους προσελκύουν για δουλειά με παχυλούς μισθούς, σε ποιο βαθμό ικανοποιούν τα αιτήματα των καπιταλιστών, πόσο «καλούς» φοιτητές (με τον τρόπο που εννοεί ο καπιταλισμός το «καλός») διαθέτουν, αν έχουν μεγάλη παραγωγή «αποδοτικής» έρευνας (δηλαδή έρευνας κατά παραγγελία καπιταλιστικών επιχειρήσεων), αν έχουν δημιουργήσει παραρτήματα σε άλλες χώρες, κ.λπ.).
♦ Παρά την αυτονομία, τα ΑΕΙ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις του υπουργού Παιδείας για τη λειτουργία τους, καθώς και ο ετήσιος προϋπολογισμός του κάθε ιδρύματος, όσο και ο αριθμός των νέων φοιτητών (συνήθως μεγαλύτερος από αυτόν που θέλουν ή είναι ικανά να δεχτούν τα ΑΕΙ) αποφασίζεται κάθε χρόνο από το υπουργείο. Αυτά τα δυο μεγέθη που είναι καθοριστικά για την αποτελεσματική λειτουργία των ΑΕΙ (και συνδέονται άμεσα μεταξύ τους) πρέπει να οριστούν με αμερόληπτο τρόπο και σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Συμπέρασμα: Η «αυτονομία» των ΑΕΙ συνδέεται με τη χρηματοδότησή τους και τον αριθμό των φοιτητών που αυτά είναι «ικανά» να δεχτούν σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης. Και τα δυο αυτά μεγέθη θα καθοριστούν σύμφωνα με τα «διεθνή πρότυπα». Κοντολογίς, θα πάμε σε μείωση του αριθμού των φοιτητών και σε κατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων ως προς τη χρηματοδότηση.
♦ Η ισχνή σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας φαίνεται ότι συνιστά κρίσιμο παράγοντα για την περιορισμένη συμβολή της ανώτατης εκπαίδευσης στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Συμπέρασμα: Η αναφορά αυτή παραπέμπει σε ό,τι σημειώσαμε εισαγωγικά. Η «αναπτυξιακή πορεία» της χώρας, που είναι προδιαγεγραμμένη στον καπιταλισμό και στο πλαίσιο του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας και μάλιστα στην περίοδο των Μνημονίων διαρκείας, θα καθορίσει και τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό είναι το «ευαγγέλιο» των συριζαίων, που αναμένουν και τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ και της ΕΕ για να προχωρήσουν στις «μεταρρυθμίσεις».
Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι η μελέτη του υπουργείου Παιδείας αναφέρει ότι «στην πλειοψηφία τους, οι προτεινόμενες κατηγορίες παρεμβάσεων θα χρηματοδοτηθούν κυρίως μέσω της αξιοποίησης του Επιχειρησιακού Προγράμματος (Ε.Π.) «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση 2014 – 2020», της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, των ΠΕΠ και άλλων Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, όπως το Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία 2014-2020» και το Ε.Π. «Μεταρρύθμιση Δημοσίου Τομέα 2014-2020».
Γιούλα Γκεσούλη








