Με 10,2% έτρεχε ο επίσημος πληθωρισμός τον Απρίλη και οι προβλέψεις λένε πως το δίμηνο Μάη-Ιούνη θα εκτιναχτεί σε μεγαλύτερα ύψη, φτάνοντας ενδεχομένως και το 15%.
Ποιος πληθωρισμός, όμως; Αυτός που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ. Ενας πληθωρισμός κάλπικος, που σκοπό έχει να υποτιμήσει τεχνητά την αξία της εργατικής δύναμης. Ο πραγματικός πληθωρισμός για την εργατική τάξη, για τις λαϊκές οικογένειες, είναι σημαντικά μεγαλύτερος.
Η απάτη: πλούσιοι και φτωχοί ίσα κι όμοια
Ο πληθωρισμός υπολογίζεται από την εξέλιξη του λεγόμενου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ). Αυτός ο δείκτης καταρτίζεται με βάση την εξέλιξη των τιμών σε ένα πακέτο αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία συμμετέχουν –κατά ομάδες- στο δείκτη, με βάση μια ορισμένη στάθμιση: τόσο οι μεταφορές, τόσο το σχολείο, τόσο η υγεία, τόσο τα τρόφιμα-ποτά, τόσο η ένδυση-υπόδηση κτλ.
Για να γίνει αντιληπτό ποιες είναι οι ομάδες των αγαθών και υπηρεσιών που αποτελούν τους επιμέρους δείκτες του ΔΤΚ, παραθέτουμε τον βασικό πίνακα από το τελευταίο Δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ (Απρίλης 2022):
Στη δεύτερη στήλη του πίνακα βλέπουμε τις σταθμίσεις με τις οποίες κάθε ομάδα συμμετέχει στον ΔΤΚ. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, για κάθε χιλιάρικο οικογενειακής δαπάνης, 211 ευρώ πάνε σε τρόφιμα, 161 ευρώ πάνε στη στέγαση (περιλαμβάνεται το ενοίκιο, το ηλεκτρικό, η ύδρευση, το φυσικό αέριο ή πετρέλαιο για θέρμανση) και τα υπόλοιπα μοιράζονται στις άλλες κατηγορίες.
Αρκεί μόνο μια ματιά για να αναφωνήσει ένας εργαζόμενος: «Τι λέτε, ρε;». Είναι δυνατόν ένα τετραμελές εργατικό νοικοκυριό, με εργαζόμενους και τους δυο γονείς και καθαρό εισόδημα δύο χιλιάρικα το μήνα (παίρνουμε… υψηλόμισθους), να δαπανά μ’ αυτόν τον τρόπο το εισόδημά του; Δηλαδή να ξοδεύει 200 ευρώ το μήνα σε «ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια» και μόνο 420 ευρώ σε «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά»;
Είναι δυνατόν αυτό το νοικοκυριό να ξοδεύει για στέγαση (ενοίκιο, ηλεκτρικό, θέρμανση, ύδρευση) μόλις 320 ευρώ, που δε φτάνουν ούτε για ενοίκιο γκαρσονιέρας στην Κυψέλη (χώρια ηλεκτρικό, θέρμανση, ύδρευση); Αυτοί, βέβαια, υπολογίζουν μόνο τα νοικοκυριά που πληρώνουν ενοίκιο. Για εκείνα που μένουν σε ιδιόκτητη κατοικία δεν υπάρχουν ούτε δαπάνη δόσεων στεγαστικού δανείου ούτε υπολογισμός κάποιας απόδοσης επί του κεφαλαίου που έχουν καταβάλει για την αγορά ή την ανέγερση της κατοικίας. [Είναι το γνωστό κόλπο, που μέσω της ιδιόκτητης στέγης των εργατικών νοικοκυριών, ρίχνουν την αξία της εργατικής δύναμης, απαλλάσσοντας την καπιταλιστική εργοδοσία (ιδιωτική και δημόσια) από την υποχρέωση να καλύπτει τα έξοδα στέγασης της εργατικής οικογένειας].
Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως, καθαρά εμπειρικά, ότι «κάτι δεν πάει καλά» μ’ αυτόν τον δείκτη. Κάποια απατεωνιά γίνεται. Και είναι ακριβώς έτσι.
Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που μπαίνουν στο «καλάθι», όπως και η στάθμισή τους, ορίζονται από την περιβόητη «έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών» της ΕΛΣΤΑΤ. Αν δει κανείς την πιο πρόσφατη «έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών» (2020), θα διαπιστώσει πως έγινε σε ένα ισχνό δείγμα (6.256 νοικοκυριά), χωρίς να δίνονται στοιχεία για την ταξική διαστρωμάτωση του δείγματος. Τα νοικοκυριά χωρίζονται με κριτήρια ηλικιακά, τόπου κατοικίας, αριθμού ατόμων, όχι όμως με ταξικά κριτήρια.
Για παράδειγμα, τετραμελής μπορεί να είναι μια οικογένεια εργατών και μια οικογένεια καπιταλιστών, που έχουν ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο κατανάλωσης.
Είναι χαρακτηριστικός ο «δείκτης συνθηκών διαβίωσης», που ορίζει ως «ανέσεις των νοικοκυριών στην κύρια κατοικία»: έγχρωμη τηλεόραση, ηλεκτρονικό υπολογιστή, τουλάχιστον ένα κινητό, δεύτερη κατοικία, πλυντήριο πιάτων, σταθερό τηλέφωνο, καταψύκτη, κεντρική θέρμανση, τουλάχιστον ένα ΙΧ αυτοκίνητο, κλειστό χώρο στάθμευσης. Αν εξαιρέσουμε τη δεύτερη κατοικία και τον κλειστό χώρο στάθμευσης (που έχουν σίγουρα τα αστικά νοικοκυριά, αλλά δεν έχουν τα εργατικά νοικοκυριά, πλην εξαιρέσεων), όλα τα υπόλοιπα τα βρίσκεις σε κάθε εργατικό νοικοκυριό. Ομως, σε μια βιλάρα ή σπιταρώνα στα βόρεια προάστια μόνο αυτά τα απαραίτητα υπάρχουν; Το εξοχικό του καπιταλιστή στην Αράχωβα ή/και στη Σαντορίνη μπορεί να μπει στον κοινό παρονομαστή της «δεύτερης κατοικίας» με το πατρικό μιας εργατικής οικογένειας σε κάποιο χωριό ή μ’ ένα εξοχικό 50-60 τμ στη Λούτσα ή στη Σαλαμίνα; Μ’ αυτά τα κριτήρια, όμως, εξισώνουν επί της ουσίας αστικά και εργατικά νοικοκυριά και φτιάχνουν τον κάλπικο δείκτη τους.
Εκεί, λοιπόν, γίνεται η απάτη. Κάνουν μια έρευνα διαταξική, ανακατεύουν εργατικές, μικροαστικές, μεσοαστικές και μεγαλοαστικές οικογένειες (έστω με κάποια ψευτοστάθμιση, που δεν μπορούμε να την ελέγξουμε) και βγάζουν ένα μέσο όρο «καταναλωτικού προτύπου». ‘Η «καλαθιού της νοικοκυράς», όπως το έλεγαν παλαιότερα.
Ακόμα και πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν αποφανθεί ότι δεν είναι σωστό να υπολογίζεται ο ΔΤΚ με διαταξικά κριτήρια, γιατί δεν έχουν όλα τα νοικοκυριά το ίδιο επίπεδο κατανάλωσης. Το 2003, το Εργαστήριο Οικονομετρίας του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης έκανε μια μελέτη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ΔΤΚ της τότε ΕΣΥΕ (σημερινή ΕΛΣΤΑΤ) δεν είναι αντικειμενικός. Το Πανεπιστημιακό Εργαστήριο κατήρτισε τρεις ΔΤΚ, με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσίασε σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» (18.05.2003) ο διευθυντής του Εργαστηρίου, καθηγητής Δικαίος Τσερκέζος. Φυσικά, τέτοιες μελέτες «θάβονται» και παύει κάθε συζήτηση επί του περιεχομένου τους.
Παραθέτουμε τον πίνακα που συνόδευε το άρθρο (δημοσιεύτηκε στην Κόντρα στις 24.05.2003).
Οπως βλέπουμε, το Πανεπιστημιακό Εργαστήριο καθόρισε τρεις κατηγορίες: χαμηλές, μέσες και υψηλές εισοδηματικές τάξεις. Δεν έχουμε δει τα μαθηματικά τους μοντέλα, όμως σίγουρα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα σε σχέση με τη διαταξική «σούπα» της «έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών». Το σημαντικό είναι πως όσο κατεβαίνουμε εισοδηματική κατηγορία, τόσο πιο άδικος γίνεται ο επίσημος ΔΤΚ. Το αντίθετο συμβαίνει όσο ανεβαίνουμε κατηγορία.
Για παράδειγμα, όταν ο επίσημος ΔΤΚ είναι 3,83%, για τα χαμηλά εισοδήματα είναι 4,37%, για τα μεσαία εισοδήματα είναι 4,06% και για τα ψηλά εισοδήματα είναι 3,09%. Κάποιους μήνες μπορεί να εμφανίζονται «ευνοημένα» τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα (αυτό έχει να κάνει με το πόσο αυξήθηκαν ή μειώθηκαν οι επιμέρους δείκτες που συγκροτούν τον ΔΤΚ, π.χ. η μαναβική το καλοκαίρι), συνολικά όμως ο επίσημος ΔΤΚ εμφανίζεται χαμηλότερος από τον δείκτη που αφορά τα χαμηλά εισοδήματα, ακόμα και τα μεσαία.
Επαναλαμβάνουμε ότι δεν παίρνουμε αυτή τη μελέτη ως απόλυτο οδηγό, αλλά ως μια ένδειξη για το πόσο απατεωνίστικος είναι ο επίσημος ΔΤΚ και ο πληθωρισμός που ανακοινώνεται.
Ετσι εξηγείται το φαινομενικά αντιφατικό γεγονός, η ΕΛΣΤΑΤ να ανακοινώνει τον επίσημο πληθωρισμό (αύξηση του ΔΤΚ) και ο εργαζόμενος λαός να μην πιστεύει στα μάτια του και να αναφωνεί: «Μα είναι δυνατον να είναι μόνο τόσο; Εδώ τα λεφτά εξαφανίζονται από τα μισά του μήνα και αναγκαζόμαστε να κάνουμε περικοπές ακόμα και στα τρόφιμα»!
Δεν υπάρχει κανένα λάθος στην εμπειρία των λαϊκών νοικοκυριών, που οι ανάγκες τους είναι μετρημένες με το σταγονόμετρο και γι’ αυτό καταλαβαίνουν αμέσως τις επιπτώσεις της ακρίβειας. Αυτό που φαίνεται σαν αντίφαση, οφείλεται στην απάτη που κρύβει ο επίσημος ΔΤΚ.
Ρίχνουν την αξία της εργατικής δύναμης
Με τον πλαστό ΔΤΚ, που εμφανίζει σημαντικά υποτιμημένο τον πληθωρισμό για την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα, οι αστικές κυβερνήσεις και οι καπιταλιστές ρίχνουν την αξία της εργατικής δύναμης, προσπαθώντας να αποφύγουν την πίεση των εργαζόμενων για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις και για μειώσεις στους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ και Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης).
Γι’ αυτό θα μιλήσουμε αναλυτικά σε επόμενο σημείωμα. Επί του παρόντος ας κρατήσουμε το ότι ο επίσημος πληθωρισμός είναι υποτιμημένος σε ό,τι αφορά τα εργατικά και λαϊκά εισοδήματα. Ο πραγματικός πληθωρισμός για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με βάση τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αγοράζουν, είναι σημαντικά υψηλότερος. Γι’ αυτό και τα λαϊκά νοικοκυριά στενάζουν από την ακρίβεια.
Πόσο υψηλότερος δεν μπορούμε να το καθορίσουμε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια σε βάθος έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών για τα εργατικά και λαϊκά εισοδήματα, ώστε να καθοριστεί ένα «καλάθι» που να ανταποκρίνεται στα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αγοράζουν τα εργατικά νοικοκυριά της πόλης και στη συμμετοχή που έχουν αυτά τα προϊόντα και οι υπηρεσίες στις μηνιαίες δαπάνες τους. Και στη συνέχεια, να παρακολουθείται η εξέλιξη των τιμών σ’ αυτά ακριβώς τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και όχι στη διαταξική «σούπα» της ΕΛΣΤΑΤ.