Πού βρισκόμασταν πριν από πενήντα μέρες; Ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο είχαν βγει στο μεϊντάνι και ανακοίνωναν την έξοδο από το Μνημόνιο και το διώξιμο της τρόικας, ενώ δήλωναν με περηφάνεια ότι δε χρειάζονται τις υπόλοιπες δόσεις από το ΔΝΤ. Παράλληλα, ζητούσαν παρασκηνιακά από τη Μέρκελ να ανοίξει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους, πιστεύοντας ότι με μια απόφαση για επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανείων θα μπορούσαν άνετα να μαζέψουν 180 βουλευτές και να επιμηκύνουν τη θητεία της κυβέρνησής τους.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Σαμαράς και Βενιζέλος παρακαλούν την τρόικα να έρθει στην Αθήνα για να κλείσει την τελευταία επιθεώρηση, ενώ αντιμετωπίζουν με δέος την προοπτική να μην τους διευκολύνει καθόλου η Μέρκελ όχι στο θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, που πλέον έρχεται τελευταίο στη σειρά, αλλά στο άνοιγμα μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης από τον ESM, η οποία φυσικά θα συνοδεύεται από όρους. Τρέμουν στην ιδέα ότι μπορεί το πακέτο αυτών των όρων να ονομαστεί και πάλι Μνημόνιο.
Αυτή η τούμπα σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών αποτελεί ασφαλώς φιάσκο των Σαμαρά-Βενιζέλου, οι οποίοι πίστεψαν ότι οι δανειστές θα τους κάνουν τα χατίρια. Δεν αφορά άραγε τον ΣΥΡΙΖΑ; Το ερώτημα τίθεται συνεχώς στα στελέχη του που εμφανίζονται στα ΜΜΕ. Μια πειστική απάντηση μέχρι τώρα δεν έχουν δώσει.
Ρωτήθηκε ο Γ. Σταθάκης από τη «Free Sunday», στην οποία έδωσε συνέντευξη την περασμένη Κυριακή: «Οι εταίροι πιέζουν την κυβέρνηση για νέο μνημόνιο, λέτε, και έτσι είναι. Τη δική σας κυβέρνηση γιατί δεν θα την πιέσουν;». Η απάντησή του ήταν άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε: «Η διαπραγμάτευση δεν θα είναι εύκολη φυσικά. Η δική μας πολιτική, όμως, είναι η υπεράσπιση της κοινωνίας, η σταθεροποίηση και επανεκκίνηση της οικονομίας και η ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Με αυτό το πρόγραμμα ως οδηγό για την ανάπτυξη θα διαπραγματευτούμε με τους εταίρους-πιστωτές την απαραίτητη απομείωση του δημόσιου χρέους. Αντίθετα, το πρόγραμμα της κυβέρνησης είναι το μνημόνιο, το έχει συμφωνήσει με τους δανειστές και δεν έχει τίποτα να διαπραγματευτεί μαζί τους».
Στο ερώτημα δεν έδωσε απάντηση. Παλιότερα, απαντώντας στο ίδιο ερώτημα, ο Τσίπρας έλεγε διάφορα φαιδρά περί… υπερόπλων. Πότε έλεγε πως θα εκβιάσει τους δανειστές, διότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα οδηγούσε σε κατάρρευση της Ευρωζώνης, και πότε βάφτιζε υπερόπλο τα ελληνικά ενεργειακά αποθέματα (τα οποία, βέβαια, ακόμη δεν έχουν βρεθεί). Τώρα, αφού στο μεταξύ έχουν ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε καμιά μονομερή ενέργεια, αλλά θα σεβαστούν απόλυτα την κοινοτική νομιμότητα, δεν μπορούν να αρθρώσουν ούτε εκείνα τα άθλια επιχειρήματα περί υπερόπλων. Τώρα οι απαντήσεις τους είναι του στιλ Σταθάκη: εμείς έχουμε πρόγραμμα και μ’ αυτό θα διαπραγματευθούμε! Μα το θέμα δεν είναι τι σκοπεύεις να κάνεις εσύ, αλλά με τι όπλα θα μπεις σε μια διαπραγμάτευση; Οταν πλέον δεν αναφέρεις ούτε ένα τέτοιο όπλο, ενώ έχεις διαγράψει από το λεξιλόγιό σου όλα εκείνα τα παλιά (τα δημαγωγικά έστω), είναι σα να λες «μ’ εμένα θα διαπραγματευθούν γιατί… είμαι όμορφος».
Το σημαντικότερο στην ίδια συνέντευξη του Σταθάκη είναι ότι προαναγγέλλει νέο δανεισμό. Αν δεν κάνουμε λάθος, είναι η πρώτη φορά που στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για νέο δανεισμό, επιβεβαιώνοντας έτσι το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους που λέει ότι τη διετία 2015-16 θα χρειαστούν 27,5 δισ. ευρώ για να καλυφθεί το περιβόητο χρηματοδοτικό κενό. Λέει ο Σταθάκης: «Η πρόσβαση στις αγορές είναι δύσκολη γιατί η κυβέρνηση είναι αδύναμη και παλινωδεί με ερασιτεχνικούς και αντιφατικούς χειρισμούς. Οι εκλογές θα οδηγήσουν σε μια σταθερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή σε πολιτική σταθερότητα. Οι αγορές, με τη σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος, θα αντιδράσουν διαφορετικά».
Γιατί θα χρειαστεί μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να δανειστεί (πέρα από τις υπολειπόμενες δόσεις του ΔΝΤ, οι οποίες θεωρείται δεδομένο ότι θα αντληθούν κανονικά, μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2016); Θα χρειαστεί νέος δανεισμός προκειμένου να αποπληρωθούν δάνεια που λήγουν, γιατί απλούστατα -και αν ακόμη θεωρήσουμε, ως υπόθεση εργασίας, ότι οι δανειστές θα δεχτούν τη διαπραγμάτευση για την «απομείωση του χρέους», που θα προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ- αυτό θα πάρει χρόνο και στο μεταξύ οι υποχρεώσεις θα τρέχουν και τα δάνεια θα πρέπει να αποπληρώνονται κανονικά, όπως ρητά δεσμεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το επιχείρημα ότι οι «αγορές» θα δουν μια σταθερή κυβέρνηση και θ’ αντιδράσουν διαφορετικά, δηλαδή θα ρίξουν τα επιτόκια, είναι επιεικώς γελοίο. Εκείνο που καθορίζει το ύψος των επιτοκίων είναι η υπερχρέωση μιας χώρας και η ανάγκη της για νέα δάνεια. Ακόμη και αν τα επιτόκια των «αγορών» δεν είναι στα σημερινά επίπεδα, θα είναι και πάλι τοκογλυφικά, όπως ήταν και την περασμένη άνοιξη, όταν βγήκε στις «αγορές» η κυβέρνηση.