Αν ο Τσίπρας έπαιζε τον Ιούλιο Καίσαρα (σε επιθεώρηση Δελφινάριου), θα τον έβαζαν να αναφωνήσει: «Και συ Πιερ;». Ομως ούτε ο Τσίπρας είναι ο υποψήφιος δικτάτορας Γάιος Ιούλιος Καίσαρας ούτε ο Μοσκοβισί είναι ο δημοκρατικός πατρίκιος Μάρκος Ιούνιος Βρούτος. Ο Τσίπρας είναι ένας απερχόμενος πρωθυπουργός και ο Μοσκοβισί είναι ένας ξεκρέμαστος σοσιαλδημοκράτης, που για να συνεχίσει να διαδραματίζει κάποιο ρόλο στις ευρωπαϊκές (ή έστω στις γαλλικές) υποθέσεις θα πρέπει να απομακρυνθεί από τον «τοξικό» (πλέον) Τσίπρα.
Δεν έχει υπάρξει άλλος ευρωπαίος αξιωματούχος που να του έχουν επιδαψιλευτεί τόσες τιμές στην Ελλάδα, που να έχει διαβεί τόσες φορές την πόρτα του μεγάρου Μαξίμου και του προεδρικού μεγάρου και να έχει δεχτεί τόσα κρατικά παράσημα. Αλλά και ο Μοσκοβισί ανταπέδιδε. Σταθερός «φίλος της Ελλάδας», φρόντιζε να κατεβάζει τους τόνους όταν άλλοι αξιωματούχοι των Βρυξελλών τους ανέβαζαν και να λέει καλά λόγια για την πρόοδο που σημειώνεται στην ελληνική οικονομία. Δεν είχαν, φυσικά, κανένα πρακτικό αντίκρισμα τα όσα δήλωνε κατά καιρούς ο επίτροπος Οικονομικών, έπαιζαν όμως ρόλο στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι.
Μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, όμως, και την εξαγγελία πρόωρων εκλογών από τον Τσίπρα, αυτά έγιναν «περσινά ξινά σταφύλια». Τώρα, ο «καλός» Μοσκοβισί συναγωνίζεται τον «κακό» Ντομπρόβσκις σε σκληρότητα προειδοποιήσεων για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, πλήττοντας τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ εκεί που προηγουμένως τους ευνοούσε: στο πεδίο της επικοινωνίας (της προπαγάνδας δηλαδή). «Πρέπει να δράσουμε με ευφυή αλλά αυστηρό τρόπο», είπε ο Μοσκοβισί. Και συνέχισε: «Η Εκθεσή μας για την Ελλάδα δείχνει ότι ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο με θετικό τρόπο, με δημοσιονομικά πλεονάσματα και σταδιακά επιστρέφει στις αγορές που είναι πολύ θετικό γι' αυτήν. Αλλά η Εκθεση σημειώνει καθυστερήσεις στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, υπάρχουν κίνδυνοι σε σχέση με τα συμφωνηθέντα. Οποια κι αν είναι η νέα κυβέρνηση η Κομισιόν θα στηρίζει την Ελλάδα».
Ο Ντομπρόβσκις έκανε πιο γρήγορα τα βήματα προς την επερχόμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη: «Η ορμή των μεταρρυθμίσεων έχει επιβραδυνθεί τους τελευταίους μήνες. Η Ελλάδα υιοθέτησε μια σειρά δημοσιονομικών μέτρων και είπε ότι θα πάρει και άλλα αργότερα. Η σημερινή Εκθεση τονίζει ότι το πακέτο είναι κοστοβόρο, υπάρχει ρίσκο να μην πιάσουμε το 3,5% πλεόνασμα του 2019. Είναι σημαντικό να μη χάσουμε την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια».
Τα μέτρα των Τσιπραίων ψηφίστηκαν και εφαρμόστηκαν πριν από τις ευρωεκλογές. Οι εξαγγελίες για τα επόμενα χρόνια έγιναν επίσης πριν από τις ευρωεκλογές. Γιατί δεν έκανε τότε το παραμικρό σχόλιο η Κομισιόν; Η απάντηση είναι προφανής. Τότε βοηθούσε τον Τσίπρα, το αγαπημένο παιδί των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Από τη στιγμή που ο Τσίπρας έχασε με 9,5 μονάδες διαφορά, θεωρείται τελειωμένος. Τώρα, έχουν κάθε λόγο να θέλουν να βοηθήσουν τον Μητσοτάκη, ώστε από τις εκλογές της 7ης του Ιούλη να προκύψει μια σταθερή κυβέρνηση, η οποία θα συμμορφωθεί απόλυτα με τις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστών δανειστών και του διευθυντήριού τους. Το όφελος για τον Μητσοτάκη είναι διπλό. Από τη μια παίρνει προεκλογική βοήθεια και από την άλλη παίρνει ένα άλλοθι για να σκληρύνει την οικονομική πολιτική μετά τις εκλογές (τα γνωστά: «ο Τσίπρας εκτροχίασε τη χώρα, εγώ πρέπει πρώτα να βάλω τάξη, να αποκτήσω την εμπιστοσύνη των δανειστών και μετά να εφαρμόσω το πρόγραμμά μου»).
Οι Τσιπραίοι έδειξαν εντελώς χαμηλά αντανακλαστικά στο να εντάξουν την έκθεση της Κομισιόν στο προεκλογικό τους παραμύθι. Η πρώτη αντίδραση ήταν ένα άχρωμο non paper του Τσακαλώτου που σημείωνε ότι «η Επιτροπή διατυπώνει επιφυλάξεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να επαληθευθεί. Αναγνωρίζει, μάλιστα, ότι θα πρέπει να επανεκτιμήσει τα δεδομένα το Φθινόπωρο». «Το υπουργείο Οικονομικών», συνέχιζε το non paper, «εμμένει στην πρόβλεψή του ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το έτος 2019 θα διαμορφωθεί στο 4,1% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας έτσι τον στόχο κατά 0,6% και δημιουργώντας αντίστοιχο δημοσιονομικό χώρο. Με δεδομένο ότι τα ψηφισθέντα μέτρα έχουν κοστολογηθεί στο 0,6 % του ΑΕΠ, το υπουργείο Οικονομικών είναι βέβαιο ότι ο στόχος του 2019 θα επιτευχθεί».
Ετσι, αφηνόταν στη ΝΔ όλο το πεδίο ελεύθερο για να βάλει το ερώτημα: «ποιον πιστεύετε, την Κομισιόν ή τον Τσακαλώτο;». Με διαφορά σε βάρος τους 9,5 μονάδες, αυτό το ερώτημα στρίμωχνε τους συριζαίους ενώπιον των δυσαρεστημένων από την πολιτική τους ψηφοφόρων. Οι εκλογομάγειροι του Μαξίμου αντέδρασαν μόνο όταν είδαν την Εκθεση της Κομισιόν να γίνεται πρώτη είδηση σε ραδιοκάναλα και Διαδίκτυο. Και τότε σκέφτηκαν αυτό που έπρεπε να είχαν σκεφτεί από την αρχή. Να εντάξουν την Εκθεση της Κομισιόν στο προεκλογικό παραμύθι τους.
Βγήκε, λοιπόν, ο Τσίπρας το μεσημέρι της επόμενης μέρας και άρχισε να χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου: αναθάρρησαν οι συντηρητικοί κύκλοι, λόγω των όσων λέει ο Μητσοτάκης, και θέλουν να μας πάρουν αυτά που δώσαμε κτλ. κτλ. Εκεί που έλεγαν ότι θα εγκαταλείψουν την κινδυνολογία και θα κάνουν «θετική προγραμματική αντιπαράθεση», με την πρώτη ευκαιρία το ξανάριξαν στην κινδυνολογία, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη θέση του ψεύτη βοσκού, όπου τους έχει τοποθετήσει η πλειοψηφία των ψηφοφόρων.
Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Το προεκλογικό παιχνίδι θα τελειώσει και η ζοφερή μνημονιακή πραγματικότητα θα διαλύσει τις όποιες φρούδες ελπίδες καλλιεργούν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Και η τρόικα θα κάνει το νέο λογαριασμό τον Σεπτέμβρη, όταν θα αρχίσει να καταρτίζεται ο Προϋπολογισμός.